ἧμαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
(16)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἧμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] καθισμένος, [[κάθομαι]]<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] σε [[απραξία]], σε [[ησυχία]] («κατ' οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[στράτευμα]]) [[στρατοπεδεύω]]<br /><b>4.</b> (για κατάσκοπο) παραφυλάω, [[καραδοκώ]]<br /><b>5.</b> ζω [[απαρατήρητος]], στην [[αφάνεια]] («[[προς]] δ' ἐμᾷ ψυχᾷ [[θάρσος]] ἧσται» — στην [[ψυχή]] μου βρίσκεται θρονιασμένη η [[πίστη]], <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (για αναθήματα, ιερά, ναούς <b>κ.λπ.</b>) [[είμαι]] ιδρυμένος («ἱρὸν ἧσται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[μένω]] κρυμμένος («εἵατ' ἐνὶ Τρώων ἀγορῇ κεκαλυμμένοι ἵππω», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) (για άρχοντες) «ἐν ἀρχαῑς [[ἧμαι]]» — [[άρχω]], [[κυβερνώ]]<br />β) «ἡμένῳ ἐν χώρῳ» — σε χαμηλό [[τόπο]] (<b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. μαρτυρείται σε πολλές ΙΕ γλώσσες με ορισμένους τ. σε πλήρη [[αντιστοιχία]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. το γ' εν. ενεστ. <i>ήσται</i> [[έναντι]] αρχ. ινδ. <i>aste</i> και αβεστ. <i>ā</i><i>ste</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>es</i>-<i>tai</i>)<br />γ' πληθ. ενεστ. <i>ήαται</i> [[έναντι]] αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>sate</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>es</i>-<i>ntai</i>). Η [[δασύτητα]] εμφανίζεται μόνο στην ελλ. και αποδίδεται σε [[επίδραση]] του συνωνύμου [[έζομαι]] (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>sed</i>-).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εγκάθημαι]], [[επικάθημαι]], [[κάθημαι]], [[προκάθημαι]], [[συγκάθημαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αφήμαι</i>, [[ενήμαι]], <i>εφήμαι</i>, <i>υφήμαι</i>].
|mltxt=[[ἧμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] καθισμένος, [[κάθομαι]]<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] σε [[απραξία]], σε [[ησυχία]] («κατ' οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[στράτευμα]]) [[στρατοπεδεύω]]<br /><b>4.</b> (για κατάσκοπο) παραφυλάω, [[καραδοκώ]]<br /><b>5.</b> ζω [[απαρατήρητος]], στην [[αφάνεια]] («[[προς]] δ' ἐμᾷ ψυχᾷ [[θάρσος]] ἧσται» — στην [[ψυχή]] μου βρίσκεται θρονιασμένη η [[πίστη]], <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (για αναθήματα, ιερά, ναούς <b>κ.λπ.</b>) [[είμαι]] ιδρυμένος («ἱρὸν ἧσται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[μένω]] κρυμμένος («εἵατ' ἐνὶ Τρώων ἀγορῇ κεκαλυμμένοι ἵππω», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) (για άρχοντες) «ἐν ἀρχαῑς [[ἧμαι]]» — [[άρχω]], [[κυβερνώ]]<br />β) «ἡμένῳ ἐν χώρῳ» — σε χαμηλό [[τόπο]] (<b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. μαρτυρείται σε πολλές ΙΕ γλώσσες με ορισμένους τ. σε πλήρη [[αντιστοιχία]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. το γ' εν. ενεστ. <i>ήσται</i> [[έναντι]] αρχ. ινδ. <i>aste</i> και αβεστ. <i>ā</i><i>ste</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>es</i>-<i>tai</i>)<br />γ' πληθ. ενεστ. <i>ήαται</i> [[έναντι]] αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>sate</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>es</i>-<i>ntai</i>). Η [[δασύτητα]] εμφανίζεται μόνο στην ελλ. και αποδίδεται σε [[επίδραση]] του συνωνύμου [[έζομαι]] (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>sed</i>-).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εγκάθημαι]], [[επικάθημαι]], [[κάθημαι]], [[προκάθημαι]], [[συγκάθημαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αφήμαι</i>, [[ενήμαι]], <i>εφήμαι</i>, <i>υφήμαι</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἧμαι:''' [[ἧσαι]], [[ἧσται]], <i>ἥμεθα</i>, <i>ἧστε</i>, [[ἧνται]], Επικ. <i>εἵᾰται</i> και <i>ἕᾰται</i>· προστ. <i>ἧσο</i>, <i>ἥσθω</i>, απαρέμφ. <i>ἧσθαι</i>, μτχ. <i>ἥμενος</i>, παρατ. [[ἥμην]], <i>ἧσο</i>, [[ἧστο]], δυϊκ. [[ἥσθην]], πληθ. <i>ἥμεθα</i>, ποιητ. [[ἥμεσθα]], [[ἧσθε]], <i>ἧντο</i>, Επικ. <i>εἵᾰτο</i> και <i>ἕᾰτο</i>· είμαι καθισμένος, [[κάθομαι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[στέκομαι]] [[ακίνητος]], [[κάθομαι]] [[ήσυχος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για [[στράτευμα]], [[στρατοπεδεύω]], στο ίδ.· επίσης, χρησιμοποιείται για κατάσκοπο, [[παραμονεύω]], παραφυλάω, στο ίδ.· μεταγεν., λέγεται για τοποθεσίες, πράγματα (ναούς κ.λπ.), βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος, σε Ηρόδ.· <i>ἡμένῳ ἐν χώρῳ = εἱαμενῇ</i>, σε χαμηλό, βαθουλωτό, κοίλο [[τόπο]], σε Θεόκρ.· [[σπανίως]], με αιτ., [[σέλμα]] ἧσθαι, που κάθονται σε πάγκο, σε Αισχύλ.· <i>ἧσθαι Σιμόεντος κοίτας</i>, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἧμαι Medium diacritics: ἧμαι Low diacritics: ήμαι Capitals: ΗΜΑΙ
Transliteration A: hē̂mai Transliteration B: hēmai Transliteration C: imai Beta Code: h(=mai

