ἀνορθόω: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνορθόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἀνώρθωσα</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ανεγείρω]], [[αποκαθιστώ]], [[ανοικοδομώ]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[επαναφέρω]] στην πρότερη [[ακμή]] ή [[ευημερία]], <i>πόλιν</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[επανορθώνω]], [[διορθώνω]], <i>τινά</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀνορθόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἀνώρθωσα</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ανεγείρω]], [[αποκαθιστώ]], [[ανοικοδομώ]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[επαναφέρω]] στην πρότερη [[ακμή]] ή [[ευημερία]], <i>πόλιν</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[επανορθώνω]], [[διορθώνω]], <i>τινά</i>, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνορθόω:''' <b class="num">1)</b> вновь сооружать, отстраивать, восстанавливать ([[τεῖχος]] Her., Xen., Isocr.; [[στρατόπεδον]] Thuc.; πόλιν Soph.; med. τὰ πίπτοντα τῶν οἰκοδομημάτων Arst.; перен. τὴν τυραννίδα σαλεύουσαν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> подпирать, поддерживать (τὸ σῶμά τινος Eur.);<br /><b class="num">3)</b> наставлять, вразумлять (τινα Eur.);<br /><b class="num">4)</b> исправлять, устранять (τὰ κακά Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:12, 31 December 2018
English (LSJ)
aor. ἀνώρθωσα E Alc.1138, Isoc.5.64, etc.: plpf. with double augm. ἠνωρθώκει v.l. in Lib.Ep.1039: the double augm. is common in the compd. ἐπανορθόω:—
A set up again, restore, rebuild, τὸν νηόν Hdt.1.19; τὸ τεῖχος 7.208; τὸ στρατόπεδον Th.6.88, etc.; τὸ σῶμά τινος E.Ba.364:—Med., ἀνορθοῦσθαι τὰ πίπτοντα τῶν οἰκοδομημάτων have them rebuilt, Arist.Pol.1322b20. 2 restore to health or well being. πόλιν S.OT46: τινά Pl.Lg.919d. 3 set straight again, set right, correct, τινά E.Supp.1228; τὰ ἀλλότρια κακά Pl.R. 346e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνορθόω: μέλλ. -ώσω: ἀόρ. ἀνώρθωσα Εὐρ. Ἄλκ. 1138, Ἰσοκρ. 95Δ, κτλ. (πρβλ. κατορθόω): ― ὑπερσ. μετὰ διπλῆς αὐξήσεως ἠνωρθώκειν Λιβάν., ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 154: ἡ διπλὴ αὔξησις εἶναι συνήθης ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπανορθόω, πρβλ. συνεπανορθόω. Ἀνεγείρω ἐκ νέου, ἀνακαινίζω, ἀνοικοδομῶ, τὸν νηὸν Ἡρόδ. 1. 19· τὸ τεῖχος 7. 208· καὶ τὸ στρατόπεδον, «ὃ κατεκαύθη ὑπὸ των Συρακοσίων, αὖθις ἀνορθώσαντες διεχείμαζον Θουκ. 6. 88, κτλ.· ὑποβαστάζω τι, κρατῶ τι ὄρθιον, πειρῶ δ’ ἀνορθοῦν σῶμ’ ἐμόν, καγὼ τὸ σὸν Εὐρ. Βάκχ. 364: ― Μέσ., ἀνορθοῦσθαι τὰ πίπτοντα τῶν οἰκοδομημάτων, ἐπὶ τῶν ἐπιμελητῶν, φροντίζω νὰ ἀνακαινίζω τὰ ἑτοιμόρροπα τῶν οἰκοδομημάτων, Ἀριστ. Πολ. 6. 8. 18. 2) ἐπαναφέρω τι εἰς προτέραν αὐτοῦ ἀκμήν, ἀνορθῶ, ἴθ, ὦ βροτῶν ἄριστ’, ἀνόρθωσον πόλιν Σοφ. Ο. Τ. 46. 51, Πλάτ. Νόμ. 919D. 3) ἐπανορθῶ, διορθώνω, σὺ γὰρ μ’ ἀνορθοῖς Εὐρ. Ἱκ. 1228· τὰ ἀλλότρια κακὰ Πλάτ. Πολ. 346Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἀνώρθωσα;
rebâtir, relever, restaurer, rétablir.
Étymologie: ἀνά, ὀρθόω.
Spanish (DGE)
I c. mov. hacia arriba
1 poner derecho, enderezar σῶμ' ἐμόν E.Ba.364, una nariz hundida, Hp.Art.37
•fig. poner en pie, consolidar πόλιν S.OT 46, E.Fr.1p.154M., de los magnetes οὓς ὁ θεὸς ἀνορθῶν Pl.Lg.919d, αὐτὴν (τὴν σκηνὴν Δαυειδ) Act.Ap.15.16, τὸν θρόνον αὐτοῦ LXX 2Re.7.13, 1Pa.17.12.
2 edificar τὸ στρατόπεδον Th.6.88, τὸ προπύλαιον SB 10169.4 (II d.C.).
II c. ἀνά ‘de nuevo’ restaurar τὸν νηόν Hdt.1.19, τὸ τεῖχος Hdt.7.208, X.HG 4.8.12, τὰ τείχη τῆς πατρίδος Isoc.5.64, cf. IG 12(7).62.17, 18 (Amorgos IV a.C.), τὰ πίπτοντα τῶν οἰκοδομημάτων Arist.Pol.1322b20
•fig. corregir μ' ἀνορθοῖς E.Supp.1228, τὰ ἀλλότρια κακά Pl.R.346e, τὸ ταπεινὸν τῆς ψυχῆς Gr.Thaum.Pan.Or.8
•curar με Lib.Ep.1039.
English (Strong)
from ἀνά and a derivative of the base of ὀρθός; to straighten up: lift (set) up, make straight.
English (Thayer)
ἀνόρθω: future ἀνορθώσω; 1st aorist ἀνωρθωσα; 1st aorist passive ἀνωρθωθην (ἀνορθωθην L T Tr; cf. (WH s Appendix, p. 161); Buttmann, 34 (30); (Winer's Grammar, 73) (70));
1. to set up, make erect: a crooked person, she was made straight, stood erect); drooping hands and relaxed knees (to raise them up by restoring their strength), to rear again, build anew: ἀκηνην, Herodotus 1,19 τόν νηον ... τόν ἐνέπρησαν; 8,140; Xenophon, Hell. 4,8, 12, etc.; in various senses in the Sept.).
Greek Monotonic
ἀνορθόω: μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ἀνώρθωσα,
1. ανεγείρω, αποκαθιστώ, ανοικοδομώ, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. επαναφέρω στην πρότερη ακμή ή ευημερία, πόλιν, σε Σοφ.
3. επανορθώνω, διορθώνω, τινά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνορθόω: 1) вновь сооружать, отстраивать, восстанавливать (τεῖχος Her., Xen., Isocr.; στρατόπεδον Thuc.; πόλιν Soph.; med. τὰ πίπτοντα τῶν οἰκοδομημάτων Arst.; перен. τὴν τυραννίδα σαλεύουσαν Plut.);
2) подпирать, поддерживать (τὸ σῶμά τινος Eur.);
3) наставлять, вразумлять (τινα Eur.);
4) исправлять, устранять (τὰ κακά Plat.).