πατέω: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
(5)
(nl)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[πάτος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[βαδίζω]], [[περπατώ]], σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μτβ., [[πατώ]], [[καταπατώ]], <i>πορφύρας πατεῖν</i>, σε Αισχύλ.· [[χῶρος]] οὐχ ἁγνὸς πατεῖν, δηλ. δεν ειναι [[ιερό]] [[έδαφος]], σε Σοφ.· <i>πατεῖν πύλας</i>, περνώ τις πύλες, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[περπατώ]] [[εντός]], [[κατοικώ]], [[συχνάζω]], σε Σοφ., Θεόκρ.· μεταφ., όπως το Λατ. terere, εὐνὰς [[πατέω]], [[συχνάζω]], [[χρησιμοποιώ]], κάνω κακή [[χρήση]], σε Αισχύλ.· [[πατέω]] Αἴσωπον, [[χρησιμοποιώ]] αδέξια τον Αίσωπο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[τσαλαπατώ]], [[θίγω]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''πᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[πάτος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[βαδίζω]], [[περπατώ]], σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μτβ., [[πατώ]], [[καταπατώ]], <i>πορφύρας πατεῖν</i>, σε Αισχύλ.· [[χῶρος]] οὐχ ἁγνὸς πατεῖν, δηλ. δεν ειναι [[ιερό]] [[έδαφος]], σε Σοφ.· <i>πατεῖν πύλας</i>, περνώ τις πύλες, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[περπατώ]] [[εντός]], [[κατοικώ]], [[συχνάζω]], σε Σοφ., Θεόκρ.· μεταφ., όπως το Λατ. terere, εὐνὰς [[πατέω]], [[συχνάζω]], [[χρησιμοποιώ]], κάνω κακή [[χρήση]], σε Αισχύλ.· [[πατέω]] Αἴσωπον, [[χρησιμοποιώ]] αδέξια τον Αίσωπο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[τσαλαπατώ]], [[θίγω]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=πατέω [~ πάτος] Aeol.*μάτημι: ptc. praes. f. plur. μάτεισαι intrans. wandelen, lopen; overdr.. ὑψοῦ... πατεῖν zich op hoog niveau bewegen Pind. O. 1.115. met acc. betreden:; πόας τέρεν ἄνθος μάλακον μάτεισαι lichtjes de zachte bloem van het gras betredend AlcSapph. 16.3; ἔχεις... χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν jij bezet een gewijde plaats die men niet mag betreden Soph. OC 37; rondlopen op, in:; Λῆμνον πατῶν op Lemnos rondlopend Soph. Ph. 1060; overdr. bestuderen:. τὸν Τεισίαν... πεπάτηκας ἀκριβῶς je hebt Tisias zorgvuldig bestudeerd Plat. Phaedr. 273a. met voeten treden, vertrappen:; πάντα ταῦτα λὰξ ὁρῶ πατούμενα ik zie dat dat alles vertrapt wordt Aeschl. Eum. 110; τιμάς γε τὰς θεῶν πατῶν de aan de goden verschuldigde eer met voeten tredend Soph. Ant. 745; βουλὴν πατήσεις je zult de raad vertrappen Aristoph. Eq. 166; schenden:. εὐνὰς ἀδελφοῦ τῷ πατοῦντι voor degene die het bed van zijn broer schond Aeschl. Ag. 1193.
}}
}}

Revision as of 10:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰτέω Medium diacritics: πατέω Low diacritics: πατέω Capitals: ΠΑΤΕΩ
Transliteration A: patéō Transliteration B: pateō Transliteration C: pateo Beta Code: pate/w

English (LSJ)