English (LSJ)

   A ἧσαι, ἧσται E.Alc. (v. infr.) (but κάθ-ηται, v. κάθημαι), ἧσθον h.Ap.456, ἥμεθα, ἧστε, ἧνται Call.Fr.122, Ep. εἵᾰται Il.10.100, ἕᾰται 3.134 (κατέαται Hdt.1.199); imper. ἧσο Hom., ἥσθω (καθ-) A.Pr.916; subj. and opt. only in compd. καθ-; inf. ἧσθαι; part. ἥμενος: impf. ἥμην, ἧσο, ἧστο (but ἐκάθητο, καθ-ῆτο, v. κάθημαι), dual ἥσθην (ἑήσθην Orph.A.815), pl. ἥμεθα (ἥμεσθα E.IA88), ἧσθε Cratin.142, ἧντο, Ep. εἵᾰτο Il.7.61, ἕᾰτο ib.414, ἐκατέατο Hdt.8.73 (v.l. ἐκαθ-): (I.-E. ēs-, cf. Skt. āste (= ἧσται) 'sits'; aspirate borrowed from ἵζω, ἕζομαι; Ep. εἵαται εἵατο fr. ἥαται ἥατο (which shd. perh. be restored) through ἕαται ἕατο):—to be seated, sit, Il.1.498, etc.: freq. with collat. sense, sit still, sit idle, 2.255, 18.104, etc.; ἧσθαι ἐν εἰρήνῃ Callin.1.4; κατ' οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων E.Fr.10; of an army, encamp, Il.15.740, 24.542; πόλιν ἀμφί 18.509; πρόσθε τειχέων E.Supp.664; of a spy, lurk, Il.18.523: metaph., πρὸς ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται c. acc. et inf., E.Alc. 604 (lyr.); lie hid, ἥατ' ἐνὶ Τρώων ἀγορῇ κεκαλυμμένοι ἵππῳ, i.e. in the wooden horse, Od.8.503, cf. 512; of magistrates, ἐν ἀρχαῖς ἥμενοι E. Andr.699; δαιμόνων σέλμα σεμνὸν ἡμένων A.Ag.183 (lyr.); later, of things, lie, ἱρὸν ἧσται Hdt.9.57; ἐπὶ στέγος ἱερὸν ἧνται κάλπιδες Call. Fr.122, cf. Luc.Syr.D.31; ἡμένῳ ἐν χώρῳ (or χόρτῳ) in a low place, Theoc.13.40:—Constr.: mostly with Preps., ἐνὶ δίφρῳ Il.16.403, cf. A.Pr.368, etc.; ἐπὶ κορυφῆς Il.14.158; ἐπ' ἐσχάραις A.Eu.806; παρὰ κλισίῃ Il.1.330, etc.; ἀνὰ Γαργάρῳ 15.153: c. dat., Ὀλύμπῳ 13.524, cf. 21.389, etc.; ἐρετμοῖς at the oar, E.Cyc.16; ἀνορόφοις πέτραις Id.Ba. 38: rarely c. acc., A.Ag.183 (v. supr.); Σιμόεντος κοίτας E.Rh.547: c. part . . τίη . . ἧσ' ὀλιγηπελέων; Il.15.245; ὀδυρόμενος, ἀλλοφρονέων, Od.14.41, 10.374; πεφυλαγμένος ἧσο Orac. ap. Hdt.7.148; ἐκπεπληγμένη S.Tr.24.

