ἀεί: Difference between revisions
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0038.png Seite 38]] eigtl. att. Form, auch Hom. Il. 12, 211. 23, 648 Odyss. 15, 379, selten bei sp. Ep.; ion. u. poet. [[αἰεί]], auch bei att. Dichtern, wenn die erste Sylbe lang sein soll, denn ἀεί hat in der Regel ein kurzes α, die Stellen der com. mit ἀ s. ind. cemic. dict., – und, wenn die letzte Sylbe kurz sein soll, αἰέν, sehr oft Hom.; dor. [[αἰές]], ἀές, ἀέ, äol. ἀΐ; vgl. über die 12 Formen, welche das Wort nach den alten Gramm. hat, Schäfer zu Gregor. Cor. p. 348; – imm er, stets, jedesmal, ὁ ἀεὶ κρατῶν. Aesch. Pr. 939; τοὺς ἀεὶ ἐγγυτάτω έαυτῶν ὄντας, die ihnen jedesmal am nächsten stehen, Plat. Apol. 25 c; bes. oft bei particip., οἱ ἀεὶ παρόντες, die jedesmal Anwesenden, Plat. Gorg. 493 c; beim relativ. mit ἄν, wie unser: wer nur immer, ὃς ἂν ἀεὶ τῶν [[φίλων]] τυγχάνῃ ἀδικῶν 480 c, u. öfter. Bei anderen Zeitbestimmungen scheint es oft pleonastisch zu stehen, [[διαμπερές]], συνεχὲς [[αἰεί]], έκάστοτε ἀεί, oft bei Dem.; ἀεί ποτε, immerdar, Thue. 1, 13 und sehr oft. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0038.png Seite 38]] eigtl. att. Form, auch Hom. Il. 12, 211. 23, 648 Odyss. 15, 379, selten bei sp. Ep.; ion. u. poet. [[αἰεί]], auch bei att. Dichtern, wenn die erste Sylbe lang sein soll, denn ἀεί hat in der Regel ein kurzes α, die Stellen der com. mit ἀ s. ind. cemic. dict., – und, wenn die letzte Sylbe kurz sein soll, αἰέν, sehr oft Hom.; dor. [[αἰές]], ἀές, ἀέ, äol. ἀΐ; vgl. über die 12 Formen, welche das Wort nach den alten Gramm. hat, Schäfer zu Gregor. Cor. p. 348; – imm er, stets, jedesmal, ὁ ἀεὶ κρατῶν. Aesch. Pr. 939; τοὺς ἀεὶ ἐγγυτάτω έαυτῶν ὄντας, die ihnen jedesmal am nächsten stehen, Plat. Apol. 25 c; bes. oft bei particip., οἱ ἀεὶ παρόντες, die jedesmal Anwesenden, Plat. Gorg. 493 c; beim relativ. mit ἄν, wie unser: wer nur immer, ὃς ἂν ἀεὶ τῶν [[φίλων]] τυγχάνῃ ἀδικῶν 480 c, u. öfter. Bei anderen Zeitbestimmungen scheint es oft pleonastisch zu stehen, [[διαμπερές]], συνεχὲς [[αἰεί]], έκάστοτε ἀεί, oft bei Dem.; ἀεί ποτε, immerdar, Thue. 1, 13 und sehr oft. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> toujours ; [[ἀεί]] ποτε, ἀεὶ [[δή]] ποτε, de tout temps ; [[ἐς]] [[ἀεί]], [[εἰς]] [[ἀεί]] pour toujours ; [[ἐς]] [[τόδε]] [[ἀεί]] THC jusqu’ici sans interruption ; ὁ ἀεὶ [[χρόνος]] HDT l'éternité ; [[οἱ]] ἀεὶ ὄντες XÉN les immortels;<br /><b>2</b> chaque fois : θῶπτε τὸν κρατοῦντ’ [[ἀεί]] ESCHL flatte chaque fois le maître du jour ; ὁ δ’ ἀεὶ ξυντυχών EUR toutes les fois qu'un homme a affaire (à cette engeance, il connaît la vérité de ce que je dis) ; [[μᾶλλον]] [[ἀεί]] PLUT toujours plus, de plus en plus;<br /><b>3</b> successivement, tour à tour, au fur et à mesure : ὁ ἀεὶ βασιλεύων THC celui qui règne à son tour ; ἕτεροι δὲ παρέδοσαν τὸν ἀεὶ ἐξορυσσόμενον [[χοῦν]] ἄλλοισι HDT les uns passaient aux autres la terre du terrassement au fur et à mesure qu’elle était retirée ; [[τὰς]] ἀεὶ πληρουμένας ἐξέπεμπον THC ils faisaient partir les navires à mesure que les équipages étaient au complet.