φάσμα: Difference between revisions

From LSJ

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φάσμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> видение, призрак (τῆς γυναικός Her., Plat.): ὀνείρων φάσματα Aesch., Eur. сновидения;<br /><b class="num">2)</b> явление (τὰ φάσματα ἐν [[ἡμῖν]] Plat.; φάσματα ἐν τῷ οὐρανῷ Arst.);<br /><b class="num">3)</b> знамение (τὸ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ φ. Her.): εὔσημον φ. ναυβάταις Eur. счастливое предзнаменование для мореходов;<br /><b class="num">4)</b> чудовище (δεινότατον [[ὕδρας]] φ. Soph.).
|elrutext='''φάσμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[видение]], [[призрак]] (τῆς γυναικός Her., Plat.): ὀνείρων φάσματα Aesch., Eur. сновидения;<br /><b class="num">2)</b> явление (τὰ φάσματα ἐν [[ἡμῖν]] Plat.; φάσματα ἐν τῷ οὐρανῷ Arst.);<br /><b class="num">3)</b> знамение (τὸ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ φ. Her.): εὔσημον φ. ναυβάταις Eur. счастливое предзнаменование для мореходов;<br /><b class="num">4)</b> чудовище (δεινότατον [[ὕδρας]] φ. Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 10:35, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάσμα Medium diacritics: φάσμα Low diacritics: φάσμα Capitals: ΦΑΣΜΑ
Transliteration A: phásma Transliteration B: phasma Transliteration C: fasma Beta Code: fa/sma

English (LSJ)

ατος, τό: (φαίνω):—A apparition, phantom, Hdt.6.69, 117, A.Ag.415 (lyr.), etc.; φάσμα ἀνθρώπου spectral appearance of a man, Hdt. 4.15; φάσμα γυναικός Id.8.84, cf. Pl.Smp.179d; φάσμα νερτέρων E.Alc. 1127; vision in a dream, ὀνείρων φάσματα A.Ag.274, cf. S.El.644, etc.; φάσμα νυκτός ib.501 (lyr.); νύχια φ. E.IT1263 (lyr.). 2 appearance, phenomenon, Pl.Tht.155a; ἀνατολῆς φάσμα καὶ δύσεως Epicur.Nat.11.8 (pl.), al.: so, of strange phenomena in the heavens, Arist.Mete. 338b23, 342a35; of images apprehended by sense, Diog.Oen.Fr. 7. 3 of shows or mysteries, as images or types of realities, εὐδαίμονα φ. μυούμενοι Pl.Phdr.250c. 4 sign from heaven, portent, omen, Hdt.3.10, 4.79, 7.37,38, 8.37, S.El.1466, Pl.Plt.268e, etc.; φάσμα Κρονίδα Pi.O.8.43, cf. A.Ag.145 (pl., lyr.); Παλλάδα . . εὔσημον φ. ναυβάταις Eur.IA252 (lyr.). 5 monster, prodigy, periphr., φάσμα ταύρου, ὕδρας, a monster of a bull, of a hydra, S.Tr. 509 (lyr.), 837 codd. (lyr.); of the Sphinx, Epigr.Gr.1016.3.

German (Pape)

[Seite 1258] τό, Erscheinung, Gestalt; bes. Traumbild, Gespenst, ἦλθέ μοι φάσμα, εἰδόμενον Ἀρίστωνι Her. 6, 69; τὸ φάσμα τοῦ ἀνθρώπου 4, 15, die gespenstische Erscheinung des Mannes, ὀνείρων φάσματα Aesch. Ag. 265, vgl. 404; νυκτός Soph. El. 492, vgl. 634; Eur. oft; Plat. Theaet. 155 a u. öfter. – Ein von einer Gottheit gesandtes Zeichen, Wahrzeichen, Vorzeichen, Pind. φάσμα Κρονίδα, Ol. 8, 43; vgl. Aesch. Ag. 143; εὔσημον φάσμα ναυβάταις Eur. I. A. 252; φάσμα Αἰγυπτίοισι μέγιστον ἐγένετο Her. 3, 10. 4, 79; bes. eine außerordentliche über- od. widernatürliche Erscheinung, ein Ungeheuer, dah. φάσμα ταύρου, φάσμα ὕδρας, ein Ungeheuer von Stier, ein ungeheurer Stier, Soph. Trach. 507. 834.