German (Pape)

[Seite 1164] ἧσαι, ἧσται, im compos. κάθηται, inf. ἧσθαι, impf. ἥμην, ἧστο, ἧντ', Il. 3, 153, sonst εἵαται u. εἵατο, auch ἕαται, ἕατο, 3, 134; ἑήσθην steht Orph. Arg. 893; die übrigen tempp. werden durch ἕζομαι u. ἵζομαι ergänzt; eigtl. perf. von ἑδ, w. m. s., – ich bin gesetzt, gelegt, gestellt worden, ich sitze, liege, stehe, ἐϋξέστῳ ἐνὶ δίφρῳ ἧστο, Il. 16, 402 u. öfter; παρά τε κλισίῃ καὶ νηῒμελαίνῃ ἥμενον 1, 330; oft mit dem Nebenbegriffe des trägen, müßigen Dasitzens, 18, 104. 24, 542; verborgen sitzen, Od. 8, 503. 512; Tragg., κορυφαῖς δ' ἐν ἄκραις ἥμενος Aesch. Prom. 366, öfter; ἐν θρόνοις Ζεὺς ἐπ' ἀσπίδος σταδαῖος ἧσται Spt. 495; ἐπ' ἐσχάραις Eum. 773; mit dem accus., βιαίως σέλμα σεμνὸν ἡμένων Ag. 176, am Bord sitzen, wie Σιμόεντος ἡμένα κοίτας Eur. Rhes. 547, der auch παῖδές τ' ἐρετμοῖς ἥμενοι Cycl. 16 vrbdí u. übertr. sagt πρὸς δ' ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται, Alc. 604; σεμνοὶ δ' ἐν ἀρχαῖς ἥμενοι, die Herrscher, Andr. 699; ἥμενον ἄνω φρόνημα Aesch. Suppl. 94, der hochthronende Gedanke. Auch bei sp. D.; ἥμενος χῶρος, eine Gegend, die sich gesetzt hat, niedrig, Theocr. 13, 40 (vgl. εἱαμενή); bei Her. im Orak. 7, 148 πεφυλαγμένος ἧσο; ἱρὸν ἧσται 9, 57, der Tempel ist aufgerichtet, wie εἵαται τὰ ἕδεα Luc. de dea Syr. 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἧμαι: ἧσαι, ἧσται (ἀλλὰ κάθηται Ἀριστοφ. Λυσ. 597, Πλάτ.), ἥμεθα, ἧστε, ἧνται Καλλ. Ἀποσπ. 122, Ἐπ. εἵᾰται Ἰλ. Κ. 100, ἕᾰται Γ. 134 (κατέαται Ἡρόδ. 1. 199)· προστ. ἧσο Ὅμ., ἥσθω (καθ-) Αἰσχύλ. Πρ. 916· ὑποτακτ. καὶ εὐκτ. μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ καθ-· ἀπαρ. ἧσθαι· μετοχ. ἥμενος· - παρατ. ἥμην, ἧσο, ἧστο (ἀλλὰ ἐκάθητο, καθῆτο, ἴδε κάθημαι), δυϊκὸν ἥσθην (ἑήσθην Ὀρφ. Ἀργ. 813), πληθ. ἥμεθα (ἥμεσθα Εὐρ. Ι. Α. 88), ἧσθε Κρατῖν. Ὀδ. 4, ἧντο, Ἐπ. εἵᾰτο Ἰλ. Π. 61, ἕᾰτο αὐτόθι 414, ἑκατέατο Ἡρόδ. 8. 