<br />'''Étymologie:''' cf. [[αἰών]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀεί''': Ἐπ. [[αἰεί]], [[αἰέν]], (ἴδ. ἐν τέλ.)· - ἐπίρρ. [[πάντοτε]], αἰωνίως, διὰ παντός, Ὅμ. κλπ.· [[συχνάκις]] καὶ μετὰ ἄλλων χρονικῶν προσδιορισμῶν, ὡς διαμπερὲς [[αἰεί]], συνεχὲς [[αἰεί]], ἐμμενὲς [[αἰεί]], Ὅμ. - ἀεὶ καθ’ ἡμέραν, καθ’ ἡμέραν ἀεί, ἀεὶ καὶ καθ’ ἡμέραν, ἀεὶ κατ’ ἐνιαυτόν, ἀεὶ διὰ βίου, κτλ. Heind. Πλάτ. Φαίδων 75D. Schäf. Γρηγ. 169 καὶ Appar. ad Dem. 3. 265. Πορσ. Εὐρ. Φοίν. 1422· δεῦρ’ ἀεί, [[μέχρι]] τοῦδε, Πόρσ. Εὐρ. Ὀρ. 1679· [[ὡσαύτως]] εἰς ἀεί, [[εἰσαεί]], [[ἐσαεί]]· ἴδ. [[εἰσαεί]], - Μετὰ τοῦ ἄρθρ.· ὁ ἀεὶ [[χρόνος]] = ἡ [[αἰωνιότης]], Ἡρόδ. 1. 54, Πλάτ. Φαίδων 103Ε, κτλ. - οἱ ἀεὶ ὄντες, οἱ ἀθάνατοι, Ξεν. Κύρ. 8. 7. 32, κτλ.· - ἀλλ’: ὁ ἀεὶ βασιλεύων, ὁ [[ἑκάστοτε]] ὢν [[βασιλεύς]], Ἡρόδ. 9. 116· οἱ ἀεὶ δικάζοντες, Δημ. 585. 24· ὁ ἀεὶ ἐντὸς γενόμενος, πᾶς ὁ [[ἑκάστοτε]] εἰσερχόμενος, Θουκ. 4. 68· τὸν ἀεὶ προστυχόντα, Δημ. 557. 20· τοῖσι τούτων αἰεὶ ἐκγόνοισι, εἰς τοὺς διὰ παντὸς ἀπογόνους αὐτῶν, Ἡρόδ. 1. 105· πρβλ. 3. 83, κτλ. Ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 937· θῶπτε τὸν κρατοῦντ’ ἀεί, ἡ [[θέσις]] τοῦ ἀεὶ ὀφείλεται εἰς τὰς ἀπαιτήσεις τοῦ μέτρου. - Ταύτης τῆς λέξεως 14 τύποι ἀριθμοῦνται, Ahrens π. Δωρ. δ. 378, κἑξ.: - Ἡμεῖς [[ἐνταῦθα]] σημειοῦμεν τοὺς ἀκολούθους: 1) [[αἰεί]], Ἐπ. καὶ Ἰων. καὶ παρ’ ἅπασι τοῖς ποιηταῖς πλὴν τῶν Ἀττικῶν· ὁ [[Ὅμηρος]] μεταχειρίζεται τὸ ἀεὶ [[τρίς]], [[ὁπόταν]] τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτῇ ἡ πρώτη συλλαβὴ νὰ ἦναι βραχεῖα. 2) [[αἰέν]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ, [[ὁπόταν]] ἡ λήγουσα ἀπαιτῆται νὰ [[εἶναι]] βραχεῖα, [[ἐνίοτε]] δὲ καὶ παρὰ Τραγ. διὰ τὸν αὐτὸν λόγον· π.χ. Αἰσχύλ. Πρ. 428, Ἀγ. 891, Σοφ. Αἴ. 682, πρβλ. [[αἰένυπνος]]. 3) ἀεί, ὁ [[μόνος]] ὀρθὸς Ἀττικὸς [[τύπος]], τὴν πρώτην συλλαβὴν ἔχων μακρὰν ἢ βραχεῖαν κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου· [[ὁπόταν]] δὲ ἡ συλλαβὴ αὕτη ἦτο μακρά, οἱ ἀντιγραφεῖς [[συχνάκις]] ἀντικαθίστων τὸ ἀεὶ διὰ τοῦ αἰεὶ καὶ [[οὕτως]] εἰσήγαγον τὸν τύπον τοῦτον ἔτι καὶ εἰς τοὺς πεζοὺς τῶν Ἀττικῶν· ἀλλ’ ἐν τοῖς ἀρίστοις χειρογράφοις ὁ ὀρθὸς Ἀττικὸς [[τύπος]] [[πολλάκις]] διατηρεῖται καὶ [[ὅταν]] τὸ α [[εἶναι]] μακρὸν ὡς ἐν τῷ Λαυρεντ. χειρογρ. τοῦ Σοφ. καὶ ἐν τῷ τῆς Ραβέν. τοῦ Ἀριστοφ., πρβλ. [[ἀετός]], [[εἰσαεί]], [[καίω]], [[κλαίω]]. 4) [[αἰές]], Δωρ. Ἀριστοφ. Λυσ. 1267, Βίων 11. 1, Πίνακ. Ἡρακλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5774, 134. 5) ἀέ, Πινδ. Π. 9. 154, πρβλ. ἀέναος. 