μεσίτης: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεσίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[μέσος]]), [[μεσολαβητής]], [[διαιτητής]], [[επιδιαιτητής]], σε Πολύβ., Κ.Δ.
|lsmtext='''μεσίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[μέσος]]), [[μεσολαβητής]], [[διαιτητής]], [[επιδιαιτητής]], σε Πολύβ., Κ.Δ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεσίτης:''' ου (ῑ) ὁ (тж. μ. τῶν ὁμολογιῶν Diod.) посредник, миротворец Polyb., Plut., NT.
}}
}}

Revision as of 14:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσῑτης Medium diacritics: μεσίτης Low diacritics: μεσίτης Capitals: ΜΕΣΙΤΗΣ
Transliteration A: mesítēs Transliteration B: mesitēs Transliteration C: mesitis Beta Code: mesi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A mediator, umpire, arbitrator, PLille28.11 (iii B. C.), Plb.28.17.8 (pl.), Ep.Gal.3.19, etc.; τῶν ὁμολογιῶν D.S.4.54; θεοῦ καὶ ἀνθρώπων 1 Ep.Ti.2.5; stakeholder, PStrassb.1.41.14 (iii A. D.).    2 fem. μεσῖτις, ιδος, fili/as mesi=tin tra/pezan paraqe/menoi Luc.Am.27; φιλίας μ. ἡδονή ib.54.    II in a middle position, of a limb, Gal.18(2).861.

German (Pape)

[Seite 138] ὁ, der Vermittler, Unterhändler, Friedensstifter, Pol. 28, 15, 8; τῶν ὁμολογιῶν, D. Sic. 4, 54; N. T. u. a. Sp., wie Luc. Amor. 48.

Greek (Liddell-Scott)

μεσίτης: [-ῑ], ου, ὁ, ὁ μεσιτεύων, διαιτητής, κριτής, Πολύβ. 28. 15, 8, Ἐπιστ. π. Γαλ. γ΄, 19, κτλ· τῶν ὁμολογιῶν Διόδ. 4. 54· θεοῦ καὶ ἀνθρώπων Α΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. β΄, 5· - θηλ. μεσῖτις, -ιδος, φιλίας μεσῖτιν τράπεζαν παραθέμενοι Λουκ. Ἔρωτ. 27· φιλίας μ. ἡδονὴ αὐτόθι 54.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 intermédiaire;
2 arbitre, médiateur, qui intercède.
Étymologie: μέσος.

English (Strong)

from μέσος; a go-between, i.e. (simply) an internunciator, or (by implication) a reconciler (intercessor): mediator.

English (Thayer)

μεσίτου, ὁ (μέσος), one who intervenes between two, either in order to make or restore peace and friendship, or to form g compact, or for ratifying a covenant: a medium of communication, arbitrator (Vulg. (and A. V.) mediator): ὁ μεσίτης (generic article cf. Winer's Grammar, § 18,1under the end), i. e. every mediator, whoever acts as mediator, ἑνός οὐκ ἐστι, does not belong to one party but to two or more, μεσίτης καί διαλλακτής by Philo also, vit. Moys. iii. § 19). Christ is called the μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων, since he interposed by his death and restored the harmony between God and man which human sin had broken, μεσίτης διαθήκης, Polybius 28,15, 8; Diodorus 4,54; Philo de somn. i. § 22; Josephus, Antiquities 16,2, 2; Plutarch, de Isa. et Os. 46; once in the Sept., Job 9:33.) Cf. Fischer, De vitiis lexamples N. T., p. 351ff

Greek Monolingual

(I)
ο, θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα (ΑM μεσίτης, Α θηλ. μεσῑτις, -ιδος, Μ θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα και μεσίτισσα)
αυτός που παρεμβαίνει ή μεσολαβεί μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων με σκοπό τον συμβιβασμό, τη σύναψη συμφωνίας ή τη συμφιλίωση («διαταγεὶς δι' ἀγγέλων ἐν χειρὶ μεσίτου», ΚΔ)
νεοελλ.
επαγγελματίας ο οποίος διαπραγματεύεται αγοραπωλησίες, μισθώσεις ή συνοικέσια («μεσίτης κτημάτων»)
νεοελλ.-μσν.
1. προξενητής
2. απεσταλμένος, μαντατοφόρος
μσν.
βοηθός δικαστή
2. μτφ. το μέσο ή ο τρόπος για να επιτύχει κάποιος κάτι
3. αρωγός, προστάτης
αρχ.
1. μεσεγγυητής
2. θεματοφύλακας
3. (για μέλος του ανθρώπινου σώματος) αυτός που κατέχει τη μεσαία θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πορφυρ-ίτης, χρυσ-ίτης)].———————— (II)
ο
ζωολ. κοινή ονομασία γερανόμορφων πτηνών της οικογένειας mesitornithidae.

Greek Monotonic

μεσίτης: [ῑ], -ου, ὁ (μέσος), μεσολαβητής, διαιτητής, επιδιαιτητής, σε Πολύβ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

μεσίτης: ου (ῑ) ὁ (тж. μ. τῶν ὁμολογιῶν Diod.) посредник, миротворец Polyb., Plut., NT.