Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπέτασμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(19)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[καταπέτασμα]]) [[καταπετάννυμι]]<br />[[καθετί]] που καταπετάννυται, που αφήνεται να απλωθεί, να πέσει από [[πάνω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[παραπέτασμα]], ή που χρησιμεύει για [[κάλυψη]], [[σκέπασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τρώω]] το [[καταπέτασμα]]» <br />α) (για αδηφάγους ή άρπαγες) [[τρώω]] [[πάρα]] πολύ<br />β) [[κατακλέβω]] κάποιον εκμεταλλευόμενος τη [[θέση]] μου ή τη [[σχέση]] μου με αυτόν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους Ιουδαίους) το [[παραπέτασμα]] του ναού που διαχώριζε το [[άδυτο]], τα «Άγια τών Αγίων», από τον [[κυρίως]] ναό<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> [[τραπεζομάντιλο]].
|mltxt=το (AM [[καταπέτασμα]]) [[καταπετάννυμι]]<br />[[καθετί]] που καταπετάννυται, που αφήνεται να απλωθεί, να πέσει από [[πάνω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[παραπέτασμα]], ή που χρησιμεύει για [[κάλυψη]], [[σκέπασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τρώω]] το [[καταπέτασμα]]» <br />α) (για αδηφάγους ή άρπαγες) [[τρώω]] [[πάρα]] πολύ<br />β) [[κατακλέβω]] κάποιον εκμεταλλευόμενος τη [[θέση]] μου ή τη [[σχέση]] μου με αυτόν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους Ιουδαίους) το [[παραπέτασμα]] του ναού που διαχώριζε το [[άδυτο]], τα «Άγια τών Αγίων», από τον [[κυρίως]] ναό<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> [[τραπεζομάντιλο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπέτασμα:''' -ατος, τό, [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπέτασμα Medium diacritics: καταπέτασμα Low diacritics: καταπέτασμα Capitals: ΚΑΤΑΠΕΤΑΣΜΑ
Transliteration A: katapétasma Transliteration B: katapetasma Transliteration C: katapetasma Beta Code: katape/tasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A curtain, veil, Hld.10.28, PGrenf.2.111.7 (v/vi A. D.); esp. the veil of the Temple, LXXEx.26.31, Aristeas86, Ev.Matt.27.51, etc.; prop. the inner veil, the outer being τὸ κάλυμμα, cf. Ph.2.148: metaph., κ. δόξης Id.1.270.    2 κ. τραπέζης table-cover, Michel832.25 (Samos, iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 1369] τό, das Darübergebreitete, die Decke, der Vorhang, N. T., Philo.

Greek (Liddell-Scott)

καταπέτασμα: τό, πᾶν ὅ,τι καταπετάννυται, κάλυμμα, σκέπασμα, Ἡλιόδ. 10. 28· τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚϚ', 31), Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ', 51, κτλ.· τὸ παραπέτασμα· «τὸ καταπέτασμα ὅπερ ὁ κωμικὸς παραπέτασμα λέγει» Εὐστάθ. 722. 32· - (πρόναον) εἰργόμενον δυσὶν ὑφάσμασι καὶ τὸ μὲν ἔνδον ὂν ἐλέγετο καταπέτασμα, τὸ δ’ ἐκτὸς κάλυμμα Φίλων 2. 148· κ. τραπέζης Ἐπιγρ. Σάμου καὶ κ. ῥάκινον.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
voile abaissé, rideau ; particul. le voile du temple de Jérusalem.
Étymologie: καταπετάννυμι.

Spanish

velo

English (Strong)

from a compound of κατά and a congener of πέτομαι; something spread thoroughly, i.e. (specially) the door screen (to the Most Holy Place) in the Jewish Temple: vail.

English (Thayer)

καταπετάσματος, τό (καταπετάννυμι to spread out over, to cover), an Alex. Greek word for παραπέτασμα. which the other Greeks use from Herodotus down; a veil spread out, a curtain — the name given in the Greek Scriptures, as well as in the writings of Philo and Josephus, to the two curtains in the temple at Jerusalem (τά καταπετάσματα, מָסָך) at the entrance of the temple separated the Holy place from the outer court (Josephus, b. j. 5,5, 4; it is called also τό κάλυμμα by the Sept. and Philo, Philo, vit. Moys. 3: §§ 5,9), the other veiled the Holy of holies from the Holy place (in Hebrew the פָּרֹכֶת; ἐνδοτερον καταπέτασμα, Josephus, Antiquities 8,3, 3; τό ἐσωτατον καταπέτασμα Philo de gig. § 12; by the Sept. and Philo this is called pre-eminently τό καταπέτασμα, Philo, vit. Moys. as above). This latter καταπέτασμα is the only one mentioned in the N. T.: τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ, τό δεύτερον καταπέτασμα, τό ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος (cf. the space more inward them the veil, equivalent to 'the space within the veil,' i. e. the Holy of holies, figuratively used of heaven, as the true abode of God, καταπέτασμα, in (Heb.) Hebrews 10:20>, because, as the veil had to be removed in order that the high priest might enter the most holy part of the earthly temple, so the body of Christ had to be removed by his death on the cross, that an entrance might be opened into the fellowship of God in heaven.

Greek Monolingual

το (AM καταπέτασμα) καταπετάννυμι
καθετί που καταπετάννυται, που αφήνεται να απλωθεί, να πέσει από πάνω προς τα κάτω, παραπέτασμα, ή που χρησιμεύει για κάλυψη, σκέπασμα
νεοελλ.
φρ. «τρώω το καταπέτασμα»
α) (για αδηφάγους ή άρπαγες) τρώω πάρα πολύ
β) κατακλέβω κάποιον εκμεταλλευόμενος τη θέση μου ή τη σχέση μου με αυτόν
αρχ.
1. (στους Ιουδαίους) το παραπέτασμα του ναού που διαχώριζε το άδυτο, τα «Άγια τών Αγίων», από τον κυρίως ναό
2. επιγρ. τραπεζομάντιλο.

Greek Monotonic

καταπέτασμα: -ατος, τό, κάλυμμα, σκέπασμα, σε Καινή Διαθήκη