βοή: Difference between revisions

From LSJ

τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπάργανα → a mean origin, the cheap swaddling-cloth of his birth

Source
(1b)
(1a)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''βοή:''' дор. [[βοά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> крик, вопль (β. [[ὀρώρει]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> крик радости, шумное ликование: λέγειν τινὶ [[βοάν]] Arph. вызывать у кого-л. радостный крик;<br /><b class="num">3)</b> боевой клич ([[ἄσβεστος]] β. γένετο Hom.);<br /><b class="num">4)</b> шум боя: βοὴν [[ἀγαθός]] Hom. храбрый в бою;<br /><b class="num">5)</b> шум, гул, рев (κλαυθμοναὶ καὶ βοαί Plat.; θηρῶν Eur.);<br /><b class="num">6)</b> голос, звуки, пение (αὐλῶν Pind.; σάλπιγγος Aesch.; [[ὄρνις]] ἀπορροιβδεῖ βοάς Soph.: ὕμνων Arph.);<br /><b class="num">7)</b> крик о помощи, зов, призыв (βοῆς ἀΐοντες ἐφοίτων Hom.);<br /><b class="num">8)</b> вещее слово, прорицание (γυνὴ ἀείδουσ᾽ Ἓλλησι βοάς Eur.);<br /><b class="num">9)</b> слово, речь: [[ὅσον]] ἀπὸ βοῆς [[ἕνεκα]] Thuc. ([[ἕνεκεν]] Xen.) только на словах, т. е. для виду;<br /><b class="num">10)</b> Aesch. = [[βοήθεια]].
|elrutext='''βοή:''' дор. [[βοά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> крик, вопль (β. [[ὀρώρει]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> крик радости, шумное ликование: λέγειν τινὶ [[βοάν]] Arph. вызывать у кого-л. радостный крик;<br /><b class="num">3)</b> боевой клич ([[ἄσβεστος]] β. γένετο Hom.);<br /><b class="num">4)</b> шум боя: βοὴν [[ἀγαθός]] Hom. храбрый в бою;<br /><b class="num">5)</b> шум, гул, рев (κλαυθμοναὶ καὶ βοαί Plat.; θηρῶν Eur.);<br /><b class="num">6)</b> голос, звуки, пение (αὐλῶν Pind.; σάλπιγγος Aesch.; [[ὄρνις]] ἀπορροιβδεῖ βοάς Soph.: ὕμνων Arph.);<br /><b class="num">7)</b> крик о помощи, зов, призыв (βοῆς ἀΐοντες ἐφοίτων Hom.);<br /><b class="num">8)</b> вещее слово, прорицание (γυνὴ ἀείδουσ᾽ Ἓλλησι βοάς Eur.);<br /><b class="num">9)</b> слово, речь: [[ὅσον]] ἀπὸ βοῆς [[ἕνεκα]] Thuc. ([[ἕνεκεν]] Xen.) только на словах, т. е. для виду;<br /><b class="num">10)</b> Aesch. = [[βοήθεια]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> a [[loud]] cry, [[shout]], Hom., etc.:— a [[battle]]-cry, βοὴν [[ἀγαθός]] [[good]] at the [[battle]]-cry, Il.; βοᾶς μηδ' ὄνομ' [[ἔστω]] let [[there]] be not [[even]] the [[name]] of war, Theocr.:—also of the [[roar]] of the sea, Od.; of the [[sound]] of [[musical]] instruments, Il., Pind.; the cry of birds or beasts, Soph., Eur.;— [[ὅσον]] ἀπὸ βοῆς [[ἕνεκεν]] as far as [[sound]] went, only in [[appearance]], Thuc., Xen.<br /><b class="num">II.</b> = [[βοήθεια]], aid called for, [[succour]], Aesch., Soph.
}}
}}

Revision as of 20:33, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοή Medium diacritics: βοή Low diacritics: βοή Capitals: ΒΟΗ
Transliteration A: boḗ Transliteration B: boē Transliteration C: voi Beta Code: boh/

English (LSJ)