6) ἠΐ, Βοιωτ. καὶ 7) Αἰολ. αἶι ἢ -ιν, ἄϊ ἢ -ιν. Ahr. Αἰολ. δ. σ. 156: - ἀϊ-[[εἶναι]] συχνὸν ἐν Ἐπιγρ. ὡς ἀΐσιτος, κτλ. (Ἡ √ ΑΙϜ ἀπαντᾷ ἐν αἰϜεί, Συλλ. Ἐπιγρ. 1, πρὸς τὰ αἰϝών, ἀϝίδιος, πρβλ. Σανσκρ. aîva (Ved.), êvas (vitae ratio), Λατ. aevum, aetas (aevitas), aeternus (aeviternus), Γοτθ. aivs (αἰών), aiveins ([[αἰώνιος]]), aiv = Γερμ. ewig = [[πάντοτε]]). ΣΗΜ. Σύνθετά τινα ἐκ τοῦ ἀεί, τὰ ὁποῖα [[οὐδόλως]] μεταβάλλονται κατὰ τὴν σύνθεσιν, παρελείφθησαν, [[ἐπειδὴ]] γράφονται χωρὶς ὑπὸ τῶν ἀρίστων ἐκδοτῶν καὶ δύναταί τις [[πάντοτε]] νὰ τὰ ἀνεύρῃ ἐν ταῖς ἁπλαῖς λέξεσιν, ἐξ ὧν σύγκεινται. | |lstext='''ἀεί''': Ἐπ. [[αἰεί]], [[αἰέν]], (ἴδ. ἐν τέλ.)· - ἐπίρρ. [[πάντοτε]], αἰωνίως, διὰ παντός, Ὅμ. κλπ.· [[συχνάκις]] καὶ μετὰ ἄλλων χρονικῶν προσδιορισμῶν, ὡς διαμπερὲς [[αἰεί]], συνεχὲς [[αἰεί]], ἐμμενὲς [[αἰεί]], Ὅμ. - ἀεὶ καθ’ ἡμέραν, καθ’ ἡμέραν ἀεί, ἀεὶ καὶ καθ’ ἡμέραν, ἀεὶ κατ’ ἐνιαυτόν, ἀεὶ διὰ βίου, κτλ. Heind. Πλάτ. Φαίδων 75D. Schäf. Γρηγ. 169 καὶ Appar. ad Dem. 3. 265. Πορσ. Εὐρ. Φοίν. 1422· δεῦρ’ ἀεί, [[μέχρι]] τοῦδε, Πόρσ. Εὐρ. Ὀρ. 1679· [[ὡσαύτως]] εἰς ἀεί, [[εἰσαεί]], [[ἐσαεί]]· ἴδ. [[εἰσαεί]], - Μετὰ τοῦ ἄρθρ.· ὁ ἀεὶ [[χρόνος]] = ἡ [[αἰωνιότης]], Ἡρόδ. 1. 54, Πλάτ. Φαίδων 103Ε, κτλ. - οἱ ἀεὶ ὄντες, οἱ ἀθάνατοι, Ξεν. Κύρ. 8. 7. 32, κτλ.· - ἀλλ’: ὁ ἀεὶ βασιλεύων, ὁ [[ἑκάστοτε]] ὢν [[βασιλεύς]], Ἡρόδ. 9. 116· οἱ ἀεὶ δικάζοντες, Δημ. 585. 24· ὁ ἀεὶ ἐντὸς γενόμενος, πᾶς ὁ [[ἑκάστοτε]] εἰσερχόμενος, Θουκ. 4. 68· τὸν ἀεὶ προστυχόντα, Δημ. 557. 20· τοῖσι τούτων αἰεὶ ἐκγόνοισι, εἰς τοὺς διὰ παντὸς ἀπογόνους αὐτῶν, Ἡρόδ. 1. 105· πρβλ. 3. 83, κτλ. Ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 937· θῶπτε τὸν κρατοῦντ’ ἀεί, ἡ [[θέσις]] τοῦ ἀεὶ ὀφείλεται εἰς τὰς ἀπαιτήσεις τοῦ μέτρου. - Ταύτης τῆς λέξεως 14 τύποι ἀριθμοῦνται, Ahrens π. Δωρ. δ. 378, κἑξ.: - Ἡμεῖς [[ἐνταῦθα]] σημειοῦμεν τοὺς ἀκολούθους: 1) [[αἰεί]], Ἐπ. καὶ Ἰων. καὶ παρ’ ἅπασι τοῖς ποιηταῖς πλὴν τῶν Ἀττικῶν· ὁ [[Ὅμηρος]] μεταχειρίζεται τὸ ἀεὶ [[τρίς]], [[ὁπόταν]] τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτῇ ἡ πρώτη συλλαβὴ νὰ ἦναι βραχεῖα. 2) [[αἰέν]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ, [[ὁπόταν]] ἡ λήγουσα ἀπαιτῆται νὰ [[εἶναι]] βραχεῖα, [[ἐνίοτε]] δὲ καὶ παρὰ Τραγ. διὰ τὸν αὐτὸν λόγον· π.χ. Αἰσχύλ. Πρ. 428, Ἀγ. 891, Σοφ. Αἴ. 682, πρβλ. [[αἰένυπνος]]. 3) ἀεί, ὁ [[μόνος]] ὀρθὸς Ἀττικὸς [[τύπος]], τὴν πρώτην συλλαβὴν ἔχων μακρὰν ἢ βραχεῖαν κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου· [[ὁπόταν]] δὲ ἡ συλλαβὴ αὕτη ἦτο μακρά, οἱ ἀντιγραφεῖς [[συχνάκις]] ἀντικαθίστων τὸ ἀεὶ διὰ τοῦ αἰεὶ καὶ [[οὕτως]] εἰσήγαγον τὸν τύπον τοῦτον ἔτι καὶ εἰς τοὺς πεζοὺς τῶν Ἀττικῶν· ἀλλ’ ἐν τοῖς ἀρίστοις χειρογράφοις ὁ ὀρθὸς Ἀττικὸς [[τύπος]] [[πολλάκις]] διατηρεῖται καὶ [[ὅταν]] τὸ α [[εἶναι]] μακρὸν ὡς ἐν τῷ Λαυρεντ. χειρογρ. τοῦ Σοφ. καὶ ἐν τῷ τῆς Ραβέν. τοῦ Ἀριστοφ., πρβλ. [[ἀετός]], [[εἰσαεί]], [[καίω]], [[κλαίω]]. 4) [[αἰές]], Δωρ. Ἀριστοφ. Λυσ. 1267, Βίων 11. 