συγκομίζω: Difference between revisions
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
(1b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συγκομίζω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> собирать (τὸν ἐκκεχυμένον [[οἶνον]] Her.): τῶν καρπῶν συγκεκομισμένων Her. после уборки плодов;<br /><b class="num">2)</b> свозить, доставлять (τὸν [[σῖτον]] ἐς τὴν ἀγορήν Her.);<br /><b class="num">3)</b> накапливать, нагромождать (κάλλιστον [[κτῆμα]] Xen.; τῇ μνήμῃ τι Luc.): συγκομίζεσθαί τι πρὸς ἑαυτόν Xen. накапливать что-л. для себя самого;<br /><b class="num">4)</b> доставать, получать, приобретать: ἐλαχίστοις δαπανήμασι συγκομίζεσθαι Diod. доставаться ценой ничтожных расходов;<br /><b class="num">5)</b> хоронить, погребать (τὸν [[νεκρόν]] Soph.; τὸν Στέφανον NT). | |elrutext='''συγκομίζω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> собирать (τὸν ἐκκεχυμένον [[οἶνον]] Her.): τῶν καρπῶν συγκεκομισμένων Her. после уборки плодов;<br /><b class="num">2)</b> свозить, доставлять (τὸν [[σῖτον]] ἐς τὴν ἀγορήν Her.);<br /><b class="num">3)</b> накапливать, нагромождать (κάλλιστον [[κτῆμα]] Xen.; τῇ μνήμῃ τι Luc.): συγκομίζεσθαί τι πρὸς ἑαυτόν Xen. накапливать что-л. для себя самого;<br /><b class="num">4)</b> доставать, получать, приобретать: ἐλαχίστοις δαπανήμασι συγκομίζεσθαι Diod. доставаться ценой ничтожных расходов;<br /><b class="num">5)</b> хоронить, погребать (τὸν [[νεκρόν]] Soph.; τὸν Στέφανον NT). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] -ιῶ<br /><b class="num">I.</b> to [[carry]] or [[bring]] [[together]], [[collect]], Hdt.:—Mid., with perf. [[pass]]., to [[bring]] [[together]] to [[oneself]], [[collect]], Hdt., Xen.; ς. πρὸς ἑαυτόν to [[claim]] as one's own, Xen.:—Pass. to be heaped [[together]], Hdt.; metaph., [[ταῦτα]] συγκομίζεται are gained [[both]] at [[once]], Soph.<br /><b class="num">2.</b> of the [[harvest]], to [[gather]] in, [[store]] up, [[house]] it, in Act. and Mid., Xen.:—Pass., of the [[harvest]], ὀργᾷ συγκομίζεσθαι it is [[ripe]] for [[carrying]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to [[help]] in burying, Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:15, 10 January 2019
English (LSJ)
A carry or bring together, collect, Hdt.1.21, 2.121.δ', 9.80, Th.7.85:—Med., Hdt.2.94; bring together to oneself, collect round one, ἰατροὺς ἀρίστους πρὸς αὑτόν X.Cyr. 8.2.24; συγκεκόμισθε κάλλιστον κτῆμα εἰς τὰς ψυχάς you have stored up in your souls, ib.1.5.12; ὀλίγα τῇ μνήμῃ Luc.Nigr.10; σ. πρὸς ἐμαυτόν concentrate in myself, X.Cyr.4.3.17:—Pass., ἐκέατο ἁλέες συγκεκομισμένοι heaped together, Hdt.8.25: metaph., ἐνταῦθα γάρ μοι κεῖνα συγκομίζεται are gained both at once, S.OC585. 2 of the harvest, gather in, X.Mem.2.8.3, D.S.5.68, etc.: freq. in Med., X. An.6.6.37, etc.:—Pass., of the harvest, ὀργᾷ συγκομίζεσθαι it is ripe for carrying, Hdt.4.199, cf. PCair.Zen.225.9 (iii B.C.), PRev.Laws 43.5 (iii B.C.); ἐλαχίστοις πόνοις συγκομίζεται is got in . ., D.S.1.36. II help in burying or cremating, τόνδε τὸν νεκρὸν . . μὴ συγκομίζειν S.Aj.1048; ἔφθη τὸ σῶμα συγκομισθέν the body was already cremated, Plu.Sull.38, cf. Ages.19.
