Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιωπῶ: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
m (Text replacement - "trans." to "trans.")
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σιωπή]]<br /><b class="num">I.</b> to be [[silent]] or [[still]], [[keep]] [[silence]], Hdt., [[attic]]; φησὶν σιωπῶν, i. e. his [[silence]] gives [[consent]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> [[trans]]. to [[hold]] [[silent]], [[keep]] [[secret]], not to [[speak]] of, Xen., etc.:—Pass. to be kept [[silent]] or [[secret]], σιγῶσ' ὧν σιωπᾶσθαι [[χρεών]] [[keeping]] [[secret]] things [[which]] [[ought]] to be kept [[secret]], Eur.
|mdlsjtxt=[[σιωπή]]<br /><b class="num">I.</b> to be [[silent]] or [[still]], [[keep]] [[silence]], Hdt., [[attic]]; φησὶν σιωπῶν, i. e. his [[silence]] gives [[consent]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]] to [[hold]] [[silent]], [[keep]] [[secret]], not to [[speak]] of, Xen., etc.:—Pass. to be kept [[silent]] or [[secret]], σιγῶσ' ὧν σιωπᾶσθαι [[χρεών]] [[keeping]] [[secret]] things [[which]] [[ought]] to be kept [[secret]], Eur.
}}
}}

Revision as of 13:35, 25 April 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐωπῶ Medium diacritics: σιωπῶ Low diacritics: σιωπώ Capitals: ΣΙΩΠΩ
Transliteration A: siōpō̂ Transliteration B: siōpō Transliteration C: siopo Beta Code: siwpw=

English (LSJ)

σιωπάω, σιωπῶ, inf. σιωπᾶν Il.2.280: fut. σιωπήσομαι in early writers, S.OT233, Ar.Pax309, Av.225, Lys.364, Pl.Phdr.234a, etc.; later -ήσω Aeschin.Ep.10.1, D.H.11.6, Plu.2.240e, etc. (cf. σιγάω): aor. (ἐ) σιώπησα Il.23.568, etc.: pf. σεσιώπηκα Ar.V.944, D.6.34:—Med. and Pass., v. infr.: Dor. σωπάω (q.v.):—keep silence, σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει Il.2.280, cf. 23.568, Od.17.513, Hdt.7.10, etc.; Σιμωνίδης τὴν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει Plu.2.346f; φησὶν σιωπῶν his silence is an admission, E.Or.1592, cf. IA1245; πονηρῶν ἔργων δόξει κοινωνεῖν τῷ σιωπῆσαι D.19.33; σ. τινί keep silence for or at the behest of . ., Ar.Ra.1134, Lys.530; σ. πρός τινα Pl.Phdr. 234a; πρὸς τοῦτο X.Cyr.5.5.20; ὑπέρ τινος E.Fr.796; imper. σιώπα hush! be still! S.Fr.81, Ar.Lys.529, etc. 2 of bees, to be still, opp. βομβέω, Arist.HA627a24. II trans., keep secret, speak not of, τὰ δίκαια E.Fr.1037, cf. Ar.Th.27, X.Smp.6.10, etc.; σ. ὅτι . . PMasp.295.21 (v A.D.):—Pass., ἂν σιωπηθῇ τὰ παρὰ τῶν πολεμίων D.Prooem.21, cf. Isoc.1.22, etc.; τί σιγῶσ' ὧν σιωπᾶσθαι χρεών; E. Ion432; σιωπώμενον καὶ ἀβασάνιστον ἐᾶσαι Antipho 1.13; οὐ τὸ αἰσχρὸν σιωπηθήσεται Aeschin.3.155; ταῦτα σιωπᾶσθαι συνέφερεν D. 19.42; ἡ σιωπωμένη ἀλήθεια D.H.1.76. III Med., silence, σιωπησάμενος τὰ πλήθη Plb.18.46.4.

German (Pape)

[Seite 887] fut. σιωπήσομαι, Soph. O. R. 233 u. Ar. Pax 309, Luc. Prom. 13, σιωπήσω, Plut. Phoc. 21, – schweigen, still sein, Gegensatz des Sprechens (vgl. σιγάω); σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει, Il. 2, 280. 23, 568; Soph. u. A.; τινί, gegen Jem. Stillschweigen beobachten, Ar. Ran. 1134; Her. 7, 10; οἵτινες αἰσχυνόμενοι πρὸς ἅπαντας σιωπήσονται, Plat. Phaedr. 234 a; Folgde; σιωπῶ μὲν λαβών, βοῶ δ' ἀναλώσας, Dem. 18, 82; ἐρῶ καὶ οὐ σιωπήσομαι, 45, 83. – Trans., verschweigen, daher σεσιωπαμένον, Pind. (s. σωπάω); Eur. vrbdt καὶ τί σιγῶσ' ὧν σιωπᾶσθαι χρεών, Ion 432; ἂν σιωπηθῇ τὰ παρὰ τῶν πολεμίων, Dem. prooem. 21; Isocr. 1, 22. – Med. stillschweigen heißen, beschwichtigen, σιωπήσασθαι τὰ πλήθη, Pol. 18, 29, 4.

