δοκώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM δοκῶ, -έω)<br />Ι. [[δοκώ]] <b>αρχ.-μσν.</b> και «δοκεῑ μοι» — [[νομίζω]], [[θαρρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<i>ε</i>)<i>δοκήθηκα</i><br />αντιλήφθηκα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>απρόσ.</b> «δοκεῑ μοι» — μού φαίνεται [[ορθό]]<br /><b>2.</b> (προσωπικό με δοτ.) [[φαίνομαι]] («[[μάλα]] μοι δοκέει πεπνυμένος [[εἶναι]]», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) θεωρούμαι, νομίζομαι, υπάρχει η [[γνώμη]] για μένα («δόξαντι χρήμασι πεισθῆναι τὴν ἀναχώρησιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> θεωρούμαι πως έχω κάποια [[αξία]] («[[κηρύσσω]] ἐν τοῑς ἔθνεσι, κατ' ἰδίαν δὲ τοῑς δοκοῡσι», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]], [[υποθέτω]], [[φαντάζομαι]]<br /><b>2.</b> (για όνειρο ή [[φαντασία]] σε παρωχημένο [[συνήθως]] χρόνο) [[βλέπω]], [[θωρώ]]<br /><b>3.</b> έχω σκοπό, [[προτίθεμαι]] να [[κάνω]]<br /><b>4.</b> <b>(απολ.)</b> έχω ή [[σχηματίζω]] [[γνώμη]], [[ιδέα]] για [[κάτι]]<br /><b>5.</b> (συν. σε παρενθετικές φράσεις) [[νομίζω]], [[πιστεύω]] (α. «τῷ μὲν γὰρ πατρί, δοκῶ, Πυριλάμπης [[ὄνομα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br />β. «πῶς δοκεῑς;» παρενθετική [[φράση]] για να προκαλέσει [[προσοχή]]<br /><b>6.</b> «δοκῶ μοι» <br />α) [[κατά]] την [[κρίση]] μου, φαίνεται<br />β) [[είμαι]] αποφασισμένος<br /><b>7.</b> [[φαίνομαι]], [[προσποιούμαι]] ότι [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>8.</b> (για [[ενέργεια]] ή [[επίδραση]] αντικειμένου στο [[πνεύμα]]) α) [[φαίνομαι]]<br />β) (με απρμφ. μέλλ.) [[φαίνομαι]] [[πιθανός]], [[φαίνομαι]] ή θεωρούμαι ότι έχω πράξει<br /><b>9.</b> <b>(απολ.)</b> [[φαίνομαι]] σε [[αντίθεση]] με την [[πραγματικότητα]] («οὐ δοκεῑν [[ἄριστος]], ἀλλ' [[εἶναι]] θέλει», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>10.</b> μού φαίνεται καλό, [[αποφασίζω]]<br /><b>11.</b> <b>απρόσ.</b> (για [[κοινή]] [[απόφαση]], [[ψήφισμα]] <b>κ.λπ.</b>) [[αποφασίζω]]<br />(«ἔδοξε τῇ βουλῆ καὶ τῷ δήμῳ)<br /><b>12.</b> (με αιτ. απολ.) <i>δόξαν</i><br />[[αφού]] αποφασίστηκε, φάνηκε καλό<br /><b>13.</b> (για [[κατηγορούμενο]]) αποδεικνύομαι ότι<br /><b>14.</b> [[είμαι]] αναγνωρισμένος, [[παραδεκτός]]<br /><b>15.</b> [[συχνά]] οι σημασίες [[νομίζω]] και [[φαίνομαι]] αντιπαραβάλλονται («τὸ δοκοῡν ἑκάστῳ τοῦτο καὶ [[εἶναι]] τῷ δοκοῡντι» — αυτό που φαίνεται στον καθένα αυτό και υπάρχει γι' αυτόν που το νομίζει, <b>Πλάτ.</b>)<br />II. (η μτχ. ενεστ. ουδ.) το [[δοκούν]] (AM δοκοῡν)<br /><b>φρ.</b> «κατὰ τὸ δοκοῡν»<br /><b>1.