German (Pape)
[Seite 969] 1) mit. od. zugleich zusammentragen, zusammenbringen, einerndten. – Pass., τουτέων συγκεκομισμένων καρπῶν, Her. 4, 199; vgl. Xen. Mem. 2. 8, 3. ὀπώρας συγκομιζομένης, Plut. Thes. 23. – Med. für sich eintragen, sammeln, Her. 2, 94, Xen. An. 6, 4, 37; erlangen, sich aneignen, εἰς τὴν ψυχὴν συγκομίζεσθαι, Cyr. 1, 5, 13, vgl. 4, 3, 18; συγκεκομισμένος, τῇ μνήμῃ ὀλίγα, Luc. Nigr. 10. – Auch ἰατρούς, zu sich kommen lassen, Xen. Cyr. 8, 2, 24. – 2) zusammen bestatten, σὲ φωνῶ τόνδε τὸν νεκρὸν χεροῖν μὴ συγκομίζειν, Soph. Ai. 1027, τὸ σῶμα συγκομισθέν, Plut. Sull. 38.
Greek (Liddell-Scott)
συγκομίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, κομίζω εἰς τὸ αὐτὸ μέρος, συνάγω, συλλέγω, συναθροίζω, Ἡρόδ. 1. 21., 2. 121, 4., 9. 80. ― Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ., φέρω ὁμοῦ πρὸς ἐμαυτόν, συλλέγω, συνάγω περὶ ἐμαυτόν, ἰατροὺς ἀρίστους πρὸς αὑτὸν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 24· συγκεκόμισθε κάλλιστον κτῆμα εἰς τὰς ψυχάς, ἔχετε ἀποθησαυρίσῃ εἰς τὰς ψυχάς σας, αὐτόθι 1. 5, 12· ὀλίγα τῇ μνήμῃ Λουκ. Νιγρῖν. 10· σ. πρὸς ἐμαυτόν, οἰκειοῦμαι ὡς ἰδικόν μου, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 17. Παθ., ἐκέατο ἁλέες συγκεκομισμένοι, σεσωρευμένοι ὁμοῦ, Ἡρόδ. 8. 25· μεταφ., ἐνταῦθα γάρ μοι κεῖνα συγκομίζεται, διότι ἐνταῦθα (δηλ. ἐν τῷ θάπτεσθαι) συγκεφαλαιοῦνται ἐκεῖνα (δηλ. τὰ ἐν μέσῳ), Σοφ. Ο. Κ. 585. 2) ἐπὶ τοῦ ἐκ τοῦ θερισμοῦ καρποῦ, συνάγω τὸν καρπόν, βάλλω αὐτὸν εἰς τὴν ἀποθήκην, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 3. κτλ.· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνάβ. 4. 6, 37, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 94. ― Παθ., ἐπὶ τοῦ καρποῦ πρὶν θερισθῇ, ὀργᾷ συγκομίζεσθαι, εἶναι ὥριμος πρὸς συγκομιδήν, ὁ αὐτ. 4. 199· ἐλαχίστοις πόνοις συγκομίζεται Διόδ. 1. 36· πρβλ. συγκομιδή. ΙΙ. κομίζω, σηκώνω πρὸς ταφήν, τόνδε τὸν νεκρὸν χεροῖν μή συγκομίζειν ἀλλ’ ἐᾶν ὅπως ἔχει Σοφ. Αἴ. 1048· ἔφθη τὸ σῶμα συγκομισθέν, ἡ ταφὴ τοῦ σώματος συνετελέσθη, Πλουτ. Σύλλ. 38.
French (Bailly abrégé)
f. συγκομίσω, att. συγκομιῶ, ao. συνεκόμισα;
Pass. pf. συγκεκόμισμαι;
1 porter ou amener ensemble ; particul. ramasser, recueillir, récolter;
2 amasser, gagner;
3 porter en terre, inhumer;
Moy. συγκομίζομαι;
1 mener avec soi;
2 récolter, recueillir pour soi ; fig. recueillir : εἰς τὴν ψυχήν XÉN dans son âme ; τῇ μνήμῃ LUC dans son souvenir.
Étymologie: σύν, κομίζω.
English (Strong)
from σύν and κομίζω; to convey together, i.e. collect or bear away in company with others: carry.
English (Thayer)
1st aorist 3rd person plural συνεκόμισαν;
1. to carry or bring together, to collect (see σύν, II:2); to house crops, gather into granaries: Herodotus, Xenophon, Diodorus, Plutarch, others; to carry with others, help in carrying out, the dead to be burned or buried (Sophocles Aj. 1048; Plutarch, Sull. 38); to bury: Acts 8:2.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. συλλέγω κάτι, ιδίως καρπούς, και το μεταφέρω σε κάποιον τόπο, συναθροίζω («τοῡτον [τὸν σῑτον] πάντα συγκομίσας ἐς τὴν ἀγορήν», Ηρόδ.)