Greek (Liddell-Scott)

σιωπάω: ἀπαρ. σιωπᾶν (συνῃρ) Ἰλ. Β. 280· μέλλ. -ήσομαι παρὰ τοῖς δοκίμοις, οἷον Σοφ. Ο. Τ. 233, Ἀριστοφ. Εἰρ. 309, Ὄρν. 225, Λυσ. 364, Πλάτ., κλπ.· μεταγεν. -ήσω Διον. Ἁλ. 11. 6, Πλούτ., κλπ. (ἴδε σιγάω)· - ἀόρ. ἐσιώπησα Ὅμηρ., Ἀττ.· - πρκμ. σεσιώπηκα Ἀριστοφ. Σφ. 944, Δημ. 74. 2. - Μέσ. καὶ Παθ., ἴδε κατωτ.· - ὡσαύτως ἀπαντᾷ Δωρ. τύπος σωπάω, ἴδε ἐν λέξ. Εἶμαι σιωπηλός, ἥσυχος, σιωπῶ, σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει Ἰλ. Β. 280, πρβλ. Ψ. 568, Ὀδ. Ρ. 513 (ἔνθα δύναται νὰ ληφθῇ ὡς μεταβ.)· ἀκολούθως παρ’ Ἡρόδ. 7. 10 ἐν ἀρχ., καὶ Ἀττ.· Σιμωνίδης τὴν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει Πλούτ. 2. 346F· φησὶν σιωπῶν, δηλ. ἡ σιωπή του σημαίνει συναίνεσιν, Εὐρ. Ὀρ. 1592, πρβλ. Ι. Α. 1245· πονηρῶν ἔργων δόξει κοινωνεῖν τῷ σιωπῆσαι Δημ. 351. 17· σ. τινι, τηρῶ σιγὴν πρός τινα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1134, Λυσ. 530· σ. πρός τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 234Α· πρός τι Ξεν. Κύρ. 5. 5, 20· ὑπέρ τινος Τραγικ. παρὰ Πλουτ. 2. 1108Β· περί τινος Ἰσοκρ. 218Α· - ὡσαύτως ὡς τὸ σιγάω, ἐν τῇ προστ. σιώπα, σιωπή! ἥσυχα! Σοφ. Ἀποσπ. 102, Ἀριστοφ. Λυσ. 530, κτλ. 2) ἐπὶ μελισσῶν, ἡσυχάζω, ἀντίθετον τῷ βομβέω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 53. ΙΙ. μεταβ., φυλάττω σιωπὴν περί τινος, τηρῶ τι μυστικόν, δὲν λέγω τι, Εὐρ. Ἀποσπ. 1024, Ἀριστοφ. Θεσμ. 27, Ξεν. Συμπ. 6, 10, κτλ.· - Παθητ., τηρεῖταί τι μυστικόν, ἂν σιωπηθῇ τὰ παρὰ τῶν πολεμίων Ἰσοκρ. 6Ε, κτλ.· τί σιγῶσ’ ὦν σιωπᾶσθαι χρεών; Εὐρ. Ἴων 432· σιωπώμενον καὶ ἀβασάνιστον ἐᾶν Ἀντιφῶν 112, ἐν τέλ.· οὐ τὸ αἰσχρὸν σιωπήσεται Αἰσχίν. 75. 37· ταῦτα σιωπᾶσθαι συνέφερεν Δημ. 354. 20· ἡ σεσιωπημένη ἀλήθεια Διον. Ἁλ. 1. 76. - Περὶ τῆς σχέσεως αὐτοῦ πρὸς τὸ σιγάω, ἴδε ἐν λέξ. σιγάω. ΙΙΙ. Μέσ., κάμνω τινὰ σιωπηλόν, ἐπιβάλλω σιγὴν εἴς τινα, τὰ πλήθη σιωπησάμενος Πολύβ. 18. 29, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἐσιώπων, f. σιωπήσομαι, postér. σιωπήσω, ao. ἐσιώπησα, pf. σεσιώπηκα;
Pass. f. σιωπηθήσομαι, ao. ἐσιωπήθην, pf. σεσιώπημαι;
1 intr. garder le silence, se taire;
2 tr. taire, passer sous silence, acc. ; Pass. être tu, être passé sous silence, être gardé secret.
Étymologie: σιωπή.

English (Autenrieth)

inf. σιωπᾶν, aor. opt. σιωπήσειαν, inf. σιωπῆσαι: keep silence, Od. 17.513 and Il. 23.568.

English (Slater)

σιωπάω v. ad. σωπάω.

English (Strong)

from siope (silence, i.e. a hush; properly, muteness, i.e. involuntary stillness, or inability to speak; and thus differing from σιγή, which is rather a voluntary refusal or indisposition to speak, although the terms are often used synonymously); to be dumb (but not deaf also, like κωφός properly); figuratively, to be calm (as quiet water): dumb, (hold) peace.

