ἐπεύχομαι: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
m (Text replacement - "qu’u" to "qu'u")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0918.png Seite 918]] 1) beten zu einer Gottheit, ihr Gelübde machen, θεοῖς, νοστῆσαι Ὀδυσῆα, zu den Göttern flehen, daß Odysseus zurückkehre, Od. 14, 423, wie Διΐ, Ἀρτέμιδι; so ματρί Pind. P. 3, 77; τοιαῦτ' ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖς Aesch. Spt. 261; Ἡλίῳ – ἐχθροὺς τίνειν Ag. 1296; Νύμφαις ἐπευξάμενοι νόστου σωτῆρας ἱκέσθαι Soph. Phil. 1456; τοῖσι θεοῖσιν διδόναι πλοῦτον τοῖς Ἕλλησιν Ar. Par 1285; τῷ θεῷ τὸ κεχαρισμένον αὐτῷ [[θῦμα]] [[ἑλεῖν]] Plat. Critia. 119 d; Folgde, wie πᾶσι θεοῖς, εὐτυχίαν μοι δοῦναι Dem. 18, 141; oft absolut, wie τάσδ' ἐπεύχεσθαι λιτάς Soph. O. C. 485; dazu, dabei flehen, Eur. Hec. 542. Erst Sp. auch mit dem acc. der Person, anflehen, θεούς Aristaen. 2, 2; Xen. Cyn. 1, 12. – Geloben, [[ἐπεύχομαι]] θήσειν τρόπαια Aesch. Spt. 258; – anwünschen, bes. etwas Böses, [[μόρον]] ἄφερτον Πελοπίδαις Aesch. Ag. 1582; [[ὅρκος]] μεγάλας ἀρὰς ἐπευχόμενος τοῖς ἀπειθοῦσι Plat. Critia. 119 e, vgl. Legg. XI, 931 b; καὶ ἐπεύχεται αὐτοῖς [[μήτε]] γῆν καρποὺς φέρειν Aesch. 3, 111, bei Sp. auch Gutes, wie εὐτυχίαν τινί Plut. Galb. 18. – 2) sich damit rühmen, prahlen, Il. 5, 119 u. öfter, δοιοῖσιν, Ἱππασίδῃσιν 11. 431; c. inf. Aesch. Ag. 1235; c. partic., Eum. 58; [[Ἄργος]] πατρίδ' ἐμήν. I. T. 508, μέγα [[θράσος]] Rhes. 693; ἣν [[οὔποτε]] ἐπεύξεταί τις ῥαστώνῃ παραλαβεῖν Plat. Epin. 991 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0918.png Seite 918]] 1) beten zu einer Gottheit, ihr Gelübde machen, θεοῖς, νοστῆσαι Ὀδυσῆα, zu den Göttern flehen, daß Odysseus zurückkehre, Od. 14, 423, wie Διΐ, Ἀρτέμιδι; so ματρί Pind. P. 3, 77; τοιαῦτ' ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖς Aesch. Spt. 261; Ἡλίῳ – ἐχθροὺς τίνειν Ag. 1296; Νύμφαις ἐπευξάμενοι νόστου σωτῆρας ἱκέσθαι Soph. Phil. 1456; τοῖσι θεοῖσιν διδόναι πλοῦτον τοῖς Ἕλλησιν Ar. Par 1285; τῷ θεῷ τὸ κεχαρισμένον αὐτῷ [[θῦμα]] [[ἑλεῖν]] Plat. Critia. 119 d; Folgde, wie πᾶσι θεοῖς, εὐτυχίαν μοι δοῦναι Dem. 18, 141; oft absolut, wie τάσδ' ἐπεύχεσθαι λιτάς Soph. O. C. 485; dazu, dabei flehen, Eur. Hec. 542. Erst Sp. auch mit dem acc. der Person, anflehen, θεούς Aristaen. 2, 2; Xen. Cyn. 1, 12. – Geloben, [[ἐπεύχομαι]] θήσειν τρόπαια Aesch. Spt. 258; – anwünschen, bes. etwas Böses, [[μόρον]] ἄφερτον Πελοπίδαις Aesch. Ag. 1582; [[ὅρκος]] μεγάλας ἀρὰς ἐπευχόμενος τοῖς ἀπειθοῦσι Plat. Critia. 119 e, vgl. Legg. XI, 931 b; καὶ ἐπεύχεται αὐτοῖς [[μήτε]] γῆν καρποὺς φέρειν Aesch. 3, 111, bei Sp. auch Gutes, wie εὐτυχίαν τινί Plut. Galb. 18. – 2) sich damit rühmen, prahlen, Il. 5, 119 u. öfter, δοιοῖσιν, Ἱππασίδῃσιν 11. 431; c. inf. Aesch. Ag. 1235; c. partic., Eum. 58; [[Ἄργος]] πατρίδ' ἐμήν. I. T. 508, μέγα [[θράσος]] Rhes. 693; ἣν [[οὔποτε]] ἐπεύξεταί τις ῥαστώνῃ παραλαβεῖν Plat. Epin. 991 c.