Greek (Liddell-Scott)

φάσμα: τό· (ἴδε φάω)· ― φάντασμα, Ἡρόδ. 6. 69, 117, Αἰσχύλ. Ἀγ. 415, Σοφ., κλπ.· φ. ἀνδρός, φάντασμα ἀνδρός, φαινομένη παρουσίαἐμφάνισις, Ἡρόδ. 4. 15· φ. γυναικὸς Πλάτ. Συμπ. 179D· φ. νερτέρων Εὐρ. Ἄλκ. 1127· ― ὅρασις καθ’ ὕπνους, ὀνείρων φάσματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 274, Σοφ. κλπ.· φ. νυκτὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 503· νύχια φ. Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 1263. 2) φαινόμενον, ὁμοίωμα, εἰκών, Πλάτ. Θεαίτ. 155Α· ἐπὶ τῶν μυστηρίων ὡς εἰκόνων ἢ τύπων τῶν πράγματι ὄντων, εὐδαίμονα φ. μυούμενοι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 250C· πρβλ. Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 57 κἑξ. 3) σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, τέρας, οἰωνός, Ἡρόδ. 7, 37, 38., 8. 37, Σοφ. Ἠλ. 1466, Πλάτ. Πολιτικ. 268Ε, κλπ.· φ. Κρονίδα Πινδ. Ο. 8. 57, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 145· Παλλάδα… εὔσημον φ. ναυβάταις Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 252. 4) τέρας, τερατῶδες πρᾶγμα, Ἡρόδ. 3. 10., 4. 79 περιφρ., φάσμα ταύρου, ὕδρας, τέρας ταύρου, κλπ., Σοφ. Τραχ. 506, 837· ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1016. 3. 5) ἐπὶ παραδόξων φαινομένων ἐν τῷ οὐρανῷ, Ἀριστ. Μετεωρολ. 1. 1, 2., 1. 5, 1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 forme, simulacre;
2 apparition, vision : φάσμα ἀνθρώπου HDT, γυναικός HDT fantôme d’homme, de femme, etc.
3 signe des dieux, présage;
4 monstre, prodige.
Étymologie: φαίνω.

English (Slater)

φάσμα
   1 vision ὣς ἐμοὶ φάσμα λέγει Κρονίδα πεμφθὲν βαρυγδούπου Διός” (O. 8.43)