1, Πίνακ. Ἡρακλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5774, 134. 5) ἀέ, Πινδ. Π. 9. 154, πρβλ. ἀέναος. 6) ἠΐ, Βοιωτ. καὶ 7) Αἰολ. αἶι ἢ -ιν, ἄϊ ἢ -ιν. Ahr. Αἰολ. δ. σ. 156: - ἀϊ-[[εἶναι]] συχνὸν ἐν Ἐπιγρ. ὡς ἀΐσιτος, κτλ. (Ἡ √ ΑΙϜ ἀπαντᾷ ἐν αἰϜεί, Συλλ. Ἐπιγρ. 1, πρὸς τὰ αἰϝών, ἀϝίδιος, πρβλ. Σανσκρ. aîva (Ved.), êvas (vitae ratio), Λατ. aevum, aetas (aevitas), aeternus (aeviternus), Γοτθ. aivs (αἰών), aiveins ([[αἰώνιος]]), aiv = Γερμ. ewig = [[πάντοτε]]). ΣΗΜ. Σύνθετά τινα ἐκ τοῦ ἀεί, τὰ ὁποῖα [[οὐδόλως]] μεταβάλλονται κατὰ τὴν σύνθεσιν, παρελείφθησαν, [[ἐπειδὴ]] γράφονται χωρὶς ὑπὸ τῶν ἀρίστων ἐκδοτῶν καὶ δύναταί τις [[πάντοτε]] νὰ τὰ ἀνεύρῃ ἐν ταῖς ἁπλαῖς λέξεσιν, ἐξ ὧν σύγκεινται. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 11:40, 2 October 2022
English (LSJ)
Adv. A ever, always, Hom., etc.; with other specifications of time, ἐμμενὲς αἰεί Od.21.69; συνεχὲς αἰεί 9.74; ἀεὶ καθ' ἡμέραν, καθ' ἡμέραν ἀεί, ἀεὶ καὶ καθ' ἡμέραν, ἀεὶ κατ' ἐνιαυτόν, ἀεὶ διὰ βίου, etc., Pl.Phd. 75d, etc.; ἀεὶ πανταχοῦ D.21.197, cf. Ar.Eq..568; διὰ παντὸς ἀεὶ Pax 397; ἐνδελεχῶς ἀεί Men.521; δεῦρ' ἀεί until now, E.Or.1663, Pl.Lg. 811c; αἰεί κοτε, αἰεί ποτε from of old, Hdt.1.58, Th.6.82; αἰεὶ δήποτε 1.13; cf. εἰσαεί:—with the Art., ὁ ἀεὶ χρόνος = eternity, Hdt.1.54, Pl.Phd. 103e, etc.; οἱ ἀεὶ ὄντες = the immortals, X.Cyr.1.6.46, etc.:—but ὁ αἰεὶ βασιλεύων = the king for the time being, Hdt.2.98; οἱ ἀεὶ δικάζοντες D. 21.223; ὁ αἰεὶ ἐντὸς γιγνόμενος = every one as he got inside, Th.4.68; τὸν ἀεὶ προστυχόντα D.21.131; τοῖσι τούτων αἰεὶ ἐκγόνοισι = to their descendants for ever, Hdt.1.105, cf. 3.83, etc.; in A.Pr.937, θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί, ἀεί is postponed metri gr.—Dialectic forms (cf. Hdn.Gr.1.497, Et.Gud.z): 1 αἰεί, Ep., Ion., Poet., and Early Att. (cf. Marcellin.Vit. Thuc.52); found (beside ἀεί) in Att. Inscrr. to 361 B.C. 2 ἀεί [ᾰ three times in Hom., ᾱ Att.] normal in Att. Inscrr. from 361 B.C. 3 αἰέν, Il.1.290, al. (ἆεν is v.l. in Il. 11.827), Pi.N.6.3, Sophr.90, A.Pr.428, Ag.891, S.Aj.682. 4 Dor. αἰές, Ar.Lys.1266, BionFr.1.1; also ἀές, Tab.Heracl.1.134. 5 Aeol. αἶι, αἶιν, ἄιν, Hdn.Gr.l.c.; cf.IG 9(2).461 (ἄϊν, Thess.), SIG58 (Milet.), and v. ἀϊπάρθενος, ἀείδασμος. 6 αἰέ, Hdn.Gr.l.c. 7 ἀέ, Pi.P.9.88, Pisand.11 (αἐ); cf. ἀέναος. 8 Boeot. ἠί, Hdn. Gr.l.c. 9 Tarent. αἰή, ibid. II τὸ ἀεί = eternity, τὸ ἀεὶ τοῦτο οὐκ αἰώνιόν ἐστιν ἀλλὰ χρονικόν Procl.Inst.198. The statement of Harp. that ἀεί = ἕως in Att. is based on misinterpretation of such phrases as ἐς τόνδε αἰεὶ τὸν πόλεμον Th.1.18. (αἰϝεί Epigr.Gr.742, GDI60.31 (Cypr.), IG9(1).334.4 (Locr.), cf. Lat. aevum.)