πταῖσμα: Difference between revisions
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0807.png Seite 807]] τό, Anstoß, Verstoß, Versehen, Theogn. 1226; Unfall, Niederlage, πρὸς τὸν Πέρσην, Her. 7, 149, μικρὸν [[πταῖσμα]] πάντα ἀνεχαίτισε, Dem. 2, 9, vgl. 11, 7, εἴ τι [[πταῖσμα]] συμβήσεται Ἀλεξάνδρῳ, Aesch. 3, 164; Folgde, wie Luc. pro laps. 1; τὰ πλουσίων πταίσματα, Hdn. 7, 3, 11. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0807.png Seite 807]] τό, Anstoß, Verstoß, Versehen, Theogn. 1226; Unfall, Niederlage, πρὸς τὸν Πέρσην, Her. 7, 149, μικρὸν [[πταῖσμα]] πάντα ἀνεχαίτισε, Dem. 2, 9, vgl. 11, 7, εἴ τι [[πταῖσμα]] συμβήσεται Ἀλεξάνδρῳ, Aesch. 3, 164; Folgde, wie Luc. pro laps. 1; τὰ πλουσίων πταίσματα, Hdn. 7, 3, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />faux pas, <i>d'où fig.</i><br /><b>1</b> faute, erreur, méprise;<br /><b>2</b> accident, revers.<br />'''Étymologie:''' [[πταίω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πταῖσμα''': τό, ([[πταίω]]) [[πρόσκομμα]], [[σφάλμα]], «[[σκόνταμμα]]», [[λάθος]], Θέογν. 1226, Πλούτ. 2. 549C, κτλ.· [[σφάλμα]] ἐν τῇ γραφῇ, Λογγῖν. 33. ΙΙ. [[ἀποτυχία]], [[δυστύχημα]], κατ’ εὐφημισμὸν ἐπὶ ἥττης, ἤν σφεας καταλάβῃ πτ. πρὸς τὸν Πέρσην Ἡρόδ. 7. 149· συμβαίνει πτ. τινι Δημ. 135. 2, πρβλ. Αἰσχίν. 77. 13· γίγνεται πτ. Δημ. 1479. 3· περὶ τὴν ναυμαχίαν Διόδ. 11. 15· ἰδὲ [[πταίω]] ΙΙ. | |lstext='''πταῖσμα''': τό, ([[πταίω]]) [[πρόσκομμα]], [[σφάλμα]], «[[σκόνταμμα]]», [[λάθος]], Θέογν. 1226, Πλούτ. 2. 549C, κτλ.· [[σφάλμα]] ἐν τῇ γραφῇ, Λογγῖν. 33. ΙΙ. [[ἀποτυχία]], [[δυστύχημα]], κατ’ εὐφημισμὸν ἐπὶ ἥττης, ἤν σφεας καταλάβῃ πτ. πρὸς τὸν Πέρσην Ἡρόδ. 7. 149· συμβαίνει πτ. τινι Δημ. 135. 2, πρβλ. Αἰσχίν. 77. 13· γίγνεται πτ. Δημ. 1479. 3· περὶ τὴν ναυμαχίαν Διόδ. 11. 15· ἰδὲ [[πταίω]] ΙΙ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, (πταίω)
A stumble, trip, false step, mistake, Thgn. 1222 (pl.); of a horse, Plu.2.549c, etc.; in writing, Longin.33.4 (pl.).
2 error, fault, J.AJ7.7.1; τῆς ἀνοσιουργίας ἀσεβῆ πταίσματα Iamb. Myst.3.31.
II failure, misfortune, euphemism for defeat, ἢν σφέας καταλάβῃ π. πρὸς τὸν Πέρσην Hdt.7.149; συμβαίνει π. [τινί] D.10.13, cf. Aeschin.3.164; ἄν τι γένηται πταῖσμα D.Ep.3.18; τὸ τῆς τύχης πταῖσμα Phld. Vit.p.22J.; περὶ τὴν ναυμαχίαν D.S.11.15.
German (Pape)
[Seite 807] τό, Anstoß, Verstoß, Versehen, Theogn. 1226; Unfall, Niederlage, πρὸς τὸν Πέρσην, Her. 7, 149, μικρὸν πταῖσμα πάντα ἀνεχαίτισε, Dem. 2, 9, vgl. 11, 7, εἴ τι πταῖσμα συμβήσεται Ἀλεξάνδρῳ, Aesch. 3, 164; Folgde, wie Luc. pro laps. 1; τὰ πλουσίων πταίσματα, Hdn. 7, 3, 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
faux pas, d'où fig.
1 faute, erreur, méprise;
2 accident, revers.
Étymologie: πταίω.
Greek (Liddell-Scott)
πταῖσμα: τό, (πταίω) πρόσκομμα, σφάλμα, «σκόνταμμα», λάθος, Θέογν. 1226, Πλούτ. 2. 549C, κτλ.· σφάλμα ἐν τῇ γραφῇ, Λογγῖν. 33. ΙΙ. ἀποτυχία, δυστύχημα, κατ’ εὐφημισμὸν ἐπὶ ἥττης, ἤν σφεας καταλάβῃ πτ. πρὸς τὸν Πέρσην Ἡρόδ. 7. 149· συμβαίνει πτ. τινι Δημ. 135. 2, πρβλ. Αἰσχίν. 77. 13· γίγνεται πτ. Δημ. 1479. 3· περὶ τὴν ναυμαχίαν Διόδ. 11. 15· ἰδὲ πταίω ΙΙ.
Greek Monolingual
το / πταῑσμα, ΝΜΑ, και φταίσμα Ν, και πταίμα Α πταίω / φταίω]
1. ενέργεια και το αποτέλεσμα του πταίω, φταίξιμο, υπαιτιότητα, σφάλμα
2. παράπτωμα
νεοελλ.
1. (αστ. δίκ.) παράπτωμα της βούλησης που συνεπάγεται κατά νόμο την ευθύνη του προσώπου, η οποία συνδέεται με την υποχρέωση αποκατάστασης της ζημιάς που προκάλεσε κανείς λόγω πταίσματός του, με αδικοπραξία ή κατά την εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεών του, παράπτωμα που έχει δύο βασικές μορφές, τον δόλο και την αμέλεια
2. (ποιν. δίκ.) κάθε πράξη η οποία τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο
3. το πταισματοδικείο
αρχ.
1. πρόσκομμα, σκόνταμα
2. σφάλμα στη γραφή
3. ελάττωμα
4. χτύπημα ή μώλωπας στα δάχτυλα τών ποδιών
5. (μτφ. και κατ' ευφημισμό) αποτυχία, ήττα («ἤν σφέας καταλάβῃ πταῑσμα πρὸς τὸν Πέρσην», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
πταῖσμα: τό,
I. παραπάτημα, σκόνταμα, σφάλμα, λάθος, σε Θέογν.
II. αποτυχία, δυστυχία, συντριβή, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
πταῖσμα: ατος τό
1) ошибка, промах (τὸ π. καὶ ἡ ἁμαρτία Plut.);
2) неудача, поражение, провал, Her., Dem., Aeschin., Diod.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πταῖσμα -ατος, τό [πταίω] tegenslag, nederlaag.
Middle Liddell
πταῖσμα, ατος, τό,
I. a stumble, trip, false step, Theogn.
II. a failure, misfortune, defeat, Hdt., Dem., etc. [from πτάξ
English (Woodhouse)
defeat, disappointment, disaster, failure, frustration, stumble, blow of fortune, fall, set back