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> adresser une prière :<br /><b>1</b> prier, supplier : τινι qqn ; [[τι]] demander qch par une prière ; ἐπ. λιτάς SOPH adresser une prière ; [[τι]] θεοῖς ESCHL adresser une prière aux dieux ; κατθανεῖν ἐπηυχόμην SOPH je priais pour obtenir de mourir;<br /><b>2</b> rendre grâces par ses prières : θεοῖς SOPH aux dieux;<br /><b>3</b> faire vœu de, inf. fut.;<br /><b>4</b> exprimer un vœu, un souhait <i>en mauv. part</i> : ἐπ. [[μόρον]] τινί ESCHL souhaiter la mort à qqn ; ἐπ. τινι avec un inf., souhaiter pour le malheur de qqn qu'une chose arrive;<br /><b>II.</b> se glorifier de, se vanter de : τινι, [[τι]] de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εὔχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεύχομαι''': Ἀποθ., [[εὔχομαι]], [[προσεύχομαι]], παρακαλῶ, δέομαι, [[ἱκετεύω]], μετὰ δοτ., θεοῖς Διῒ Ὅμ., Ἡρόδ., κλπ.· ἀλλ’ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1024, ἐπεύχεσθαι θεοῖς, προσφέρειν αὐτοῖς εὐχαριστίας·- μετ’ ἀπαρ., [[ἱκετεύω]] τινὰ ἵνα..., ἐπεύχετο πᾶσι θεοῖσι νοστῆσαι Ὀδυσῆα Ὀδ. Ξ. 423, Υ. 238, πρβλ. Σοφ. Φιλ. ἐν τέλει, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1230, κτλ.· κατθανεῖν ἐπηυχόμην Σοφ. Τρ. 16· ἐπ. εὐορκοῦντι [[εἶναι]] ἀγαθὰ Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13.22, πρβλ. Αἰσχίν. 69.15·- μετ’ αἰτ. πράγμ., [[εὔχομαι]] [[ὅπως]] μοι ἐπέλθῃ τι, μηδὲν θανάτου μοῖραν ἐπεύχου τοῖσδε βαρυνθεὶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1462· [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐπ. λιτὰς Σοφ. Ο. Κ. 484· τοιαῦτα θεοῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 279·- βραδύτερον μετ’ αἰτ. προσώπου ἐπ. θεοὺς Ξεν. Ἐφ. 1. 12, Ἀρισταίν. 2.2. II. ποιοῦμαι εὐχήν, «τάζω», «[[κάμνω]] τάμμα», μετ’ ἀπαρ. μέλλ., [[ἐπεύχομαι]] θήσειν τροπαῖα Αἰσχύλ. Θήβ. 276. ΙΙΙ. [[κατεύχομαι]], καταρῶμαι, [[μόρον]]… Πελοπίδαις ἐπεύχεται ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1600, πρβλ. 501, Χο. 112· ἀρὰς τοῖς ἀπειθοῦσιν Πλάτ. Κριτίας 119Ε· μετ’ ἀπαρ., [[ἐπεύχομαι]] αὐτῷ παθεῖν Σοφ. Ο. Τ. 249· ἀπολ., ἐπαρὰς ποιοῦμαι, καταρῶμαι, μή ’πεύξῃ [[πέρα]] ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1286. πρβλ. Τρ. 809·- σπανίως ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἐπ. εὐτυχίαν τινὶ Πλουτ. Γάλβ. 18, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 481. IV. καυχῶμαι ἐπί τινι, [[σήμερον]] ἢ δοιοῖσιν ἐπεύξεαι Ἱππασίδῃσι τοιώδ’ ἄνδρε κατακτείνας…, ἤ κεν κτλ, «[[σήμερον]] ἢ δυσὶν υἱοῖς τοῦ Ἱππάσου ἐπικαυχήσῃ ἄνδρας τοιούτους ἀνελὼν…, ἢ κτλ. (Θ. Γαζῆς) Ἰλ. Λ. 431· ἀπολ., Ε. 119. 2) μετ’ ἀπαρ., καυχῶμαι ὅτι…, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 287, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1262, Εὐμ. 58, κτλ.· Ἄργος πατρίδ’ ἐμὴν ἐπ. ἐξυπ. [[εἶναι]] Εὐρ. Ι. Τ. 508· μετὰ μετοχ., [[μήποτε]] ἐκφυγὸν ἐπεύξηται. καυχηθῇ ὅτι..., Πλάτ. Σοφ. 235C. 3) μετ’ αἰτ., τίς ὃς μέγα [[θράσος]] ἐπεύξεται χεῖρα φυγὼν ἐμάν; τίς [[εἶναι]] [[ἐκεῖνος]] [[ὅστις]] θὰ καυχηθῇ ἐπὶ τῇ μεγάλῃ τόλμῃ [[αὐτοῦ]] ὅτι διέφυγε τὴν χεῖρά μου; Εὐρ. Ρῆσ. 693.