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): usado de forma general en át. y koiné desde el 361 a.C. Anteriormente alterna en át. c. αἰεί forma ép. jón. poét. (aunque ἀεί Il.12.211, 23.648, Od.15.379); αἰέν Il.1.290, Pi.N.6.3, Sophr.86, A.Pr.428 (cód.), A.891, S.Ai.682; jón. αἰί Milet 1(6).187.11 (V a.C.); lesb. ἄϊ Sapph.44a.5, Hdn.Gr.1.497, IAdramytteion 34A.36 (IV a.C.), IEryth.122.40 (II a.C.) (ed. ἀί); arcad. ἀί IPArk.5.28 (Tegea IV a.C.); eol. ἄϊν IG 9(2).461.26 (Cranón II a.C.); αἶιν Hdn.Gr.1.497; ἄιν Hdn.Gr.1.497; αἰέ Hdn.Gr.1.497; beoc. ἠί Corinn.1.1.9, Hdn.Gr.1.497; dór. ἀέ Pi.P.9.88, Pisand.12; ἀές Ar.Lys.1266, TEracl.1.134 (IV a.C.); αἰές Bio Fr.4.1; lacon. ἀή SEG 12.368.3 (Cos III a.C.); tarent. αἰή Hdn.Gr.1.497; locr., foc., chipr. αἰϝεί IG 92.718.4 (Calión V a.C.), CEG 344 (Fócide VI a.C.), IChS 217.31 (Idalion V a.C.); tard. ἀείσε Steph.in Hp.Aph.1.140.23; ἄε Hsch.
I c. verb. y adv. c. idea durativa
1 sin parar, constantemente, siempre (en el pres. y fut.) ἀ. πυραὶ ... καίοντο Il.1.52, ἐμέ ... αἰὲν ἀτιμάζει Od.8.309, τὴν χώραν οἱ αὐτοὶ αἰεὶ οἰκοῦντες Th.2.36, δεῖ γάρ με ἀεὶ τῷ νόμῳ πείθεσθαι ἐν παντί debo siempre obedecer a la ley en todo Arr.Epict.3.24.107, συνεχές Od.9.74, ἐμμενές Od.21.69, ἠνεκές Emp.B 17.35
•esp. con εἰμί u or. nominal pura siempre, eternamente θεοὶ αἰὲν ἐόντες Il.1.290, cf. X.Cyr.1.6.46, τὸ παρὸν γὰρ αἰεὶ βαρὺ τοῖς ὑπηκόοις Th.1.77
•esp. en cont. fil. (κόσμος) ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ Heraclit.B 30, ἀεὶ ἦν ὅ τι ἦν καὶ ἀεὶ ἔσται Meliss.B 1, συγγενὴς (la filosofía) τῷ ἀθανάτῳ καὶ τῷ ἀεὶ ὄντι Pl.R.611e
•c. adj. θεῶν ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ Od.6.42, cf. Hes.Th.117, Pi.N.6.3
•en geom., para expresar la permanencia de una propiedad geométr. τῶν δὲ ἄλλων ἀεὶ ἡ ἔγγιον τῆς διὰ τοῦ κέντρου τῆς ἀπώτερον μείζων ἐστίν Eucl.3.7, εἴ κα ᾖ ἐπιφάνειά τις ἐπιπέδῳ τεμνομένα διά τινος ἀεὶ τοῦ σαμείου Archim.Fluit.1.1.
2 usado como adj. entre art. y nombre perpetuo διὰ τὴν αἰεὶ ἐρημίαν por no haber sido jamás habitada Th.4.29, ἐς τὸν ἀεὶ χρόνον Hdt.1.54, Pl.Phd.103e, Ath.Agora 19.L4.a9 (IV a.C.) cf. PMich.187.29 (I d.C.), PBerl.Möller 6.7 (III d.C.), τὸ ἀεί κινούμενον Procl.Inst.198
•εἰς ἀεί para siempre κτῆμά τε ἐς ἀεί Th.1.22, POxy.2133.28 (III d.C.), cf. εἰσαεί
•ἀεί κοτε Hdt.1.58, αἰεί ποτε Th.6.82
•siempre hasta ahora καταζῇ δεῦρ' ἀεὶ σεμνὸν βίον E.Io 56, cf. Hel.761.
II 1c. valor iter. todas las veces, cada vez, siempre ἀεὶ μὲν πώς μοι ἐπιπλήσσεις ἀγορῇσιν Il.12.211, σφᾶς δ' αὐτὰς πρῶτόν τε καὶ ὕστατον αἰὲν ἀείδειν a ellas mismas al principio y al final celebrarlas siempre Hes.Th.34, cf. h.Hom.21.4, τοῖς αἰεὶ ὑπολειπομένοις ἀντίπαλοι ὄντες Th.1.11, τῷ ἀεὶ ἄλλο καὶ ἄλλο λαμβάνεσθαι Arist.Ph.206a27, τὰς αἰεὶ πληρουμένας las (naves) que iban siendo equipadas Th.3.77, βιαζόμενοι ὑπό τινων αἰεὶ πλειόνων Th.1.2
•esp. en cont. indicando una progresión indef. ἀεί ἐστι μεῖζον Anaxag.B 3, cf. 5, c. determ. que fijan su valor temp. ἀ. διὰ βίου Pl.Phd.75d.