Dor. βοά, ἡ,

   A loud cry, shout, in Hom. mostly battle-cry, βοὴν ἀγαθός Il.2.408, al.; βοᾶς δ' ἔτι μηδ' ὄνομ' εἴη let there be not even the name of war, Thcoc.16.97; later of prayer, Ἑλληνικὸν νόμισμα θυστάδος β. A.Th.269; κακοφάτιδα β. cry of mourning, Id.Pers.936 (lyr.); β. καὶ οἶκτος And.1.48; κραυγὴ καὶ β. D.54.9; also, song of joy, ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ E.El.879(lyr.), cf. Pi.N.3.67, Ar.Ra.212; of oracles, ἀείδουσα . . βοὰς ἂς ἂν Ἀπόλλων κελαδήσῃ E.Ion 92 (lyr.); shout, murmur of a crowd, Pl.Lg.700c(pl.); θόρυβος καὶ β. Id.Ti.70e; of things, roar of the sea, Od.24.48; sound of musical instruments, αὐλοὶ φόρμιγγές τε βοὴν ἔχον Il.18.495, cf. Pi.O.3.8, P.10.39 (pl.); β. σάλπιγγος A.Th.394; cry of birds, S.Ant.1021; θηρίων β. E.Ba. 1085; βοὴν θωΰσσειν, ἀϋτεῖν, S.Aj.335, E.Hec.1092(lyr.); ἐφθέγξατο βοή τις Id.IT1386; βοάσομαι τὰν ὑπέρτονον βοάν Phryn.Com.46 (lyr.); βοὴν ἱστάναι Antiph.196.2; ὅσον καὶ ἀπὸ βοῆς ἕνεκα as far as sound went, only in appearance, Th.8.92, cf. X.HG2.4.31.    II = βοήθεια, aid called for, succour, A.Supp.730, Ag.1349.S.OC1057 (lyr.). (g[uglide]o[uglide]ā, cf. Skt. jō-guvē (intensive of gávatē) 'proclaim aloud'.)

German (Pape)

[Seite 451] ἡ, 1) das Geschrei, der Ruf, βοὴν βοᾶν Ar. Nub. 1138; ἀϋτεῖν Eur. Hec. 1092; κελαδεῖν Hel. 375; ἀνολολύζειν Troa. 999; θωΰσσειν Soph. Ai. 335; bes. bei Hom. Schlachtgeschrei, Schlachtgetümmel, βοὴν ἀγαθός, tüchtig zum lauten Schlachtruf, zur Schlacht selbst, Beiwort des Menelaus u. anderer Helden, βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος Iliad. 2, 408, βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης 5, 347, βοὴν ἀγαθὸς Αἴας 15, 249, βοὴν ἀγαθὸν Πολίτην 24, 250, Ἕκτωρ βοὴν ἀγαθός 13, 123; von einem Heere, Aesch. Spt. 88; u. übh. von verworrenem Geschrei, bes. der Klage, θόρυβος καὶ βοή Plat. Tim. 70 e; ἄμουσοι βοαὶ πλήθους Lgg. III. 700 c; κλαυμοναὶ καὶ βοαί VII, 792 a. Uebtr., von leblosen Dingen, vom Brausen des Meeres, vgl. Od. 24, 48; von Flöten, βοὰν ἔχειν, = βοᾶν, Iliad. 18, 495 ἐν δ' ἄρα τοῖσιν αὐλοὶ φόρμιγγές τε βοὴν ἔχον; αὐλῶν, καλάμοιο, λυρᾶν, Pind. Ol. 3, 8 N. 5, 38 P. 10, 39; Πιερίδων 1, 13; σάλπιγγος Aesch. Spt. 376; ξύναυλος ὕμνων βοά Ar. Ran. 212; ἐν Φρυγίαις βοαῖς Eur. Bacch. 159; ὄρνις ἀποῤῥοιβδεῖ βοάς Soph. Ant. 1021. Bei Eur. Ion. 92 von der Stimme Apollo's im Orakel. – 2) flehender Anruf, Gebet, Tragg., Aesch. Spt. 254 Ch. 497; Soph. El. 630; Eur. Phoen. 1050. – 3) = βοήθεια, herbeigerufene Hülfe, Aesch. Ag. 1322 Suppl. 711. – 4) ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκα Thuc. 8, 92; Xen. Hell. 2, 4, 31; ὅσον ἀπὸ βοῆς D. Cass. öfter, nur mit blindem Lärm, zum Schein.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
A. cri :
I. cri de l’homme et des animaux;
1 cri de l’homme (cri d’appel, de douleur, de joie, de guerre) : βοὴν ἀγαθός IL vaillant pour pousser le cri de guerre;
2 cri ou chant des oiseaux;
II. p. anal. son bruyant (d’un instrument), bruit de la trompette, son aigu de la flûte;
III. p. ext. toute parole sonore :
1 chant;
2 parole : ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκα (ou ἕνεκεν) THC, XÉN seulement pour parler, càd par feinte ou en apparence;
B. secours, cf. βοήθεια.
Étymologie: R. ΒοϜ, crier = lat. bovare, boare.