Spanish

aparición

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και φάζμα Α
1. καθετί που φαίνεται, όραμα, φαινόμενο
2. φάντασμα, οπτασία
3. ομοίωμα, εικόνα
4. τερατώδες φαινόμενο, θαύμα
νεοελλ.
1. φυσ. α) το σύνολο τών μονοχρωματικών ακτινοβολιών που προκύπτουν από την ανάλυση του φωτός ή, γενικότερα, μιας σύνθετης ακτινοβολίας
β) σύνολο τών υπό συγκεκριμένες συνθήκες εκπεμπόμενων, απορροφούμενων ή διαχεόμενων από ένα άτομο ή από μια ουσία ακτινοβολιών
2. (ηλεκτρον.) η γραφική παράσταση ενός σήματος, συναρτήσει της συχνότητας, διά του εύρους και της φάσης τών διαφόρων ημιτονοειδών συνιστωσών του
3. ζωολ. καθένα από τα μέλη της τάξης φυτοφάγων εντόμων φάσματα, που εμφανίζουν χαρακτηριστική ομοιοτυπία, δηλαδή προστατευτική ομοιότητα με το περιβάλλον, καθώς μοιάζουν με μικρά κλαδιά ή φύλλα δένδρων
4. μτφ. α) επαπειλούμενο δεινό, κίνδυνος, απειλή (α. «το φάσμα της πείνας» β. «το φάσμα του πολέμου»)
β) διαδοχή, σειρά, κλίμακα («στην εκδήλωση συμμετείχαν δυνάμεις ενός ευρύτατου πολιτικού φάσματος»)
5. στον πληθ. τα φάσματα
α) ζωολ. τάξη φυτοφάγων εντόμων, με περισσότερα από 2.000 είδη, που εμφανίζουν χαρακτηριστική ομοιοτυπία, δηλαδή προστατευτική ομοιότητα με το περιβάλλον, μοιάζοντας με κλαδιά ή με φύλλα φυτών
β) ιατρ. ερυθρά αιμοσφαίρια από τα οποία, μετά την απώλεια της αιμοσφαιρίνης τους, έχει απομείνει μόνον η κυτταρική μεμβράνη
6. φρ. α) «ακουστικό φάσμα»
φυσ. η γραφική παράσταση του εύρους και, κάποτε, της φάσης τών συνιστωσών ενός σύνθετου ήχου συναρτήσει της συχνότητας
β) «φάσμα ζώνης»
φυσ. γραφική παράσταση φάσματος στην οποία είναι απαραίτητη η αναφορά του πλάτους ζώνης που χρησιμοποιήθηκε για την αναπαράσταση
γ) «συνεχές φάσμα»
φυσ. φάσμα του οποίου οι συνιστώσες κατανέμονται κατά συνεχή τρόπο
δ) «φάσμα γραμμών»
φυσ. φάσμα που περιλαμβάνει μόνον διάκριτες συνιστώσες
ε) «φάσμα μάζας»
φυσ. η κατανομή, συναρτήσει της μάζας τους, τών παραγόμενων από μια ουσία ιόντων
στ) «ηλεκτρικό φάσμα»
φυσ. το σχέδιο τών δυναμικών γραμμών του πεδίου που σχηματίζεται με επίπαση αγώγιμης ουσίας σε μη αγώγιμη επιφάνεια η οποία είναι τοποθετημένη μέσα σε ηλεκτρικό πεδίο, ζ) «νετρονικό φάσμα ενός πληθυσμού νετρονίων» ή «φάσμα νετρονίων» ή «φάσμα σχάσεως»
φυσ. η κατανομή νετρονίων συναρτήσει της ενέργειάς τους
η) «μαγνητικό φάσμα»
φυσ. το σχέδιο τών δυναμικών γραμμών μαγνητικού πεδίου που σχηματίζεται με την επίπαση ρινισμάτων σιδήρου σε μία μαγνητική επιφάνεια που είναι τοποθετημένη μέσα στο πεδίο ενός μαγνήτη ή ενός ηλεκτρικού κυκλώματος
θ) «φάσμα συχνοτήτων»
φυσ. η γραφική παράσταση, συναρτήσει της συχνότητας, του εύρους και, ενδεχομένως, της φάσης τών ημιτονοειδών συνιστωσών ενός μεταβλητού, συναρτήσει του χρόνου, φυσικού μεγέθους
ι) «φάσμα ισχύων»
φυσ. η κατανομή, συναρτήσει της συχνότητας, τών ισχύων τών φασματικών συνιστωσών ενός μεταβλητού, συναρτήσει του χρόνου, φυσικού μεγέθους
αρχ.
1. όνειρο («εἰ μὴ τόδε φάσμα νυκτὸς εὖ κατασχήσει», Σοφ.)
2. οιωνός, σύμβολο («ὦ Ζεῡ, δέδορκα φάσμ' ἄνευ Θεοῦ μὲν οὐ πεπτωκός», Σοφ.)
3. παράδοξο ουράνιο φαινόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰ- του ρ. φαίνω + κατάλ. -σ-μα (το -σ- της κατάλ. κατ' επίδραση τών ρηματ. τ. με -σ-, πρβλ. μέσ. παρακμ. πέ-φασ-μαι), πρβλ. ὕφα-σ-μα, χά-σ-μα].

Greek Monotonic

φάσμα: -ατος, τό (φαίνομαι
1. οπτασία, φάντασμα, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· φάσμα ἀνδρός, ανακλαστική παρουσία κάποιου, σε Ηρόδ.· όραμα μέσα σε όνειρο, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. σημάδι από τον ουρανό, οιωνός, χρησμός.
3. τέρας, παράδοξο, σε Ηρόδ.· περιφρ. φάσμα ταύρου, θηρίο, τέρας, λέγεται για τον ταύρο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

φάσμα: ατος τό
1) видение, призрак (τῆς γυναικός Her., Plat.): ὀνείρων φάσματα Aesch., Eur. сновидения;
2) явление (τὰ φάσματα ἐν ἡμῖν Plat.; φάσματα ἐν τῷ οὐρανῷ Arst.);
3) знамение (τὸ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ φ. Her.): εὔσημον φ. ναυβάταις Eur. счастливое предзнаменование для мореходов;
4) чудовище (δεινότατον ὕδρας φ. Soph.).

Middle Liddell

φάσμα, ατος, τό, [φαίνομαι]
1. an apparition, phantom, Hdt., Aesch., etc.; φ. ἀνδρός the spectral appearance of a man, Hdt.:— a vision in a dream, Aesch., etc.
2. a sign from heaven, portent, omen, Hdt., Trag.
3. a monster, prodigy, Hdt.; periphr., φάσμα ταύρου a monster of a bull, Soph.

English (Woodhouse)

apparition, phantom, portent

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)