73. (Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξ. εἰς τὴν √ΗΣ, πρβλ. Σανσκρ. âs, âsê (sedeo), καὶ ἀρνεῖται τὴν σχέσιν αὐτῆς πρὸς τὴν √ΕΔ, ἕζομαι). Κάθημαι, λίαν συχνὸν παρ’ Ὁμ., εὔχρηστον δὲ καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, τὸ δὲ σύνθ. κάθημαι εὔχρηστον παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ.· - συχν. παρ’ Ὁμ. μετὰ τῆς συγγενοῦς σημασίας: κάθημαι ἥσυχος, ἀργός, Ἰλ. Β. 255, Σ. 104. κτλ.· ἧσθαι ἐν εἰρήνῃ Καλλῖν. 3· κατ’ οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ όνον Εὐρ. Ἀποσπ. 10· - ἐπὶ στρατεύματος, κάθημαι, εἶμαι ἐστρατοπεδευμένος, Ἰλ. Ο. 740, Ω. 542· πόλιν ἀμφὶ Σ. 509· πρόσθε τειχέων Εὐρ. Ἱκέτ. 664· - ἐπὶ κατασκόπου, παραφυλάττω, Ἰλ. Σ. 523· καὶ οὕτω μεταφ., πρὸς ἐμᾷ ψυχᾷ Θάρσος ἧσται Εὐρ. Ἀλκ. 604· - μένω κεκρυμμένος, εἵατ’ ἐνὶ Τρώων ἀγορῇ κεκαλυμμένοι ἵππῳ, δηλ. ἐν τῷ δουρείῳ ἵππῳ κεκρυμμένοι Ὀδ. Θ. 503, πρβλ. 512· - ἐπὶ ἀρχόντων, ἐν ἀρχαῖς ἥμενοι Εὐρ. Ἀνδρ. 699, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 183· - βραδύτερον ἐπὶ πραγμάτων, οἷον ναῶν, ἀναθημάτων, κτλ., = εἶμαι ἱδρυμένος, κεῖμαι, ἱρὸν ἧσται Ἡρόδ. 9. 57· ἐπὶ στέγος ἱερὸν ἧνται κάλπιδες Καλλ. Ἀποσπ. 122, πρβλ. Λουκ. Συρ. Θ. 31, Jac. Ἀνθ. Π.. σ. 932· ἡμένῳ ἐν χώρῳ = εἱαμενῇ, ἐντὸς χθαμαλοῦ τόπου, Θεόκρ. 13. 40. - Συντάσσ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ προθ. δηλούσης τὸ πλησίον ἢ ἐπὶ τινος, ἐνὶ δίφρῳ Ἰλ. Π. 403, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 366, κτλ.· ἐπὶ κορυφῆς Ἰλ. Ξ. 157· ἐπ’ ἐσχάραις Αἰσχύλ. Εὐμ. 806· παρὰ κλισίῃ Ἰλ. Α. 330, κτλ. ἀνὰ Γαργάρῳ Ο. 153· ὡσαύτως μετὰ δοτ., Ὀλύμπῳ Ν. 524, Φ. 380, κτλ.· ἐρετμοῖς, εἰς τὰς κώπας, Εὐρ. Κύκλ. 16· - σπανίως μετ’ αἰτ., σέλμα σεμνὸν ἡμένων, καθημένων ἐπὶ.., Αἰσχύλ. Ἀγ. 183· Σιμόεντος κοίτας Εὐρ. Ρήσ. 547, πρβλ. Ἐλμσλ. Βάκχ. 38, καὶ ἴδε ἐν λ. καθίζω ΙΙ· - συχνάκις μετὰ μετοχ. ῥημάτων δηλούντων κατάστασίν τινα τῆς ψυχῆς, ἧμαιὀλιγηπελέων Ἰλ. Ο. 245· ὀδυρόμενος, ἀλλοφρονέων Ὀδ. Ξ. 40, Κ. 374· πεφυλαγμένος ἧσο Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 148· ἐκπεπληγμένη Σοφ. Ἀποσπ. 24.