2 ref. a pers. en una situación o cargo, c. subst., part. o adj. de turno, del momento ὁ αἰεὶ βασιλεύων Hdt.2.98, θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί adula al poderoso de turno A.Pr.937, hοι αἰεὶ ταμίαι IG 13.52.25 (V a.C.), ὁ χοροστάτας ἄϊ ὁ ἐνέων IAdramytteion l.c., οἱ ἐπιμεληταὶ οἱ αἰεὶ καθιστάμενοι IG 22.1165.19 (III a.C.), δοῦλοι ὄντες τῶν αἰεὶ ἀτόπων esclavos de las novedades del momento Th.3.38.
3 geom. indefinidamente en fórmulas καὶ ἀεὶ τοῦτο ποιοῦντες repitiendo la operación al infinito Euc.12.2, 10, 11, κυλίνδρου ... ἀεὶ δίχα τεμνομένου Archim.Con.Sph.19, cf. Spir.21, Papp.5.8.
• Etimología: Cf. αἰών.
German (Pape)
[Seite 38] eigtl. att. Form, auch Hom. Il. 12, 211. 23, 648 Odyss. 15, 379, selten bei sp. Ep.; ion. u. poet. αἰεί, auch bei att. Dichtern, wenn die erste Sylbe lang sein soll, denn ἀεί hat in der Regel ein kurzes α, die Stellen der com. mit ἀ s. ind. cemic. dict., – und, wenn die letzte Sylbe kurz sein soll, αἰέν, sehr oft Hom.; dor. αἰές, ἀές, ἀέ, äol. ἀΐ; vgl. über die 12 Formen, welche das Wort nach den alten Gramm. hat, Schäfer zu Gregor. Cor. p. 348; – imm er, stets, jedesmal, ὁ ἀεὶ κρατῶν. Aesch. Pr. 939; τοὺς ἀεὶ ἐγγυτάτω έαυτῶν ὄντας, die ihnen jedesmal am nächsten stehen, Plat. Apol. 25 c; bes. oft bei particip., οἱ ἀεὶ παρόντες, die jedesmal Anwesenden, Plat. Gorg. 493 c; beim relativ. mit ἄν, wie unser: wer nur immer, ὃς ἂν ἀεὶ τῶν φίλων τυγχάνῃ ἀδικῶν 480 c, u. öfter. Bei anderen Zeitbestimmungen scheint es oft pleonastisch zu stehen, διαμπερές, συνεχὲς αἰεί, έκάστοτε ἀεί, oft bei Dem.; ἀεί ποτε, immerdar, Thue. 1, 13 und sehr oft.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 toujours ; ἀεί ποτε, ἀεὶ δή ποτε, de tout temps ; ἐς ἀεί, εἰς ἀεί pour toujours ; ἐς τόδε ἀεί THC jusqu’ici sans interruption ; ὁ ἀεὶ χρόνος HDT l'éternité ; οἱ ἀεὶ ὄντες XÉN les immortels;
2 chaque fois : θῶπτε τὸν κρατοῦντ’ ἀεί ESCHL flatte chaque fois le maître du jour ; ὁ δ’ ἀεὶ ξυντυχών EUR toutes les fois qu'un homme a affaire (à cette engeance, il connaît la vérité de ce que je dis) ; μᾶλλον ἀεί PLUT toujours plus, de plus en plus;
3 successivement, tour à tour, au fur et à mesure : ὁ ἀεὶ βασιλεύων THC celui qui règne à son tour ; ἕτεροι δὲ παρέδοσαν τὸν ἀεὶ ἐξορυσσόμενον χοῦν ἄλλοισι HDT les uns passaient aux autres la terre du terrassement au fur et à mesure qu’elle était retirée ; τὰς ἀεὶ πληρουμένας ἐξέπεμπον THC ils faisaient partir les navires à mesure que les équipages étaient au complet.