Delph. βᾰτέω Plu.2.292e ; Aeol. μάτημι [ᾰ] Sapph.54 : (πάτος) :—

   A tread, walk, π. ὁδοῖς σκολιαῖς Pi.P.2.85 ; πρὸς βωμόν A.Ag. 1298 ; ὑψοῦ π. walk on high, of a king, Pi.O. 1.115 ; π. ἐπάνω ὄφεων Ev.Luc. 10.19 :—Pass., οἱ ἔχεις πατηθέντες Porph.Abst. 1.14.    II trans., tread on, tread, πόας τέρεν ἄνθος μάτεισαι Sapph. l. c.; πορφύρας πατεῖν A.Ag.957 ; δωμάτων πύλας Id.Ch.732 ; χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῖν holy ground, S.OC37 ; π. τὸν ἁδὺν οἶνον ἀπ' ἀμπέλω tread grapes, Hybrias(Scol. 28.4) ; ληνούς LXXNe. 13.15, cf. Apoc.19.15, Ruf. ap. Orib.5.12.1 ; also, thresh corn, π. τὰ θέρη PFlor. 150.5 (iii A.D.) ; κριθὴν καλῶς πεπατημένην POxy.988 (iii A.D.) ; π. ἐκ τοῦ χόρτου σπέρματα PFlor.388.5 (ii A.D.).    2 walk in, i.e. dwell in, frequent, Λῆμνον πατῶν S.Ph.1060 ; γαῖαν Theoc.18.20 ; π. πόντον Opp.C.2.218 ; νῶτα ἁλός AP7.532 (Isid.) ; rarely of vehicles, τὰ μὴ πατέουσιν ἅμαξαι Call. Aet. Oxy.2079.25 : metaph., εὐνὰς ἀδελφοῦ π. frequent, A.Ag.1193 ; ἐμεῖο δέμνιον οὐκ ἐπάτησε Call.Del.248 ; οὐδ' Αἴσωπονπεπάτηκας hast not thumbed Aesop, Ar.Av.471 ; τὸν Τεισίαν . . πεπάτηκας ἀκριβῶς you have studied him carefully, Pl.Phdr. 273a :—Pass., to be hackneyed, τῇ ποιητικῇ πεπατῆσθαι Phld.Po.Herc. 1676.10 ; πεπατημένος well-worn, trite, ῥήσεις, λόγοι, Ph.2.345,444, cf. Porph. ap. Eus.PE10.3 ; τὸ πεπατημένον A.D.Pron.45.6.    3 tread under foot, trample on, τινα S.Aj. 1146, Pl.Phdr.248a, etc. ; βουλήν Ar.Eq. 166 ; πόλιν Apoc.11.2 : abs., πατοῦσι καὶ λακτίζουσι καὶ δάκνουσι Gal.16.562 : metaph., π. κλέος, τιμὰς τὰς θεῶν, A.Ag.1357, S.Ant.745 ; τὰ τοῖν θεοῖν ψηφίσματα Ar.V. 377 :—and in Pass., τὰ. . δίκαια. . λάγδην πατεῖται S.Fr.683, cf. A.Ch. 644 (lyr.), Eu.110.

German (Pape)