2. (σχετικά με τους καρπούς και μετά από την εποχή του θερισμού) συγκεντρώνω σε αποθήκες, αποθηκεύω, σοδιάζω
3. (το ενεργ. και, στην αρχ., το μέσ.) συγκομίζομαι
μτφ. αποθησαυρίζω, συσσωρεύω («συγκομίζω κέρδη»)
αρχ.
1. κομίζω, φέρνω μαζί («συνεκομίσαμεν τὰ παιδάριά σου», πάπ.)
2. σηκώνω μαζί με άλλον ή με άλλους νεκρό για ταφή ή για καύση
3. μέσ. α) ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι
β) φέρνω προς τον εαυτό μου, παίρνω μαζί μου («συνεκομίσατο πρὸς αὑτὸν καὶ ὁπόσα... ὄργανα χρήσιμα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κομίζω «φέρω, χορηγώ»].
Greek Monotonic
συγκομίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ,
I. 1. μεταφέρω ή φέρνω στο ίδιο σημείο, μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω, σε Ηρόδ.· Μέσ., με Παθ. παρακ., φέρνω μαζί μου, συνάγω, συλλέγω, στον ίδ., σε Ξεν. — Παθ. συσσωρεύομαι από κοινού, σε Ηρόδ.· μεταφ., ταῦτα συγκομίζεται, κερδίζοντα, αποκτώνται ταυτοχρόνως και τα δύο, σε Σοφ.
2. λέγεται για τη σοδειά, συγκεντρώνω, συλλέγω, αποθηκεύω, τοποθετώ σε σκεπασμένο χώρο, σε Ενεργ. και Μέσ., σε Ξεν. — Παθ., λέγεται για τη σοδειά, ὀργᾷ συγκομίζεσθαι, είναι ώριμη για να σοδιαστεί, μαζευτεί, σε Ηρόδ.
II. βοηθώ στον ενταφιασμό, κηδεύω, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κομίζω, Att. ook ξυγκομίζω bijeenbrengen, verzamelen, binnenbrengen, binnenhalen, met acc., m. n. van de oogst: pass..; ὀργᾷ συγκομίζεσθαι (de vruchten) zijn rijp om binnengebracht te worden Hdt. 4.199; ook med..; ἰατροὺς ἀρίστους πρὸς αὑτὸν σ. de beste dokters bij zich bijeenbrengen Xen. Cyr. 4.3.17; overdr.. ταῦτα … συγκομίζομαι πρὸς ἐμαυτόν al die eigenschappen verenig ik in mijzelf Xen. Cyr. 4.3.17; σ. τῇ μνήμῃ opslaan in het geheugen Luc. 8.10. helpen begraven; begraven. Plut.
Russian (Dvoretsky)
συγκομίζω: тж. med.
1) собирать (τὸν ἐκκεχυμένον οἶνον Her.): τῶν καρπῶν συγκεκομισμένων Her. после уборки плодов;
2) свозить, доставлять (τὸν σῖτον ἐς τὴν ἀγορήν Her.);
3) накапливать, нагромождать (κάλλιστον κτῆμα Xen.; τῇ μνήμῃ τι Luc.): συγκομίζεσθαί τι πρὸς ἑαυτόν Xen. накапливать что-л. для себя самого;
4) доставать, получать, приобретать: ἐλαχίστοις δαπανήμασι συγκομίζεσθαι Diod. доставаться ценой ничтожных расходов;
5) хоронить, погребать (τὸν νεκρόν Soph.; τὸν Στέφανον NT).
Middle Liddell
fut. attic -ιῶ
I. to carry or bring together, collect, Hdt.:—Mid., with perf. pass., to bring together to oneself, collect, Hdt., Xen.; ς. πρὸς ἑαυτόν to claim as one's own, Xen.:—Pass. to be heaped together, Hdt.; metaph., ταῦτα συγκομίζεται are gained both at once, Soph.
2. of the harvest, to gather in, store up, house it, in Act. and Mid., Xen.:—Pass., of the harvest, ὀργᾷ συγκομίζεσθαι it is ripe for carrying, Hdt.
II. to help in burying, Soph.