|lstext='''ἐπεύχομαι''': Ἀποθ., [[εὔχομαι]], [[προσεύχομαι]], παρακαλῶ, δέομαι, [[ἱκετεύω]], μετὰ δοτ., θεοῖς Διῒ Ὅμ., Ἡρόδ., κλπ.· ἀλλ’ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1024, ἐπεύχεσθαι θεοῖς, προσφέρειν αὐτοῖς εὐχαριστίας·- μετ’ ἀπαρ., [[ἱκετεύω]] τινὰ ἵνα..., ἐπεύχετο πᾶσι θεοῖσι νοστῆσαι Ὀδυσῆα Ὀδ. Ξ. 423, Υ. 238, πρβλ. Σοφ. Φιλ. ἐν τέλει, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1230, κτλ.· κατθανεῖν ἐπηυχόμην Σοφ. Τρ. 16· ἐπ. εὐορκοῦντι [[εἶναι]] ἀγαθὰ Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13.22, πρβλ. Αἰσχίν. 69.15·- μετ’ αἰτ. πράγμ., [[εὔχομαι]] [[ὅπως]] μοι ἐπέλθῃ τι, μηδὲν θανάτου μοῖραν ἐπεύχου τοῖσδε βαρυνθεὶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1462· [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐπ. λιτὰς Σοφ. Ο. Κ. 484· τοιαῦτα θεοῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 279·- βραδύτερον μετ’ αἰτ. προσώπου ἐπ. θεοὺς Ξεν. Ἐφ. 1. 12, Ἀρισταίν. 2.2. II. ποιοῦμαι εὐχήν, «τάζω», «[[κάμνω]] τάμμα», μετ’ ἀπαρ. μέλλ., [[ἐπεύχομαι]] θήσειν τροπαῖα Αἰσχύλ. Θήβ. 276. ΙΙΙ. [[κατεύχομαι]], καταρῶμαι, [[μόρον]]… Πελοπίδαις ἐπεύχεται ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1600, πρβλ. 501, Χο. 112· ἀρὰς τοῖς ἀπειθοῦσιν Πλάτ. Κριτίας 119Ε· μετ’ ἀπαρ., [[ἐπεύχομαι]] αὐτῷ παθεῖν Σοφ. Ο. Τ. 249· ἀπολ., ἐπαρὰς ποιοῦμαι, καταρῶμαι, μή ’πεύξῃ [[πέρα]] ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1286. πρβλ. Τρ. 809·- σπανίως ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἐπ. εὐτυχίαν τινὶ Πλουτ. Γάλβ. 18, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 481. IV. καυχῶμαι ἐπί τινι, [[σήμερον]] ἢ δοιοῖσιν ἐπεύξεαι Ἱππασίδῃσι τοιώδ’ ἄνδρε κατακτείνας…, ἤ κεν κτλ, «[[σήμερον]] ἢ δυσὶν υἱοῖς τοῦ Ἱππάσου ἐπικαυχήσῃ ἄνδρας τοιούτους ἀνελὼν…, ἢ κτλ. (Θ. Γαζῆς) Ἰλ. Λ. 431· ἀπολ., Ε. 119. 2) μετ’ ἀπαρ., καυχῶμαι ὅτι…, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 287, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1262, Εὐμ. 58, κτλ.· Ἄργος πατρίδ’ ἐμὴν ἐπ. ἐξυπ. [[εἶναι]] Εὐρ. Ι. Τ. 508· μετὰ μετοχ., [[μήποτε]] ἐκφυγὸν ἐπεύξηται. καυχηθῇ ὅτι..., Πλάτ. Σοφ. 235C. 3) μετ’ αἰτ., τίς ὃς μέγα [[θράσος]] ἐπεύξεται χεῖρα φυγὼν ἐμάν; τίς [[εἶναι]] [[ἐκεῖνος]] [[ὅστις]] θὰ καυχηθῇ ἐπὶ τῇ μεγάλῃ τόλμῃ [[αὐτοῦ]] ὅτι διέφυγε τὴν χεῖρά μου; Εὐρ. Ρῆσ. 693.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> adresser une prière :<br /><b>1</b> prier, supplier : τινι qqn ; [[τι]] demander qch par une prière ; ἐπ. λιτάς SOPH adresser une prière ; [[τι]] θεοῖς ESCHL adresser une prière aux dieux ; κατθανεῖν ἐπηυχόμην SOPH je priais pour obtenir de mourir;<br /><b>2</b> rendre grâces par ses prières : θεοῖς SOPH aux dieux;<br /><b>3</b> faire vœu de, inf. fut.;<br /><b>4</b> exprimer un vœu, un souhait <i>en mauv. part</i> : ἐπ. [[μόρον]] τινί ESCHL souhaiter la mort à qqn ; ἐπ. τινι avec un inf., souhaiter pour le malheur de qqn qu'une chose arrive;<br /><b>II.</b> se glorifier de, se vanter de : τινι, [[τι]] de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εὔχομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 15:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεύχομαι Medium diacritics: ἐπεύχομαι Low diacritics: επεύχομαι Capitals: ΕΠΕΥΧΟΜΑΙ
Transliteration A: epeúchomai Transliteration B: epeuchomai Transliteration C: epeychomai Beta Code: e)peu/xomai

