μετάγω: Difference between revisions
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1ba) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μετάγω:'''<br /><b class="num">1)</b> (sc. στρατιάν) следовать с войском (μ. τινὰ κελεῦσαι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> переводить, переносить, перемещать (τινὰ εἰς ἕτερον τόπον Plut.): τὰς κρίσεις ἐπὶ τὰ ἔργα μ. Plut. претворять решения в дела;<br /><b class="num">3)</b> управлять, направлять (τὰ πλοῖα μετάγεται ὑπὸ πηδαλίου NT). | |elrutext='''μετάγω:'''<br /><b class="num">1)</b> (sc. στρατιάν) следовать с войском (μ. τινὰ κελεῦσαι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> переводить, переносить, перемещать (τινὰ εἰς ἕτερον τόπον Plut.): τὰς κρίσεις ἐπὶ τὰ ἔργα μ. Plut. претворять решения в дела;<br /><b class="num">3)</b> управлять, направлять (τὰ πλοῖα μετάγεται ὑπὸ πηδαλίου NT). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. άξω<br /><b class="num">I.</b> to [[convey]] from one [[place]] to [[another]]: metaph., τὴν ψυχὴν ἐς εὐφροσύνην Anth.<br /><b class="num">II.</b> intr. to go by [[another]] [[route]], [[change]] one's [[course]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 9 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], fut. -άξω D.S.20.3: pf.
A μεταγείοχα PRyl.67.5 (ii B. C.): —convey from one place to another, transfer, τινὰ εἰς Βαβυλῶνα LXX 1 Es.1.45, cf. Aristeas 12 (Pass.); τὴν ἐκκλησίαν εἰς Σικυῶνα Plb.5.1.9; τὸν πόλεμον εἰς τὴν Λιβύην D.S. l.c.; ναόν SIG587.6 (Peparethus, ii B. C.); τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς βουλῆς ἐπὶ τοὺς ἱππέας D.C.Fr.83.7; escort, τινα SIG588.51 (Milet., ii B. C.): Medic., divert, τὰ ῥεύματα Gal.17(1).965: metaph., τοὺς πολίτας εἰς σωφρονεστέραν βίου τάξιν μ. Plu.2.225f, cf. SIG704E 12 (Delph., ii B. C.), Epict.Ench.33.3; ψυχὴν ἐπ' εὐφροσύνην AP10.77 (Pall.); seduce, τινὰς ἐς τὸ ἁβροδίαιτον Hdn.3.8.5. 2 translate, εἰς ἑτέραν γλῶσσαν LXX Si.Prol. (Pass.). 3 derive a metaphor, ἀπό τινος Phld.Rh.1.179 S. 4 Pass., to be borrowed, μετῆκται ἀπὸ τῶν ἐν γεωμετρίᾳ τὸ ὄνομα Iamb. in Nic.p.58 P. II intr., go by a different route, change one's course, X.Cyr.7.4.8.
German (Pape)
[Seite 146] (s. ἄγω), 1) nach-, hinterherführen, sc. στρατόν, hinterhermarschiren, μετάγειν αὐτὸν ἐκέλευσεν, ᾗπερ ὁ 'Υστάσπης προῴχετο, Xen. Cyr. 7, 4, 8. – 2) von einem Orte weg nach einem andern hinführen, εἴς τινα τόπον, Pol. 24, 8, 4, vgl. 5, 1, 9, Sp., wie Hdn. 3, 8, 10; τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς βουλῆς ἐπὶ τοὺς ἱππέας, D. C. 37, 84.
Greek (Liddell-Scott)
μετάγω: [ᾰ]: μέλλ. -άξω, μεταφέρω ἀπό τινος τόπου εἰς ἄλλον, εἰς τόπον Πολύβ. 5. 1, 9, Διόδ. 20. 3, κτλ.· τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς βουλῆς ἐπὶ τοὺς ἱππέας Δίωνος Κ. Ἐκλογ. Peiresc. 88· μεταφ., μᾶλλον ἐπ’ εὐφροσύνην... ψυχὴν τερπομένην μετάγειν Ἀνθ. Π. 10. 77. II. κατὰ τὸ φαινόμ. ἀμεταβ., ὑπάγω δι’ ἄλλης ὁδοῦ, μεταβάλλω δρόμον, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 8.
French (Bailly abrégé)
f. μετάξω, ao.2 μετήγαγον, etc.
1 transporter, transférer;
2 faire la conduite à qqn en le suivant : στρατόν XÉN suivre une armée de près.
Étymologie: μετά, ἄγω.
English (Strong)
from μετά and ἁρμόζω; to lead over, i.e. transfer (direct): turn about.
English (Thayer)
present passive μετάγομαι; to transfer, lead over. (Polybius, Diodorus, others), hence, universally, to direct (A. V. to turn about): James 3:3f.
Greek Monolingual
(ΑM μετάγω)
μεταφέρω κάτι από έναν τόπο σε άλλο («πάντα τὸν πόλεμον μετάξειν εἰς τὴν Λιβύην», Διόδ.)
μσν.-αρχ.
1. μεταβιβάζω («πᾱσαν τὴν ἀρχὴν Ῥωμαίων εἰς ἐαυτὸν καὶ τοὺς παῑδας μεταγαγεῑν καὶ βεβαιώσασθαι ἠθέλησε», Ηρωδιαν.)
2. οδηγώ κάποιον από μια κατάσταση σε άλλη («τοὺς πολίτας εἰς σωφρονεστέραν βίου τάξιν μεταγαγών», Πλούτ.)
3. προσελκύω, παρασύρω σε κάτι, αποπλανώ
αρχ.
1. αποστρέφω, απομακρύνω κάτι
2. μεταφράζω, μεταγλωττίζω («καὶ ὅταν μεταχθῇ εἰς ἑτέραν γλῶσσαν», ΠΔ)
3. κάνω μεταφορά κατά τον λόγο
4. ακολουθώ με τον στρατό, πορεύομαι κατόπιν («μετάγειν αὐτὸν ἐκέλευσεν ἧπερ ὁ Ὑστάσπης προῴχετο», Ξεν.)
4. παθ. μετάγομαι
λαμβάνομαι ως φραστικὸς όρος από άλλη επιστήμη («μετῆκται ἀπὸ τῶν ἐν γεωμετρίᾳ τὸ ὄνομα», Ιάμβλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἄγω «οδηγώ, φέρω»].
Greek Monotonic
μετάγω: [ᾰ], μέλ. -άξω,
I. μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο· μεταφ., τὴν ψυχὴν ἐς εὐφροσύνην, σε Ανθ.
II. αμτβ., πηγαίνω από διαφορετικό δρόμο, αλλάζω τη διαδρομή μου, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μετάγω:
1) (sc. στρατιάν) следовать с войском (μ. τινὰ κελεῦσαι Xen.);
2) переводить, переносить, перемещать (τινὰ εἰς ἕτερον τόπον Plut.): τὰς κρίσεις ἐπὶ τὰ ἔργα μ. Plut. претворять решения в дела;
3) управлять, направлять (τὰ πλοῖα μετάγεται ὑπὸ πηδαλίου NT).
Middle Liddell
fut. άξω
I. to convey from one place to another: metaph., τὴν ψυχὴν ἐς εὐφροσύνην Anth.
II. intr. to go by another route, change one's course, Xen.