</b> όπως αρέσει σε κάποιον, όπως του φαίνεται σωστό<br /><b>2.</b> αυθαίρετα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[δοκώ]], όπως εξάλλου και τα [[δοκάζω]], [[δοκεύω]], σχηματίστηκε από το θ. του [[δέχομαι]] / [[δέκομαι]] και ταυτίζεται μορφολογικά με το λατ. <i>doceo</i> «[[διδάσκω]], [[εκπαιδεύω]]». Το ρ. [[δοκώ]] «[[θεωρώ]], [[πιστεύω]]» [[αλλά]] και «θεωρούμαι, νομίζομαι» που αναφέρεται στις έννοιες της σκέψεως, της γνώμης ή της κρίσεως μπορεί να αναχθεί σε μια πρωταρχική, γενική [[ιδέα]], η οποία εμφανίζεται [[εξίσου]] στα [[δέχομαι]] / [[δέκομαι]], λατ. <i>decet</i> κ.λπ. Είναι η [[έννοια]] της τηρήσεως της απόλυτης ταυτίσεως ή της αναλογίας [[προς]] αυτό που [[πρέπει]], που αρμόζει.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δόκιμος]], [[δόξα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δοκή]], [[δόκημα]], [[δόκησις]], [[δοκώ]].<br /><b>(II)</b><br />δοκῶ (-όω) (Α) [[δοκός]]<br />[[στεγάζω]] με δοκάρια.<br /><b>(III)</b><br />[[δοκώ]], η (Α)<br />[[δόκησις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[δόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[δοκώ]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM δοκῶ, -έω)<br />Ι. [[δοκώ]] <b>αρχ.-μσν.</b> και «δοκεῑ μοι» — [[νομίζω]], [[θαρρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<i>ε</i>)<i>δοκήθηκα</i><br />αντιλήφθηκα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>απρόσ.</b> «δοκεῑ μοι» — μού φαίνεται [[ορθό]]<br /><b>2.</b> (προσωπικό με δοτ.) [[φαίνομαι]] («[[μάλα]] μοι δοκέει πεπνυμένος [[εἶναι]]», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) θεωρούμαι, νομίζομαι, υπάρχει η [[γνώμη]] για μένα («δόξαντι χρήμασι πεισθῆναι τὴν ἀναχώρησιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> θεωρούμαι πως έχω κάποια [[αξία]] («[[κηρύσσω]] ἐν τοῖς ἔθνεσι, κατ' ἰδίαν δὲ τοῖς δοκοῡσι», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]], [[υποθέτω]], [[φαντάζομαι]]<br /><b>2.</b> (για όνειρο ή [[φαντασία]] σε παρωχημένο [[συνήθως]] χρόνο) [[βλέπω]], [[θωρώ]]<br /><b>3.</b> έχω σκοπό, [[προτίθεμαι]] να [[κάνω]]<br /><b>4.</b> <b>(απολ.)</b> έχω ή [[σχηματίζω]] [[γνώμη]], [[ιδέα]] για [[κάτι]]<br /><b>5.</b> (συν. σε παρενθετικές φράσεις) [[νομίζω]], [[πιστεύω]] (α. «τῷ μὲν γὰρ πατρί, δοκῶ, Πυριλάμπης [[ὄνομα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br />β. «πῶς δοκεῑς;» παρενθετική [[φράση]] για να προκαλέσει [[προσοχή]]<br /><b>6.</b> «δοκῶ μοι» <br />α) [[κατά]] την [[κρίση]] μου, φαίνεται<br />β) [[είμαι]] αποφασισμένος<br /><b>7.