[Seite 534] mit Füßen treten, niedertreten; auch aus Verachtung oder Geringschätzung mit Füßen treten, ὅρκια, Il. 4, 157; ὑφ' εἵματος κρυφεὶς πατεῖν παρεῖχε τῷ θέλοντι ναυτίλων, Soph. Ai. 1146; καὶ πάντα ταῦτα λὰξ ὁρῶ πατούμενα, Aesch. Eum. 110; τιμάς γε τὰς θεῶν πατῶν, Soph. Ant. 745; τὴν δίκην, Ai. 1335; τὰ ταῖν θεαῖν ψηφίσματα, Ar. Vesp. 377; τῷ λόγῳ παρέξομεν πατεῖν, Plat. Theaet. 191 a; auch mißhandeln u. berauben, plündern, Plut. Timol. 14; Luc. oft; ὑπ' ἀλλήλων ὠθο ύμενοι καὶ πατούμενοι, Hdn. 7, 8, 13. – Einen Weg betreten, ἔχεις γὰρ χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν, Soph. O. C. 37; χαῖρε τὴν Λῆμνον πατῶν, Eur. Phoen. 1060; εἶμ' ἐς δόμων μέλαθρα, πορφύρας πατῶν, Aesch. Ag. 931; sp. D., wie Theocr. 18, 20; auch διηερίην δόνακες πατέοντες ἀταρπόν, Opp. Cyn. 3, 488; übh. gehen, ἄλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς, Pind. P. 2, 85; Aesch. Ag. 1298; Posidon. bei Ath. XII, 550 a. Uebertr. von der Zeit, εἴη σέ τε τοῦτ ον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν, Pind. Ol. 1, 115, die Zeit verleben; u. wie wir etwa sagen »an den Schuhen ablaufen«, Etwas wiederholentlich thun, sich viel womit beschäftigen, ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς, οὐδ' Αἴσωπον πεπάτηκας, Ar. Av. 471; τόν γε Τισίαν πεπάτηκας ἀκριβῶς, Plat. Phaedr. 273 a; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰτέω: Αιολ. ματέω Σαπφὼ 76 Ahr., πρβλ. Ἰω. Γραμματ. 244· μέλλ. -ήσω· (πάτος). Πατῶ, περιπατῶ, βαδίζω, π. σκολιαῖς ὁδοῖς Πινδ. Π. 2. 156· πρὸς βωμὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1298· εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν, «ὁ νοῦς· εἴη δέ σε εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν, «ὁ νοῦς· εἴη δέ σε τοῦτον τὸν χρόνον, ὃν ζῶμεν, ἐν ὕψει καὶ εὐδαιμονίᾳ διαζῆν» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 1. 185· π. ἐπάνω ὄφεων Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 19. ΙΙ. μεταβ., καταπατῶ, πατῶ τι, πόας τέρεν ἄνθος πατεῖσαι Σαπφὼ ἔνθ’ ἀνωτ.· πορφύρας πατεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 957· χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῖν, ὃν δὲν εἶναι ὅσιον νὰ πατῇ τις, Σοφ. Ο. Κ. 37· π. τὸν ἁδὺν οἶνον ἀπ’ ἀμπέλω, πατεῖν σταφυλάς. Ὑβρίας παρ’ Ἀθην. 696Α· καὶ οὐ μὴ πατήσουσιν οἶνον εἰς τὰ ὑπολήνια Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΙϚ΄, 10)· πατεῖ τὴν ληνὸν τοῦ οἴνου Ἀποκάλυψ. ΙΘ΄, 15: ― ἐν Αἰσχύλ. Χο. 732, ἀντὶ πατεῖν δωμάτων πύλας, ὁ Paley προτείνει πέλας. 2) περιπατῶ ἐντός τινος, κατοικῶ, συχνάζω τι, Λῆμνον πατῶν Σοφ. Φιλ. 1060· γαῖαν Θεόκρ. 18. 20· καὶ μεταγεν., π. πόντων Ὀππ. Κυνηγ. 2. 218· νῶτα ἁλὸς Ἀνθ. Π. 7. 532· ― μεταφορ. ὡς τὸ Λατ. terere, εὐνὰς π., συχνάζω εἰς .., μεταχειρίζομαι, μεταχειρίζομαι ἀπρεπῶς, εὐνὰς ἀδελφοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1193· ἐμεῖο δέμνιον οὐκ ἐπάτησας Καλλ. εἰς Δῆλ. 248· ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς κοὐ πολυπράγμων, οὐδ’ Αἴσωπον πεπάτηκας, οὐδὲ τὸν Αἴσωπον ἀνέγνως, Ἀριστοφ. Ὄρν. 471· τὸν Τισίαν .. πεπάτηκας ἀκριβῶς, ἔχεις σπουδάσῃ αὐτὸν ἐπιμελῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 273Α. ― Παθητ., πεπατημένος, λίαν συνήθης, λέξις Φωτ. Βιβλ. 90. 25. 3) καταπατῶ, «τσαλαπατῶ», τινα Σοφ. Αἴ. 1144, Πλάτ. Φαῖδρ. 248Α, κτλ.· βουλὴν Ἀριστοφ. Ἱππ. 166· μεταφορ. (περὶ τῆς Ὁμηρικῆς χρήσεως ὅρα καταπατέω), π. κλέος, τιμάς, δίκαια Αἰσχύλ. Ἀγ. 1357, Σοφ. Ἀντ. 745, Ἀποσπ. 606· τὰ τῶν θεῶν ψηφίσματα Ἀριστοφ. Σφ. 377· καὶ ἐν τῷ παθητ., τὸ θέμις λὰξ πέδον πατούμενον Αἰσχύλ. Χο. 644, πρβλ. Εὐμ. 110, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχων 1. 14· πρβλ. ἐμπεριπατέω ΙΙ. 4) λεηλατῶ, διαρπάζω, πόλιν ... τῶν Ἑλληνίδων τὴν πρώτην πατήσαντες Ἡλιοδ. Αἰθ. σ. 168, ἔνθα ὁ Κοραῆς (ἐν τ. β΄ σελ. 166) σημειοῦται: «πατήσαντες· σημείωσαι τὸ τῆς κοινῆς συνηθείας., φαμὲν γάρ, οἱ κλέπται ἐπάτησαν τὴν πόλιν, τὸ χωρίον, τὸν οἶκον κτλ.». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 290.