English (Autenrieth)

ῆς: shout, shouting, outcry; freq. of the battle-cry, βοὴν ἀγαθός, i. e. good at fighting; also of a call to the rescue, alarm, Od. 10.118, Od. 14.226, Od. 22.77; and of a cry of pain, Il. 6.465, Od. 24.48, Od. 9.401 ; βοὴν ἔχον (φόρμιγγες), ‘kept sounding.’ Il. 18.495.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): dór. βοά B.9.35, Pi.O.7.37
I de pers.
1 grito de guerra βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος Il.2.408, cf. Pi.l.c., Th.4.34, X.An.4.7.23, βοὰν ὤτρυνε λαῶν B.l.c., S.OC 1057, de dolor y miedo βοῆς ἀΐοντες Od.9.401, como expresión de alteración psíquica φυλασσέσθω ... βοὴν καὶ ὀξυθυμίην Hp.Int.1, cf. Epid.3.17.13, Gal.17(2).131, τὴν τῶν ἐγρηγορότων βοήν I.BI 4.306, de alegría λέγεις μοι χαράν, λέγεις μοι βοάν Ar.Pl.637
lamento, treno, Il.6.465, τίνα βοὴν ἵστης δόμοις; A.Ch.885, κακοφάτιδα βοάν A.Pers.936, cf. E.Hec.1092, And.Myst.48, D.54.20, Lyc.263, 1337, Numen.26.90
grito ritual en sacrificios y otras celebraciones religiosas νόμισμα θυστάδος βοῆς A.Th.269, ἀνέβη ἡ β. αὐτῶν πρὸς τὸν θεόν LXX Ex.2.23, cf. I.AI 8.339, Nonn.Par.Eu.Io.9.31, Meth.Symp.11 (p.133).
2 clamor, griterío β. δ' ἄσβεστος ὀρώρει Il.16.267, cf. Od.10.118, Pi.O.9.93, Hdt.8.37, E.IT 1386, βοαὶ πλήθους Pl.Lg.700c, cf. 791e, Ti.70e, μὴ ... θορύβου καὶ βοῆς ... ἐμπλήσητε τὸ δικαστήριον Isoc.15.272, κρίνουσι ... βοῇ καὶ οὐ ψήφῳ los lacedemonios, Th.1.87, cf. PSI 406.22 (III a.C.), Plb.14.5.12, Ep.Iac.5.4, Luc.Symp.17, Vett.Val.389.7.
3 pregón, proclama de heraldo, Pi.O.13.100.
4 aclamación βοὰ ... νικαφόρῳ ... πρέπει Pi.N.3.67, μετὰ ... βοῶν εἰσεδέχθη LXX 2Ma.4.22.
5 canto Πιερίδων Pi.P.1.13, cf. N.5.38, ἴτω ξύναυλος β. χαρᾷ E.El.879, cf. Ar.Ra.212, ἀείδουσ' Ἕλλησι βοάς la Pitia, E.Io 92, βοάσομαι ... τὰν ὑπέρτονον βοάν quizá ref. a un canto coral, Phryn.Com.48.
II de anim. bramido, rebuzno, graznido ἵνα οἱ ... ὄνοι βοὴν παρέχωνται Hdt.4.135, θηρῶν ... βοήν E.Ba.1085, οὐδ' ὄρνις εὐσήμους ἀπορροιβδεῖ βοάς S.Ant.1021.
III de inanimados
1 estruendo, ruido del mar β. δ' ἐπὶ πόντον ὀρώρει θεσπεσίη un estruendo prodigioso se alzó sobre el mar, Od.24.48, μοί τις ἐξήχησεν οὐρανοῦ β. Vett.Val.231.12.
2 sonido de distintos instrumentos musicales αὐλοὶ φόρμιγγές τε βοὴν ἔχον Il.18.495, cf. Pi.P.10.39, βοὰν αὐλῶν Pi.O.3.8, cf. B.9.68, βοὴν σάλπιγγος A.Th.394, cf. D.C.66.23.1.
IV fig.
1 ayuda, socorro εἰ βραδύνοιμεν βοῇ si nos retrasamos en la ayuda A.Supp.730, ἀστοῖσι κηρύσσειν βοήν A.A.1349.
2 fanfarronería, palabrería ὅσον καὶ ἀπὸ βοῆς ἕνεκα sólo por hablar e.d. de un modo fingido Th.8.92, cf. X.HG 2.4.31.
3 guerra βοᾶς δ' ἔτι μηδ' ὄνομ' εἴη y que de la guerra ya ni nombre quede Theoc.16.97.

• Etimología: Algunos lo rel. c. γοάω de *gou- c. deslabialización y rel c. ai. jóguve ‘proclamar’, lituan. gaudžiú, gaûsti ‘aullar’, aesl. govorŭ ‘ruido’. Tb. es posible origen imitativo.

English (Abbott-Smith)

βοή, -ῆς, ἡ, [in LXX for זְעָקָה, etc.;]
a cry: Ja 5:4.†

English (Strong)

from βοάω; a halloo, i.e. call (for aid, etc.): cry.

