ἰδιωτεία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=idioteia
|Transliteration C=idioteia
|Beta Code=i)diwtei/a
|Beta Code=i)diwtei/a
|Definition=[<b class="b3">ῐδ], ἡ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[private station]], opp. [[τυραννίς]], <span class="bibl">X.<span class="title">Hier.</span>8.1</span>; opp. [[βασιλεία]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>696a</span>: pl., opp. [[ἀρχαί]], <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>618d</span>; <b class="b3">ἐν ἰ</b>., opp. <b class="b3">ἐν φιλοσοφίᾳ</b>, Phld.<span class="title">Rh.</span>2.277 S. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[uncouthness]], [[want of education]], <span class="bibl">Luc. <span class="title">Hist.Conscr.</span>27</span>, <span class="bibl"><span class="title">Abd.</span>7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> [[defenceless condition]], τῆς ἰ. ἡμῶν καταφρονοῦντες <span class="title">SIG</span>888.65 (Scaptopara, iii A.D.).</span>
|Definition=[<b class="b3">ῐδ], ἡ</b>, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[private station]], opp. [[τυραννίς]], <span class="bibl">X.<span class="title">Hier.</span>8.1</span>; opp. [[βασιλεία]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>696a</span>: pl., opp. [[ἀρχαί]], <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>618d</span>; <b class="b3">ἐν ἰ</b>., opp. <b class="b3">ἐν φιλοσοφίᾳ</b>, Phld.<span class="title">Rh.</span>2.277 S. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[uncouthness]], [[want of education]], <span class="bibl">Luc. <span class="title">Hist.Conscr.</span>27</span>, <span class="bibl"><span class="title">Abd.</span>7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> [[defenceless condition]], τῆς ἰ. ἡμῶν καταφρονοῦντες <span class="title">SIG</span>888.65 (Scaptopara, iii A.D.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 23:20, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐωτεία Medium diacritics: ἰδιωτεία Low diacritics: ιδιωτεία Capitals: ΙΔΙΩΤΕΙΑ
Transliteration A: idiōteía Transliteration B: idiōteia Transliteration C: idioteia Beta Code: i)diwtei/a

English (LSJ)

[ῐδ], ἡ,    A private station, opp. τυραννίς, X.Hier.8.1; opp. βασιλεία, Pl.Lg.696a: pl., opp. ἀρχαί, Id.R.618d; ἐν ἰ., opp. ἐν φιλοσοφίᾳ, Phld.Rh.2.277 S.    II uncouthness, want of education, Luc. Hist.Conscr.27, Abd.7.    III defenceless condition, τῆς ἰ. ἡμῶν καταφρονοῦντες SIG888.65 (Scaptopara, iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1237] ἡ, das Leben eines Privatmannes, Ggstz βασιλεία, Plat. Legg. III, 696 a, ἀρχαί, Rep. X, 618 d. – Unwissenheit, Mangel an Bildung, καὶ ἀπειροκαλία Luc. hist. scrib. 27 abdic. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιωτεία: ἡ, ἰδιωτικὸς βίος ἢ ἐνασχόλησις, Ξεν. Ἱέρ. 8, 1· ἀντίθετον τῷ βασιλείᾳ, Πλάτ. Νόμ. 696Α· ἐν τῷ πληθ., ἀντίθετον τῷ ἀρχαί, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 618D. ΙΙ. σκαιότης, φορτικότης, ἔλλειψις ἀνατροφῆς, ἀπειροκαλία, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, Ἀποκηρυττ. 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 vie d’un simple particulier, vie privée;
2 manque d’éducation, ignorance.
Étymologie: ἰδιώτης.

Greek Monolingual

η (Α ἰδιωτεία)
νεοελλ.
ιατρ. ακραίος βαθμός διανοητικής ανεπάρκειας ή καθυστέρησης τέτοιος ώστε το άτομο που τήν παρουσιάζει δεν μπορεί να μάθει να τρώει ή να ντύνεται, να συνομιλεί ή να ελέγχει τις απεκκρίσεις του
αρχ.
1. ιδιωτικός βίος
2. αδεξιότητα, έλλειψη ανατροφής («ὑπὸ δὲ ἰδιωτείας καὶ ἀπειροκαλίας καὶ ἀγνοίας... τὰ μικρότατα., φιλοπόνως ἑρμηνεύουσιν», Λουκιαν.)
3. έλλειψη ισχύος, αδυναμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιώτης. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. γαλλ. idiotie < λατ. idiota < ιδιώτης)].

Greek Monotonic

ἰδιωτεία: ἡ,
I. ιδιωτική ζωή ή ενασχόληση, σε Ξεν., Πλάτ.
II. σκαιότητα, φορτικότητα, έλλειψη ανατροφής, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιωτεία:
1) частная жизнь (τὸ ἄρχειν καὶ ἡ ἰ. Xen.; καὶ βασιλείᾳ καὶ ἰδιωτείᾳ Plat.): καὶ ἰδιωτεῖαι καὶ ἀρχαί Plat. частная ли жизнь, или жизнь государственного мужа;
2) невежественность, необразованность (ἰ. καὶ ἀπειροκαλία Luc.).

Middle Liddell

ἰδιωτεία, ἡ,
I. private life or business, Xen., Plat.
II. uncouthness, want of education, Luc. [from ἰδιώτης