English (LSJ)

A pray or make a vow to a deity, c. dat., θεοῖς, Διΐ, Od.11.46, Il.6.475, etc.; but in S.OC1024, ἐ. θεοῖς give thanks to them: c. dat. et inf., pray to one that .., ἐπεύχετο πᾶσι θεοῖσι νοστῆσαι Ὀδυσῆα Od.14.423, 20.238, cf. S.Ph.1470, Ar.Pax1320 (anap.), etc.: without a dat., κατθανεῖν ἐπηυχόμην S.Tr.16; ἐ. εὐορκοῦντι εἶναι ἀγαθά Lexap.And.1.98, cf. Aeschin.3.111: c. acc. rei, pray for, θανάτου μοῖραν A.Ag. 1462 (lyr.): c. acc. cogn., ἐ. λιτάς S.OC484; τοιαῦτα θεοῖς A.Th. 280: later, c. acc. pers., ἐ. θεούς Aristaenet.2.2. II vow, c. fut. inf., ἐ. θήσειν τροπαῖα A.Th.276. III imprecate upon, μόρον . . Πελοπίδαις Id.Ag.1600, cf. 501, Ch.112; ἀρὰς τοῖς ἀπειθοῦσιν Pl.Criti. 119e: c. inf. ἐπεύχομαι [αὐτῷ] παθεῖν S.OT249: abs., utter imprecations, μὴ 'πεύξῃ πέρα Id.Ph.1286, cf. Tr.809: rarely in good sense, ἐ. εὐτυχίαν τινί Plu.Galb.18; ἐ. τινὶ εὐτυχεῖν A.Th.481. IV exult over, δοιοῖσιν ἐπεύξεαι Ἱππασίδῃσι Il.11.431: abs., 5.119. 2 c. inf., boast that .., c. aor. inf., μιγῆναι h.Ven.287; fut., A.Ag.1262; pres., Id.Eu.58, etc.; Ἄργος πατρίδ' ἐμὴν ἐ. (sc. εἶναι) E.IT508: c. part., ἐ. ἐκφυγόν boast that it has escaped, Pl.Sph.235c, cf. E.Rh.693 (reading θρασύς).