Greek Monolingual

και βουή, η (AM βοή, Α και βοά, δωρ. τ.)
1. δυνατή φωνή, δυνατός ήχος
2. κραυγή, ιδίως θρηνητική
3. συγκεχυμένος θόρυβος
4. υπόκωφος, βαρύς ήχος
5. ο ήχος των κυμάτων
νεοελλ.
1. βόμβος, βούισμα
2. δυσφήμηση
3. (σε κατάρα) ξαφνικό κακό
αρχ.
1. πολεμική κραυγή
2. ο πόλεμος
3. το κελάιδημα των πουλιών
4. οι φωνές των ζώων
5. ήχος μουσικού οργάνου
6. βοήθεια, συμπαράσταση
7. φρ. «ὅσον ἀπὸ βοῆς» — φαινομενικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρ' όλο που μορφολογικά θα δικαιολογούνταν η προέλευση του ρ. βοώ από το βοή, εν τούτοις η σύγκριση με τα σημασιολογικώς συγγενή γοώ, μυκώμαι οδηγεί στην υπόθεση ότι η βοή είναι μεταρρηματικό παράγωγο του βοώ, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από άλλο ρήμα. Επειδή εξάλλου το βοώ συνδέθηκε με αρχ. ινδ. επιτατικό jogure «εκφράζω δυνατά», λιθ. gaudži, gaŭsti «ουρλιάζω, ωρύομαι», αρχ. σλαβ. govorŭ «θόρυβος», τύπους με τους οποίους συνδέεται και το γοώ, τα δύο αυτά ρήματα συσχετίστηκαν αφού θεωρήθηκε ότι το γοώ προέρχεται από τύπο, ο οποίος έχει χάσει το χειλικό του στοιχείο και ο οποίος ανάγεται σε ινδοευρ. ρίζα gwou- (πρβλ. γογγύζω). Κατά την επικρατέστερη τέλος άποψη, το βοώ δημιουργήθηκε με βάση το ηχομιμητικό στοιχείο bu (πρβλ.βύας) και συνδέεται με το γοώ από μορφολογικής απόψεως. Το λατ. boō, boāre είναι δάνειο από την Ελληνική].

Greek Monotonic

βοή: Δωρ. βοά, ,
I. δυνατή κραυγή, αλαλαγμός, σε Όμηρ. κ.λπ.· ιαχή μάχης· βοὴν ἀγαθός, ικανός στην ιαχή του πολέμου, επίθ. των ηρώων, σε Ομήρ. Ιλ.· βοᾶς μηδ' ὄνομ' ἔστω, ας μην ακούγεται ούτε το όνομα του πολέμου, σε Θεόκρ.· επίσης λέγεται για τον παφλασμό της θάλασσας, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως χρησιμοποιείται και για τον ήχο των μουσικών οργάνων, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· λέγεται για το ξεφωνητό των πουλιών ή των τετραπόδων, σε Σοφ., Ευρ.· ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκεν, μέχρι το σημείο όπου έφτασε ο ήχος, μόνο φαινομενικά, εξ όψεως, σε Θουκ., Ξεν.
II. βοήθεια κατόπιν επίκλησης, αρωγή, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

βοή: дор. βοά
1) крик, вопль (β. ὀρώρει Hom.);
2) крик радости, шумное ликование: λέγειν τινὶ βοάν Arph. вызывать у кого-л. радостный крик;
3) боевой клич (ἄσβεστος β. γένετο Hom.);
4) шум боя: βοὴν ἀγαθός Hom. храбрый в бою;
5) шум, гул, рев (κλαυθμοναὶ καὶ βοαί Plat.; θηρῶν Eur.);
6) голос, звуки, пение (αὐλῶν Pind.; σάλπιγγος Aesch.; ὄρνις ἀπορροιβδεῖ βοάς Soph.: ὕμνων Arph.);
7) крик о помощи, зов, призыв (βοῆς ἀΐοντες ἐφοίτων Hom.);
8) вещее слово, прорицание (γυνὴ ἀείδουσ᾽ Ἓλλησι βοάς Eur.);
9) слово, речь: ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκα Thuc. (ἕνεκεν Xen.) только на словах, т. е. для виду;
10) Aesch. = βοήθεια.

Middle Liddell


I. a loud cry, shout, Hom., etc.:— a battle-cry, βοὴν ἀγαθός good at the battle-cry, Il.; βοᾶς μηδ' ὄνομ' ἔστω let there be not even the name of war, Theocr.:—also of the roar of the sea, Od.; of the sound of musical instruments, Il., Pind.; the cry of birds or beasts, Soph., Eur.;— ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκεν as far as sound went, only in appearance, Thuc., Xen.
II. = βοήθεια, aid called for, succour, Aesch., Soph.