English (Thayer)

σιώπω; imperfect, 3rd person singular ἐσιώπα, 3rd person plural ἐσιώπων; future σιωπήσω (L T Tr WH); 1st aorist ἐσιώπησα; (σιωπή silence); from Homer down; to be silent, hold one's peace: properly, R G; sileo in the Latin poets, used metaphorically of a calm, quiet sea (in rhetorical command)): ἡσυχάζω.)

Greek Monotonic

σῐωπάω: μέλ. -ήσομαι, μεταγεν. -ήσω, αόρ. αʹ ἐσιώπησα, παρακ. σεσιώπηκα — Παθ., μέλ. σιωπηθήσομαι, αόρ. αʹ ἐσιωπήθην (σιωπή
I. είμαι σιωπηλός ή ήσυχος, τηρώ σιγή, σωπαίνω, σε Ηρόδ., Αττ.· φησὶν σιωπῶν, δηλ. η σιωπή του υποδηλώνει συναίνεση, σε Ευρ.
II. μτβ., φυλάσσω σιγή για κάτι, κρατώ μυστικό, δεν μιλώ για κάτι, αποσιωπώ, σε Ξεν. κ.λπ. — Παθ., διατηρούμαι στη σιωπή ή κρατούμαι μυστικός· σιγῶσ' ὧν σιωπᾶσθαι χρεών, κρατώντας μυστικά όσα πρέπει να παραμείνουν μυστικά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σιωπάω: дор. σωπάω (fut. σιωπήσομαι - поздн. σιωπήσω; дор. part. pf. pass. σεσωπαμένος)
1) молчать (σιωπῆσαι κελεύειν τινά Hom.): σ. πρός τινα Plat. и σ. τινι Arph. молчать перед кем-л.; σ. πρός τι Xen., περί τινος Isocr. и ὑπέρ τινος Eur. молчать насчет чего-л.; ποίησις σιωπῶσα Plut. (о живописи) безмолвная поэзия;
2) умалчивать, обходить молчанием (τι Eur., Arph., Xen.): οὐ τὸ αἰσχρὸν σιωπηθήσεται Aeschin. невозможно будет умолчать об (этом) позоре; σιγᾶν τι ὧν σιωπᾶσθαι χρεών Eur. молчать о том, о чем нужно хранить молчание;
3) med. заставлять (за)молчать (σιωπήσασθαι τὰ πλήθη Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιωπάω, Dor. σωπάω [~ σῖγα?] Dor. part. perf. med. σεσωπᾰμένος zwijgen, zich stil houden:. σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει hij beveelt het krijgsvolk stil te zijn Il. 2.280; σιώπα hou je mond! Aristoph. Lys. 529. met acc. verzwijgen:; σιωπῶ τὸ θύριον ik zwijg over het deurtje Aristoph. Th. 27; pass.. ἢ καί τι σιγῶσ ’ ὧν σιωπᾶσθαι χρεών; of misschien wel iets stil houdend van wat geheim moet blijven? Eur. Ion 432.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to be silent, to keep secret, also to silence (Hom.).
Other forms: Aor. -ῆσαι (Il.), fut. -ήσομαι (Att.), -ήσω (Aeschin., hell. a. late), perf. σεσιώπηκα, pass. σιωπηθῆναι, -ηθήσομαι (Att.).
Compounds: Also w. κατα-, δια-, παρα- a. o.
Derivatives: σιωπ-ή f. silence (Pi., att.), very often dat. -ῃ̃ in silence, still (also Hom.), -ηλός (E., Arist., Call. etc.), -ηρός (X., AP) silent, -ησις f. (also ἀπο-, παρα-, ὑπο-) the being silent, muting (Rhet. a. o.). -- Besides σωπάω in διασωπάσομαι, σεσωπαμένον (Pi.), εὑσωπία ἡσυχία H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: From the broader attested and prob. older (?) σιγάω, σιγή, σῖγα not to be separated; perhaps expressive cross with an other word (to Lat. sōpiō etc.?; cf. on ὕπνος). Genetic connection with Germ., e.g. Goth. sweiban stop, suspend (Curtius 379 with Fick, Persson BB 19, 265ff. a.o.; s. Bq) assuming an IE variation su̯ii̯ōp- : su̯īp- or a reduplication σι-σϜωπ- (IE su̯ō(i)p- : su̯īp-) is not credible. With Germ. agrees better σίπτα σιώπα Μεσσάπιοι H. -- Cf. on σῖγα w. further lit. -- Beekes, FS Kortlandt, assumes a Pre-Greek form *syop- (or better *syup-).

Middle Liddell

σιωπή
I. to be silent or still, keep silence, Hdt., attic; φησὶν σιωπῶν, i. e. his silence gives consent, Eur.
II. trans. to hold silent, keep secret, not to speak of, Xen., etc.:—Pass. to be kept silent or secret, σιγῶσ' ὧν σιωπᾶσθαι χρεών keeping secret things which ought to be kept secret, Eur.