German (Pape)

[Seite 918] 1) beten zu einer Gottheit, ihr Gelübde machen, θεοῖς, νοστῆσαι Ὀδυσῆα, zu den Göttern flehen, daß Odysseus zurückkehre, Od. 14, 423, wie Διΐ, Ἀρτέμιδι; so ματρί Pind. P. 3, 77; τοιαῦτ' ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖς Aesch. Spt. 261; Ἡλίῳ – ἐχθροὺς τίνειν Ag. 1296; Νύμφαις ἐπευξάμενοι νόστου σωτῆρας ἱκέσθαι Soph. Phil. 1456; τοῖσι θεοῖσιν διδόναι πλοῦτον τοῖς Ἕλλησιν Ar. Par 1285; τῷ θεῷ τὸ κεχαρισμένον αὐτῷ θῦμα ἑλεῖν Plat. Critia. 119 d; Folgde, wie πᾶσι θεοῖς, εὐτυχίαν μοι δοῦναι Dem. 18, 141; oft absolut, wie τάσδ' ἐπεύχεσθαι λιτάς Soph. O. C. 485; dazu, dabei flehen, Eur. Hec. 542. Erst Sp. auch mit dem acc. der Person, anflehen, θεούς Aristaen. 2, 2; Xen. Cyn. 1, 12. – Geloben, ἐπεύχομαι θήσειν τρόπαια Aesch. Spt. 258; – anwünschen, bes. etwas Böses, μόρον ἄφερτον Πελοπίδαις Aesch. Ag. 1582; ὅρκος μεγάλας ἀρὰς ἐπευχόμενος τοῖς ἀπειθοῦσι Plat. Critia. 119 e, vgl. Legg. XI, 931 b; καὶ ἐπεύχεται αὐτοῖς μήτε γῆν καρποὺς φέρειν Aesch. 3, 111, bei Sp. auch Gutes, wie εὐτυχίαν τινί Plut. Galb. 18. – 2) sich damit rühmen, prahlen, Il. 5, 119 u. öfter, δοιοῖσιν, Ἱππασίδῃσιν 11. 431; c. inf. Aesch. Ag. 1235; c. partic., Eum. 58; Ἄργος πατρίδ' ἐμήν. I. T. 508, μέγα θράσος Rhes. 693; ἣν οὔποτε ἐπεύξεταί τις ῥαστώνῃ παραλαβεῖν Plat. Epin. 991 c.

French (Bailly abrégé)