French (Bailly abrégé)

ἧσαι, ἧσται, 3ᵉ pl. ἧνται;
seul. prés. et impf. ἥμην;
I. être assis, d’où
1 propr. être assis : σεμνὸν σέλμα ESCHL sur le banc auguste, càd sur le trône des dieux;
2 p. ext. être placé, se tenir : ἐπὶ δίφρῳ IL sur un char ; ἐπὶ κορυφῆς IL sur le sommet d’un mont ; avec un dat. : Ὀλύμπῳ IL sur l’Olympe ; fig. πρὸς ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται avec l’inf. EUR dans mon âme est ancrée la ferme confiance que, etc.
II. p. suite :
1 demeurer immobile, rester inactif : ἧμαι ὀδυρόμενος OD je suis ici à me lamenter;
2 être posté, campé : πόλιν ἀμφί IL autour de la ville;
3 en parl. de constructions τῇ ἱρὸν ἧσται HDT là où se situe un sanctuaire.
Étymologie: p. *ἧσμαι de la R. Ἡς, être assis.

English (Autenrieth)

(αι), ἧσται, ἥμεθα, ἧσθε, ἕαται and εἵαται, imp. ἧσο, inf. ἧσθαι, part. ἥμενος, ipf. ἥμην, ἧστο, ἥσθην, ἥμεθα, ἧντο and ἕατο and εἵατο: sit; often w. a part. to denote some condition of mind or body, ἧστο ὀδῦρόμενος, θαυμάζων, ὀλιγηπελέων, etc.; and, in general, the verb may denote a settled condition of any sort, ‘stay,’ ‘keep,’ ἑκὰς ἥμεθα πατρίδος αἴης, Il. 15.740, Il. 24.542; σῖγῇ, ἀκέουσα, σιωπῇ ἧσο, Il. 4.412.

English (Slater)

ἧμαι
   a lie, be situated ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν μυχοῖς ἥμενον Ἄλιδος Μολίονες (O. 10.33)
   b sit ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους (sc. Διοσκού- ρους. Boeckh: ἥμενος codd.: ἡμένος Didymus: ἥμενον Aristarchus) (N. 10.62)

Greek Monolingual

ἧμαι (Α)
1. είμαι καθισμένος, κάθομαι
2. κάθομαι σε απραξία, σε ησυχία («κατ' οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», Ευρ.)
3. (για στράτευμα) στρατοπεδεύω
4. (για κατάσκοπο) παραφυλάω, καραδοκώ
5. ζω απαρατήρητος, στην αφάνειαπρος δ' ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται» — στην ψυχή μου βρίσκεται θρονιασμένη η πίστη, Ευρ.)
6. (για αναθήματα, ιερά, ναούς κ.λπ.) είμαι ιδρυμένος («ἱρὸν ἧσται», Ηρόδ.)
7. μένω κρυμμένος («εἵατ' ἐνὶ Τρώων ἀγορῇ κεκαλυμμένοι ἵππω», Ομ. Οδ.)
8. φρ. α) (για άρχοντες) «ἐν ἀρχαῑς ἧμαι» — άρχω, κυβερνώ
β) «ἡμένῳ ἐν χώρῳ» — σε χαμηλό τόπο (Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται σε πολλές ΙΕ γλώσσες με ορισμένους τ. σε πλήρη αντιστοιχία
πρβλ. λ.χ. το γ' εν. ενεστ. ήσται έναντι αρχ. ινδ. aste και αβεστ. āste (< ΙΕ τ. es-tai)
γ' πληθ. ενεστ. ήαται έναντι αρχ. ινδ. āsate (< ΙΕ τ. es-ntai). Η δασύτητα εμφανίζεται μόνο στην ελλ. και αποδίδεται σε επίδραση του συνωνύμου έζομαι (< ΙΕ ρίζα sed-).
ΣΥΝΘ. εγκάθημαι, επικάθημαι, κάθημαι, προκάθημαι, συγκάθημαι
αρχ.
αφήμαι, ενήμαι, εφήμαι, υφήμαι].

Greek Monotonic

ἧμαι: ἧσαι, ἧσται, ἥμεθα, ἧστε, ἧνται, Επικ. εἵᾰται και ἕᾰται· προστ. ἧσο, ἥσθω, απαρέμφ. ἧσθαι, μτχ. ἥμενος, παρατ. ἥμην, ἧσο, ἧστο, δυϊκ. ἥσθην, πληθ. ἥμεθα, ποιητ. ἥμεσθα, ἧσθε, ἧντο, Επικ. εἵᾰτο και ἕᾰτο· είμαι καθισμένος, κάθομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· στέκομαι ακίνητος, κάθομαι ήσυχος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για στράτευμα, στρατοπεδεύω, στο ίδ.· επίσης, χρησιμοποιείται για κατάσκοπο, παραμονεύω, παραφυλάω, στο ίδ.· μεταγεν., λέγεται για τοποθεσίες, πράγματα (ναούς κ.λπ.), βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος, σε Ηρόδ.· ἡμένῳ ἐν χώρῳ = εἱαμενῇ, σε χαμηλό, βαθουλωτό, κοίλο τόπο, σε Θεόκρ.· σπανίως, με αιτ., σέλμα ἧσθαι, που κάθονται σε πάγκο, σε Αισχύλ.· ἧσθαι Σιμόεντος κοίτας, σε Ευρ.