</b> [[φαίνομαι]], [[προσποιούμαι]] ότι [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>8.</b> (για [[ενέργεια]] ή [[επίδραση]] αντικειμένου στο [[πνεύμα]]) α) [[φαίνομαι]]<br />β) (με απρμφ. μέλλ.) [[φαίνομαι]] [[πιθανός]], [[φαίνομαι]] ή θεωρούμαι ότι έχω πράξει<br /><b>9.</b> <b>(απολ.)</b> [[φαίνομαι]] σε [[αντίθεση]] με την [[πραγματικότητα]] («οὐ δοκεῑν [[ἄριστος]], ἀλλ' [[εἶναι]] θέλει», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>10.</b> μού φαίνεται καλό, [[αποφασίζω]]<br /><b>11.</b> <b>απρόσ.</b> (για [[κοινή]] [[απόφαση]], [[ψήφισμα]] <b>κ.λπ.</b>) [[αποφασίζω]]<br />(«ἔδοξε τῇ βουλῆ καὶ τῷ δήμῳ)<br /><b>12.</b> (με αιτ. απολ.) <i>δόξαν</i><br />[[αφού]] αποφασίστηκε, φάνηκε καλό<br /><b>13.</b> (για [[κατηγορούμενο]]) αποδεικνύομαι ότι<br /><b>14.</b> [[είμαι]] αναγνωρισμένος, [[παραδεκτός]]<br /><b>15.</b> [[συχνά]] οι σημασίες [[νομίζω]] και [[φαίνομαι]] αντιπαραβάλλονται («τὸ δοκοῡν ἑκάστῳ τοῦτο καὶ [[εἶναι]] τῷ δοκοῡντι» — αυτό που φαίνεται στον καθένα αυτό και υπάρχει γι' αυτόν που το νομίζει, <b>Πλάτ.</b>)<br />II. (η μτχ. ενεστ. ουδ.) το [[δοκούν]] (AM δοκοῡν)<br /><b>φρ.</b> «κατὰ τὸ δοκοῡν»<br /><b>1.</b> όπως αρέσει σε κάποιον, όπως του φαίνεται σωστό<br /><b>2.</b> αυθαίρετα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[δοκώ]], όπως εξάλλου και τα [[δοκάζω]], [[δοκεύω]], σχηματίστηκε από το θ. του [[δέχομαι]] / [[δέκομαι]] και ταυτίζεται μορφολογικά με το λατ. <i>doceo</i> «[[διδάσκω]], [[εκπαιδεύω]]». Το ρ. [[δοκώ]] «[[θεωρώ]], [[πιστεύω]]» [[αλλά]] και «θεωρούμαι, νομίζομαι» που αναφέρεται στις έννοιες της σκέψεως, της γνώμης ή της κρίσεως μπορεί να αναχθεί σε μια πρωταρχική, γενική [[ιδέα]], η οποία εμφανίζεται [[εξίσου]] στα [[δέχομαι]] / [[δέκομαι]], λατ. <i>decet</i> κ.λπ. Είναι η [[έννοια]] της τηρήσεως της απόλυτης ταυτίσεως ή της αναλογίας [[προς]] αυτό που [[πρέπει]], που αρμόζει.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δόκιμος]], [[δόξα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δοκή]], [[δόκημα]], [[δόκησις]], [[δοκώ]].<br /><b>(II)</b><br />δοκῶ (-όω) (Α) [[δοκός]]<br />[[στεγάζω]] με δοκάρια.<br /><b>(III)</b><br />[[δοκώ]], η (Α)<br />[[δόκησις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[δόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[δοκώ]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:57, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοκώ Medium diacritics: δοκώ Low diacritics: δοκώ Capitals: ΔΟΚΩ
Transliteration A: dokṓ Transliteration B: dokō Transliteration C: doko Beta Code: dokw/