French (Bailly abrégé)

1d’ord. au Moy. πατέομαι.
Étymologie: R. Πα, nourrir ; cf. lat. pascor, pabulum, etc.
2-ῶ :
I. fouler aux pieds au propre et au figuré acc.;
II. particul. fouler le sol, d’où
1 intr. s’avancer, marcher : πρὸς βωμόν ESCHL vers l’autel;
2 tr. fouler en marchant, mettre le pied sur : δωμάτων πύλας ESCHL, χώρον SOPH sur le seuil d’une maison, sur le sol d’un pays.
Étymologie: DELG pê πάτος, apparenté pê à πόντος.

English (Autenrieth)

tread; fig., κατὰ (adv.) δ' ὅρκια πάτησαν, ‘trampled under foot,’ Il. 4.157†.

English (Slater)

πᾰτέω
   1 walk εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν (O. 1.115) ὑποθεύσομαι ἄλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς (P. 2.85)

Spanish

caminar, poner bajo el pie, pisar

English (Strong)

from a derivative probably of παίω (meaning a "path"); to trample (literally or figuratively): tread (down, under foot).

English (Thayer)

πάτω; future πατήσω; passive, present participle πατουμενος; 1st aorist ἐπατήθην; from Pindar, Aeschylus, Sophocles, Plato down; the Sept. for דָּרַך, etc.; to tread, i. e., a. to trample, crush with the feet: τήν ληνόν, to advance by setting foot upon, tread upon: ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, to encounter successfully the greatest perils from the machinations and persecutions with which Satan would fain thwart the preaching of the gospel, to tread underfoot, trample on, i. e. treat with insult and contempt: to desecrate the holy city by devastation and outrage, καταπατέω. (Compare: καταπατέω, περιπατέω, ἐμπεριπατέω

Greek Monotonic

πᾰτέω: μέλ. -ήσω (πάτος
I. βαδίζω, περπατώ, σε Πίνδ., Αισχύλ.
II. 1. μτβ., πατώ, καταπατώ, πορφύρας πατεῖν, σε Αισχύλ.· χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῖν, δηλ. δεν ειναι ιερό έδαφος, σε Σοφ.· πατεῖν πύλας, περνώ τις πύλες, σε Αισχύλ.
2. περπατώ εντός, κατοικώ, συχνάζω, σε Σοφ., Θεόκρ.· μεταφ., όπως το Λατ. terere, εὐνὰς πατέω, συχνάζω, χρησιμοποιώ, κάνω κακή χρήση, σε Αισχύλ.· πατέω Αἴσωπον, χρησιμοποιώ αδέξια τον Αίσωπο, σε Αριστοφ.
3. τσαλαπατώ, θίγω, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατέω [~ πάτος] Aeol.*μάτημι: ptc. praes. f. plur. μάτεισαι intrans. wandelen, lopen; overdr.. ὑψοῦ... πατεῖν zich op hoog niveau bewegen Pind. O. 1.115. met acc. betreden:; πόας τέρεν ἄνθος μάλακον μάτεισαι lichtjes de zachte bloem van het gras betredend AlcSapph. 16.3; ἔχεις... χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν jij bezet een gewijde plaats die men niet mag betreden Soph. OC 37; rondlopen op, in:; Λῆμνον πατῶν op Lemnos rondlopend Soph. Ph. 1060; overdr. bestuderen:. τὸν Τεισίαν... πεπάτηκας ἀκριβῶς je hebt Tisias zorgvuldig bestudeerd Plat. Phaedr. 273a. met voeten treden, vertrappen:; πάντα ταῦτα λὰξ ὁρῶ πατούμενα ik zie dat dat alles vertrapt wordt Aeschl. Eum. 110; τιμάς γε τὰς θεῶν πατῶν de aan de goden verschuldigde eer met voeten tredend Soph. Ant. 745; βουλὴν πατήσεις je zult de raad vertrappen Aristoph. Eq. 166; schenden:. εὐνὰς ἀδελφοῦ τῷ πατοῦντι voor degene die het bed van zijn broer schond Aeschl. Ag. 1193.