I. adresser une prière :
1 prier, supplier : τινι qqn ; τι demander qch par une prière ; ἐπ. λιτάς SOPH adresser une prière ; τι θεοῖς ESCHL adresser une prière aux dieux ; κατθανεῖν ἐπηυχόμην SOPH je priais pour obtenir de mourir;
2 rendre grâces par ses prières : θεοῖς SOPH aux dieux;
3 faire vœu de, inf. fut.;
4 exprimer un vœu, un souhait en mauv. part : ἐπ. μόρον τινί ESCHL souhaiter la mort à qqn ; ἐπ. τινι avec un inf., souhaiter pour le malheur de qqn qu'une chose arrive;
II. se glorifier de, se vanter de : τινι, τι de qch.
Étymologie: ἐπί, εὔχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεύχομαι: Ἀποθ., εὔχομαι, προσεύχομαι, παρακαλῶ, δέομαι, ἱκετεύω, μετὰ δοτ., θεοῖς Διῒ Ὅμ., Ἡρόδ., κλπ.· ἀλλ’ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1024, ἐπεύχεσθαι θεοῖς, προσφέρειν αὐτοῖς εὐχαριστίας·- μετ’ ἀπαρ., ἱκετεύω τινὰ ἵνα..., ἐπεύχετο πᾶσι θεοῖσι νοστῆσαι Ὀδυσῆα Ὀδ. Ξ. 423, Υ. 238, πρβλ. Σοφ. Φιλ. ἐν τέλει, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1230, κτλ.· κατθανεῖν ἐπηυχόμην Σοφ. Τρ. 16· ἐπ. εὐορκοῦντι εἶναι ἀγαθὰ Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13.22, πρβλ. Αἰσχίν. 69.15·- μετ’ αἰτ. πράγμ., εὔχομαι ὅπως μοι ἐπέλθῃ τι, μηδὲν θανάτου μοῖραν ἐπεύχου τοῖσδε βαρυνθεὶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1462· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐπ. λιτὰς Σοφ. Ο. Κ. 484· τοιαῦτα θεοῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 279·- βραδύτερον μετ’ αἰτ. προσώπου ἐπ. θεοὺς Ξεν. Ἐφ. 1. 12, Ἀρισταίν. 2.2. II. ποιοῦμαι εὐχήν, «τάζω», «κάμνω τάμμα», μετ’ ἀπαρ. μέλλ., ἐπεύχομαι θήσειν τροπαῖα Αἰσχύλ. Θήβ. 276. ΙΙΙ. κατεύχομαι, καταρῶμαι, μόρον… Πελοπίδαις ἐπεύχεται ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1600, πρβλ. 501, Χο. 112· ἀρὰς τοῖς ἀπειθοῦσιν Πλάτ. Κριτίας 119Ε· μετ’ ἀπαρ., ἐπεύχομαι αὐτῷ παθεῖν Σοφ. Ο. Τ. 249· ἀπολ., ἐπαρὰς ποιοῦμαι, καταρῶμαι, μή ’πεύξῃ πέρα ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1286. πρβλ. Τρ. 809·- σπανίως ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἐπ. εὐτυχίαν τινὶ Πλουτ. Γάλβ. 18, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 481. IV. καυχῶμαι ἐπί τινι, σήμερον ἢ δοιοῖσιν ἐπεύξεαι Ἱππασίδῃσι τοιώδ’ ἄνδρε κατακτείνας…, ἤ κεν κτλ, «σήμερον ἢ δυσὶν υἱοῖς τοῦ Ἱππάσου ἐπικαυχήσῃ ἄνδρας τοιούτους ἀνελὼν…, ἢ κτλ. (Θ. Γαζῆς) Ἰλ. Λ. 431· ἀπολ., Ε. 119. 2) μετ’ ἀπαρ., καυχῶμαι ὅτι…, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 287, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1262, Εὐμ. 58, κτλ.· Ἄργος πατρίδ’ ἐμὴν ἐπ. ἐξυπ. εἶναι Εὐρ. Ι. Τ. 508· μετὰ μετοχ., μήποτε ἐκφυγὸν ἐπεύξηται. καυχηθῇ ὅτι..., Πλάτ. Σοφ. 235C. 3) μετ’ αἰτ., τίς ὃς μέγα θράσος ἐπεύξεται χεῖρα φυγὼν ἐμάν; τίς εἶναι ἐκεῖνος ὅστις θὰ καυχηθῇ ἐπὶ τῇ μεγάλῃ τόλμῃ αὐτοῦ ὅτι διέφυγε τὴν χεῖρά μου; Εὐρ. Ρῆσ. 693.

English (Autenrieth)

fut. 2 sing. ἐπεύξεαι, aor. ἐπεύξατο: (1) pray (at some juncture), add a prayer, Od. 10.533, Od. 14.436.—(2) boast over, exult (at), Il. 11.431, Il. 5.119.— In both senses abs., or w. dat., and w. foll. inf.