English (LSJ)

όος, contr. οῦς, ἡ, A = δόκησις, E.El.747.

German (Pape)

[Seite 654] οῦς, ἡ, = δόκος; κενή Eur. El. 747.

Greek (Liddell-Scott)

δοκώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, = δόκησις, μόνον ἐν Εὐρ. Ἠλ. 747.

Spanish (DGE)

-οῦς, ἡ opinión δ. κενὴ ὑπῆλθέ μ' E.El.747.

Greek Monolingual

(I)
(AM δοκῶ, -έω)
Ι. δοκώ αρχ.-μσν. και «δοκεῑ μοι» — νομίζω, θαρρώ
νεοελλ.
(ε)δοκήθηκα
αντιλήφθηκα
αρχ.-μσν.
1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» — μού φαίνεται ορθό
2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαιμάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.)
3. (για πρόσ.) θεωρούμαι, νομίζομαι, υπάρχει η γνώμη για μένα («δόξαντι χρήμασι πεισθῆναι τὴν ἀναχώρησιν», Θουκ.)
4. θεωρούμαι πως έχω κάποια αξίακηρύσσω ἐν τοῖς ἔθνεσι, κατ' ἰδίαν δὲ τοῖς δοκοῡσι», ΚΔ)
αρχ.
1. σκέπτομαι, υποθέτω, φαντάζομαι
2. (για όνειρο ή φαντασία σε παρωχημένο συνήθως χρόνο) βλέπω, θωρώ
3. έχω σκοπό, προτίθεμαι να κάνω
4. (απολ.) έχω ή σχηματίζω γνώμη, ιδέα για κάτι
5. (συν. σε παρενθετικές φράσεις) νομίζω, πιστεύω (α. «τῷ μὲν γὰρ πατρί, δοκῶ, Πυριλάμπης ὄνομα», Πλούτ.)
β. «πῶς δοκεῑς;» παρενθετική φράση για να προκαλέσει προσοχή
6. «δοκῶ μοι»
α) κατά την κρίση μου, φαίνεται
β) είμαι αποφασισμένος
7. φαίνομαι, προσποιούμαι ότι κάνω κάτι
8. (για ενέργεια ή επίδραση αντικειμένου στο πνεύμα) α) φαίνομαι
β) (με απρμφ. μέλλ.) φαίνομαι πιθανός, φαίνομαι ή θεωρούμαι ότι έχω πράξει
9. (απολ.) φαίνομαι σε αντίθεση με την πραγματικότητα («οὐ δοκεῑν ἄριστος, ἀλλ' εἶναι θέλει», Αισχ.)
10. μού φαίνεται καλό, αποφασίζω
11. απρόσ. (για κοινή απόφαση, ψήφισμα κ.λπ.) αποφασίζω
(«ἔδοξε τῇ βουλῆ καὶ τῷ δήμῳ)
12. (με αιτ. απολ.) δόξαν
αφού αποφασίστηκε, φάνηκε καλό
13. (για κατηγορούμενο) αποδεικνύομαι ότι
14. είμαι αναγνωρισμένος, παραδεκτός
15. συχνά οι σημασίες νομίζω και φαίνομαι αντιπαραβάλλονται («τὸ δοκοῡν ἑκάστῳ τοῦτο καὶ εἶναι τῷ δοκοῡντι» — αυτό που φαίνεται στον καθένα αυτό και υπάρχει γι' αυτόν που το νομίζει, Πλάτ.)
II. (η μτχ. ενεστ. ουδ.) το δοκούν (AM δοκοῡν)
φρ. «κατὰ τὸ δοκοῡν»
1. όπως αρέσει σε κάποιον, όπως του φαίνεται σωστό
2. αυθαίρετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το δοκώ, όπως εξάλλου και τα δοκάζω, δοκεύω, σχηματίστηκε από το θ. του δέχομαι / δέκομαι και ταυτίζεται μορφολογικά με το λατ. doceo «διδάσκω, εκπαιδεύω». Το ρ. δοκώ «θεωρώ, πιστεύω» αλλά και «θεωρούμαι, νομίζομαι» που αναφέρεται στις έννοιες της σκέψεως, της γνώμης ή της κρίσεως μπορεί να αναχθεί σε μια πρωταρχική, γενική ιδέα, η οποία εμφανίζεται εξίσου στα δέχομαι / δέκομαι, λατ. decet κ.λπ. Είναι η έννοια της τηρήσεως της απόλυτης ταυτίσεως ή της αναλογίας προς αυτό που πρέπει, που αρμόζει.
ΠΑΡ. δόκιμος, δόξα
αρχ.
δοκή, δόκημα, δόκησις, δοκώ.
(II)
δοκῶ (-όω) (Α) δοκός
στεγάζω με δοκάρια.
(III)
δοκώ, η (Α)
δόκησις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του δόκος < δοκώ].

Greek Monotonic

δοκώ: -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ, = δόκησις, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δοκώ: οῦς ἡ Eur. = δόκησις 1.