συμμερίζω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συμ-μερίζω deelnemen (aan), met dat. | |elnltext=συμ-μερίζω deelnemen (aan), met dat. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[distribute]] in shares: Mid. to [[take]] [[share]] in or with, c. dat., NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 10 January 2019
English (LSJ)
A distribute in shares, in Med., πολύπουν κυσί D.L.6.77; parcel out, Judeich Altertümer von Hierapolis 336.11:—Pass., τὸ πλῆθος ἦν ἑκατέροις -όμενον ταῖς γνώμαις D.S.37.2.12. 2 Med., take share in or with, κλέπτῃ v.l.in LXX Pr.29.24; τῷ θυσιαστηρίῳ 1 Ep.Cor.9.13: so in fut. Act. συμμεριοῦσι (v.l. -μετριοῦσι) Vett.Val.264.20. 3 Pass., to be divided together with, c. dat., Procl.Inst.190, Dam.Pr. 271.
German (Pape)
[Seite 981] mittheilen, pass. mit Einem Antheil bekommen, Antheil haben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμμερίζω: διαμοιράζω, μερίζω εἰς μέρη, τισί τι Βυζ.· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Διογ. Λ. 6. 77, Συλλ. Ἐπιγρ 3916. 11, κτλ. ― ἀλλὰ 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, λαμβάνω μέρος μετά τινος, συμμετέχω, ἑκατέραις ταῖς γνώμαις Διοδ. Ἐκλογ. 540. 96· τῷ θυσιαστηρίῳ Α΄, Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 13. 3) Παθ., διατίθεμαι κατ’ ἀναλογίαν, διανέμομαι ἀναλόγως, εἰς ἀπόλαυσιν τῶν καλῶν συνεμερίσθη αὐτῷ χρόνος Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5.
French (Bailly abrégé)
donner une part proportionnelle, τινί τι de qch à qqn;
Moy. συμμερίζομαι;
1 m. sign.
2 prendre sa part de, participer à, τινι.
Étymologie: σύν, μερίζω.
English (Thayer)
(WH συνμερίζω (cf. σύν, II. at the end)): to divide at the same time, divide together; to assign a portion; middle present 3rd person plural συμμερίζονται: τίνι, to divide together with one (so that a part comes to me, a part to him) (R. V. have their portion with), Diodorus Siculus, Dionysius Halicarnassus, (Diogenes Laërtius)
Greek Monotonic
συμμερίζω: μέλ. —σω, διανέμω σε μερίδια, διαμοιράζω — Μέσ., λαμβάνω μερίδιο σε ή από κάτι, με δοτ., σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-μερίζω deelnemen (aan), met dat.
Middle Liddell
fut. σω
to distribute in shares: Mid. to take share in or with, c. dat., NTest.