English (Slater)

ἐπεύχομαι offer a prayer ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί (P. 3.77) c. inf. ἐ]πεύχο[μαι] δ' Οὐρανοῦ τ εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ κόραισί τ εὐμαχανίαν διδόμεν Πα. 7B. 15.

Spanish

rogar, dirigir una súplica

Greek Monolingual

ἐπεύχομαι και κυπρ. τ. ὐεύχομαι (AM)
εύχομαι, δέομαι για κάτι
μσν.
προσκυνώ («ἵστανται ἐπευχόμενοι τοὺς δεσπότας»)
αρχ.
1. ικετεύω (α. «καὶ ἐπεύχετο πᾱσι θεοῖσιν νοστῆσαι», Ομ. Οδ.
β. «δύστηνος αἰσὶ κατθανεῖν ἐπηυχόμην», Σοφ.)
2. εύχομαι να συμβεί κάτι («μηδὲν θανάτου μοῑραν ἐπεύχου τοῑσδε βαρυνθείς», Αισχύλ.)
3. κάνω τάμα («ὧδ' ἐπεύχομαι θύσειν τροπαῖα», Αισχύλ.)
4. καταριέμαι
5. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαιἌργος πατρίδ' ἐμὴν ἐπεύχομαι» — καυχιέμαι ότι πατρίδα μου είναι το Άργος, Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐπεύχομαι: μέλ. -ξομαι, αποθ.,
I. προσεύχομαι ή αφιερώνω σε θεότητα, με δοτ., σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ., ικετεύω κάποιον να..., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., εύχομαι για, σε Αισχύλ.· επίσης με συστ. αντ., ἐπ. λιτάς, σε Σοφ.
II. καταριέμαι, τί τινι, σε Αισχύλ.· με απαρ., ἐπεύχομαι (αὐτῷ) παθεῖν, σε Σοφ.· απόλ., καταριέμαι, εκφράζω ή ξεστομίζω κατάρες, στον ίδ.
III. καυχιέμαι για κάτι, τινι, σε Ομήρ. Ιλ.
IV. κομπάζω, καυχιέμαι, περηφανεύομαι ότι, με απαρ., σε Ομηρ. Ύμν., σε Αισχύλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεύχομαι:
1) (тж. ἐ. λιτάς Soph.) молить(ся), обращаться с мольбой (θεῷ Hom., Pind. и θεῷ ποιεῖν τι Hom., Aesch., Soph., Arph., Plat., Dem., Plut.): ἐ. θανάτου μοῖραν Aesch. и κατθανεῖν ἐ. Soph. молиться о (чьей-л.) смерти; ἐ. τι θεοῖς Aesch. молиться о чем-л. богам;
2) обращаться с благодарственной молитвой (θεοῖς Soph.);
3) давать обет, клятвенно обещать (θήσειν τρόπαια Aesch.);
4) (во враждебном смысле), желать, призывать, (на чью-л. голову) (μόρον τινί Aesch.): ἐ. ἀράς τινι Plat. посылать проклятия кому-л.; ἐ. παθεῖν ἅπερ τοῖσδε ἀρτίως ἠρασάμην Soph. пусть обрушатся на меня (досл. я желаю испытать) все те бедствия, которые я на этих (убийц) недавно призвал;
5) (редко в благожелат. смысле) желать (εὐτυχίαν τινί Plut.);
6) проклинать: μὴ ᾽πεύξῃ (= ἐπεύξῃ) πέρα Soph. не проклинай больше;
7) хвастаться, хвалиться (τι Eur. и ποιεῖν τι HH, Aesch., Plat.): ἐ. τινι Hom. торжествовать над кем-л.

Middle Liddell

fut. ξομαι
Dep.
I. to pray or make a vow to a deity, c. dat., Hom., Hdt., etc.:—c. inf. to pray to one that . ., Od., etc.:—c. acc. rei, to pray for, Aesch.: also, c. acc. cogn., ἐπ. λιτάς Soph.
II. to imprecate a curse upon, τί τινι Aesch.; c. inf., ἐπεύχομαι αὐτῷ παθεῖν Soph.: absol. to utter imprecations, Soph.
III. to glory over, τινι Il.
IV. to boast that, c. inf., Hhymn., Aesch., etc.