Étymologie: cf. αἰών.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεί: Ἐπ. αἰεί, αἰέν, (ἴδ. ἐν τέλ.)· - ἐπίρρ. πάντοτε, αἰωνίως, διὰ παντός, Ὅμ. κλπ.· συχνάκις καὶ μετὰ ἄλλων χρονικῶν προσδιορισμῶν, ὡς διαμπερὲς αἰεί, συνεχὲς αἰεί, ἐμμενὲς αἰεί, Ὅμ. - ἀεὶ καθ’ ἡμέραν, καθ’ ἡμέραν ἀεί, ἀεὶ καὶ καθ’ ἡμέραν, ἀεὶ κατ’ ἐνιαυτόν, ἀεὶ διὰ βίου, κτλ. Heind. Πλάτ. Φαίδων 75D. Schäf. Γρηγ. 169 καὶ Appar. ad Dem. 3. 265. Πορσ. Εὐρ. Φοίν. 1422· δεῦρ’ ἀεί, μέχρι τοῦδε, Πόρσ. Εὐρ. Ὀρ. 1679· ὡσαύτως εἰς ἀεί, εἰσαεί, ἐσαεί· ἴδ. εἰσαεί, - Μετὰ τοῦ ἄρθρ.· ὁ ἀεὶ χρόνος = ἡ αἰωνιότης, Ἡρόδ. 1. 54, Πλάτ. Φαίδων 103Ε, κτλ. - οἱ ἀεὶ ὄντες, οἱ ἀθάνατοι, Ξεν. Κύρ. 8. 7. 32, κτλ.· - ἀλλ’: ὁ ἀεὶ βασιλεύων, ὁ ἑκάστοτε ὢν βασιλεύς, Ἡρόδ. 9. 116· οἱ ἀεὶ δικάζοντες, Δημ. 585. 24· ὁ ἀεὶ ἐντὸς γενόμενος, πᾶς ὁ ἑκάστοτε εἰσερχόμενος, Θουκ. 4. 68· τὸν ἀεὶ προστυχόντα, Δημ. 557. 20· τοῖσι τούτων αἰεὶ ἐκγόνοισι, εἰς τοὺς διὰ παντὸς ἀπογόνους αὐτῶν, Ἡρόδ. 1. 105· πρβλ. 3. 83, κτλ. Ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 937· θῶπτε τὸν κρατοῦντ’ ἀεί, ἡ θέσις τοῦ ἀεὶ ὀφείλεται εἰς τὰς ἀπαιτήσεις τοῦ μέτρου. - Ταύτης τῆς λέξεως 14 τύποι ἀριθμοῦνται, Ahrens π. Δωρ. δ. 378, κἑξ.: - Ἡμεῖς ἐνταῦθα σημειοῦμεν τοὺς ἀκολούθους: 1) αἰεί, Ἐπ. καὶ Ἰων. καὶ παρ’ ἅπασι τοῖς ποιηταῖς πλὴν τῶν Ἀττικῶν· ὁ Ὅμηρος μεταχειρίζεται τὸ ἀεὶ τρίς, ὁπόταν τὸ μέτρον ἀπαιτῇ ἡ πρώτη συλλαβὴ νὰ ἦναι βραχεῖα. 2) αἰέν, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ, ὁπόταν ἡ λήγουσα ἀπαιτῆται νὰ εἶναι βραχεῖα, ἐνίοτε δὲ καὶ παρὰ Τραγ. διὰ τὸν αὐτὸν λόγον· π.χ. Αἰσχύλ. Πρ. 428, Ἀγ. 891, Σοφ. Αἴ. 682, πρβλ. αἰένυπνος. 3) ἀεί, ὁ μόνος ὀρθὸς Ἀττικὸς τύπος, τὴν πρώτην συλλαβὴν ἔχων μακρὰν ἢ βραχεῖαν κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου· ὁπόταν δὲ ἡ συλλαβὴ αὕτη ἦτο μακρά, οἱ ἀντιγραφεῖς συχνάκις ἀντικαθίστων τὸ ἀεὶ διὰ τοῦ αἰεὶ καὶ οὕτως εἰσήγαγον τὸν τύπον τοῦτον ἔτι καὶ εἰς τοὺς πεζοὺς τῶν Ἀττικῶν· ἀλλ’ ἐν τοῖς ἀρίστοις χειρογράφοις ὁ ὀρθὸς Ἀττικὸς τύπος πολλάκις διατηρεῖται καὶ ὅταν τὸ α εἶναι μακρὸν ὡς ἐν τῷ Λαυρεντ. χειρογρ. τοῦ Σοφ. καὶ ἐν τῷ τῆς Ραβέν. τοῦ Ἀριστοφ., πρβλ. ἀετός, εἰσαεί, καίω, κλαίω. 4) αἰές, Δωρ. Ἀριστοφ. Λυσ. 1267, Βίων 11. 1, Πίνακ. Ἡρακλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5774, 134. 5) ἀέ, Πινδ. Π. 9. 154, πρβλ. ἀέναος. 6) ἠΐ, Βοιωτ. καὶ 7) Αἰολ. αἶι ἢ -ιν, ἄϊ ἢ -ιν. Ahr. Αἰολ. δ. σ. 156: - ἀϊ-εἶναι συχνὸν ἐν Ἐπιγρ. ὡς ἀΐσιτος, κτλ. (Ἡ √ ΑΙϜ ἀπαντᾷ ἐν αἰϜεί, Συλλ. Ἐπιγρ. 1, πρὸς τὰ αἰϝών, ἀϝίδιος, πρβλ. Σανσκρ. aîva (Ved.), êvas (vitae ratio), Λατ. aevum, aetas (aevitas), aeternus (aeviternus), Γοτθ. aivs (αἰών), aiveins (αἰώνιος), aiv = Γερμ. ewig = πάντοτε). ΣΗΜ. Σύνθετά τινα ἐκ τοῦ ἀεί, τὰ ὁποῖα οὐδόλως μεταβάλλονται κατὰ τὴν σύνθεσιν, παρελείφθησαν, ἐπειδὴ γράφονται χωρὶς ὑπὸ τῶν ἀρίστων ἐκδοτῶν καὶ δύναταί τις πάντοτε νὰ τὰ ἀνεύρῃ ἐν ταῖς ἁπλαῖς λέξεσιν, ἐξ ὧν σύγκεινται.
English (Autenrieth)
always, ever; joined with ἀσκελέως, ἀσφαλές, διαμπερές, ἐμμενές, μάλα, νωλεμές, συνεχές. Also αἰεὶ ἤματα πάντα.
English (Slater)
English (Abbott-Smith)
ἀεί, adv., [in LXX: Is 42:14 (מֵעוֹלָם) 51:13 (תָּמִיד), Ps 94(95):10, al.;]
ever;
1.of continuous time, unceasingly, perpetually: Ac 7:51, 2 Co 4:11 6:10, Tit 1:12, He 3:10.
2.Of successive occurrences, on every occasion (MM, VGT, s.v.): I Pe 3:15, II Pe 1:12. †
English (Strong)
from an obsolete primary noun (apparently meaning continued duration); "ever," by qualification regularly; by implication, earnestly: always, ever.
English (Thayer)
(see αἰών, adverb (from Homer down), always;
1. perpetually, incessantly: T WH omit) (at every feast); 2 Peter 1:12.
Greek Monotonic
ἀεί: [ᾱ], Επικ. αἰεί, αἰέν, επίρρ., πάντοτε, αιωνίως, διαπαντός, σε Όμηρ. κ.λπ.· συχνά και με άλλους χρονικούς προσδιορισμούς· διαμπερὲς αἰεί, συνεχὲς αἰεί, ἐμμενὲς αἰεί, στον ίδ.· ἀεὶ καθ' ἡμέραν, καθ' ἡμέραν ἀεί, ἀεὶ καὶ καθ' ἡμέραν, ἀεὶ κατ' ἐνιαυτόν, ἀεὶ διὰ βίου κ.λπ., σε Πλάτ. κ.λπ.· βλ. εἰσαεί· ὁ ἀεὶ χρόνος, η αιωνιότητα, σε Ηρόδ., Πλάτ.· οἱ ἀεὶ ὄντες, οι αθάνατοι, σε Ξεν. κ.λπ.· αλλά: ὁ αἰεὶ βασιλεύων, ο εκάστοτε βασιλιάς (ο βασιλιάς μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου), σε Ηρόδ.· τοῖσι τούτων αἰεὶ ἐκγόνοισι, στους διά παντός απογόνους τους, στον ίδ. (η ρίζα είναι ΑΙϜ· πρβλ. Λατ. aev-um, aetas, δηλ. aev-itas).
Russian (Dvoretsky)
ἀεί: эп. преимущ. αἰεί, эп.-поэт. тж. αἰέν, дор. αἰές и ἀέ, эол. ἀΐ или ἄϊ adv.
1) всегда, постоянно: διὰ παντὸς ἀ. τοῦ χρόνου Xen. в течение всего времени, во всякое время; ἀ. διὰ βίου Plat. в течение всей жизни; εἰς τὸν ἀ. χρόνον Her., Plat. или είς ἀ. Soph., Thuc. навеки, навсегда; ἀ. (δή) ποτε Hom., Thuc. чуть ли не всегда; ἐς τόδε ἀ. Thuc. вплоть до настоящего времени;
2) (в разделит.-итерат. знач.) всякий раз (как), кто ни, что ни: ἀ. ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην Her. или ἀ. παρ᾽ ἑκάστην ἡμέραν Xen. что ни день; ἀ. ἑκάστοτε Arph. то и дело, беспрестанно; ὁ ἀ. βασιλεύων Her. и ὁ ἀ. κρατῶν Aesch. кто бы ни царствовал, т. е. тот, кто в данное время царствует; ὁ ἀ. ὤν Xen. вечный; οἱ ἀ. τούτων ἔκγονοι Her. все их потомки; ὁ ἀ. ἐντὸς γιγνόμενος Thuc. всякий проникший внутрь; οἱ ἀ. ἐγγυτάτω ἑαυτῶν ὄντες Plat. все, кто бы ни находился в тесном с ними общении; τὰς ἀ. πληρουμένας (ναῦς) ἐξέπεμπον Thuc. они высылали корабли по мере их оснащения.
Middle Liddell
[The Root is !αεϝ; cf. Lat. aevum, aetas, i. e. aeuitas.]
always, for ever, Hom., etc.; often with other words of time, διαμπερὲς αἰεί, συνεχὲς αἰεί, ἐμμενὲς αἰεί, Hom.; ἀεὶ καθ' ἡμέραν, καθ' ἡμέραν ἀεί, ἀεὶ καὶ καθ' ἡμέραν, ἀεὶ κατ' ἐνιαυτόν, ἀεὶ διὰ βίου, etc., Plat., etc.; v. εἰσαεί:—ὁ ἀεὶ χρόνος eternity, Hdt., Plat.; οἱ ἀεὶ ὄντες the immortals, Xen., etc.:—but, ὁ αἰεὶ βασιλεύων the king for the time being, Hdt.; τοῖσι τούτων αἰεὶ ἐκγόνοισι to their descendants for ever, Hdt.
Chinese
原文音譯:¢e⋯ 阿誒
詞類次數:副詞(8)
原文字根:不 若
字義溯源:經常*,持續地,不斷地,從始至終,常常,時常,總是。從這字七次使用中可歸納為三點:(1)常常( 林後6:10; 彼前3:15)(2)從古時至今( 多1:12) (3)常時,總是( 徒7:51; 林後4:11; 來3:10; 彼後1:12)
同源字:1) (ἀεί)經常 (ἀΐδιος)永恒 3) (αἰών)時代 4) (αἰώνιος)永久的
同義字:1) (ἀεί)經常 2) (διαπαντός)經常 3) (ἑκάστοτε)每次 4) (πάντοτε)經常的
出現次數:總共(7);徒(1);林後(2);多(1);來(1);彼前(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 常常(3) 林後6:10; 多1:12; 來3:10;
2) 常常的(1) 彼後1:12;
3) 要常作(1) 彼前3:15;
4) 時常(1) 徒7:51;
5) 常(1) 林後4:11
English (Woodhouse)
always, continually, for all time, for ever, from time to time