ἁπλῶς: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἁπλῶς:'''<br /><b class="num">1)</b> [[просто]] Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[прямо]], [[напрямик]], [[без обиняков]] Xen., Dem., Polyb.;<br /><b class="num">3)</b> [[простодушно]], [[наивно]] Isocr.;<br /><b class="num">4)</b> [[без прикрас]], [[без затей]], [[безыскусственно]] (λέγειν Isocr.);<br /><b class="num">5)</b> [[вскользь]], [[поверхностно]] ([[λίαν]] ἁ. πραγματεύειν Arst.);<br /><b class="num">6)</b> [[вообще]]: τὸ ἁ. ἀγαθόν Arst. [[благо]] вообще.
|elrutext='''ἁπλῶς:'''<br /><b class="num">1</b> [[просто]] Plat., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[прямо]], [[напрямик]], [[без обиняков]] Xen., Dem., Polyb.;<br /><b class="num">3</b> [[простодушно]], [[наивно]] Isocr.;<br /><b class="num">4</b> [[без прикрас]], [[без затей]], [[безыскусственно]] (λέγειν Isocr.);<br /><b class="num">5</b> [[вскользь]], [[поверхностно]] ([[λίαν]] ἁ. πραγματεύειν Arst.);<br /><b class="num">6</b> [[вообще]]: τὸ ἁ. ἀγαθόν Arst. [[благо]] вообще.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:50, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπλῶς Medium diacritics: ἁπλῶς Low diacritics: απλώς Capitals: ΑΠΛΩΣ
Transliteration A: haplō̂s Transliteration B: haplōs Transliteration C: aplos Beta Code: a(plw=s

English (LSJ)

Adv. of ἁπλοῦς, A singly, in one way, μένειν ἁπλῶς ἐν τῇ αὑτοῦ μορφῇ Pl.R.381c, etc.; ἁπλῶς λέγεσθαι in one sense, opp. πολλαχῶς, Arist.Top.158b10; ἁπλῶς λεγόμενα, opp. συμπλεκόμενα, Id.Metaph.1014a19, cf. Ph.195b15; opp. κατ' ἀλλήλων λέγεσθαι, without distinction of subject and predicate, Metaph.1041b1; ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς παντοδαπῶς δὲ κακοί Poët. ap. EN1106b35, etc. II simply, plainly, ἀλλ' ἁπλῶς φράσον A.Supp.464; ἁπλῶς τι φράζουσ' Id.Ch.121; ἁπλῶς εἰπεῖν Isoc.4.154; λαλεῖν Anaxil.22.23. b openly, frankly, Isoc.3.52, X.HG4.1.37; in good faith, D.18.308, etc.: in bad sense, ἁπλῶς ἔχειν to be a simpleton, Isoc.4.16. c in its natural state, uncooked, of food, Jul.Or.6.192b. 2 simply, absolutely, ἁπλῶς ἀδύνατον Th.3.45; τῶν νεῶν κατέδυ οὐδεμία ἁπλῶς no ship was absolutely sunk (though some were disabled), Id.7.34; ἁπλῶς οὐδὲ ἕν . . συνίημι Philem.123; ὅσ' ἐστὶν ἀγαθὰ . . ἁπλῶς simply all the good things there are, Ar.Ach.873; ἔδωκ' ἐμαυτὸν ὑμῖν ἁπλῶς D. 18.179; ἁπλῶς absolutely, opp. κατά τι (relatively), Arist.Top.115b12; opp. πρός τι, APr.41a5; opp. πρὸς ἡμᾶς, APo.72a3; opp. τινί, Top. 116a21; ἁπλῶς βαρύ, ἁπλῶς κοῦφον, ἁπλῶς μαλακόν, etc., Cael.311a17,27, Mete.386b32, al.; τὸ ἁπλῶς καλόν, τὸ ἁπλῶς ἀγαθόν, etc., EN1136b22, 1134b4, al.; opp. ὁτιοῦν (in some particular), Pol.1301a29; strengthened ἁπλῶς οὕτως Pl. Grg.468c, D.21.99; τὴν ἁπλῶς δίκην absolute, strict justice, opp. τοὐπιεικές and χάρις, S.Fr.770; ἡ τελεία καὶ ἁπλῶς κακία Arist.EN1138a33; τὸ ἁπλῶς the absolute, Dam.Pr.5: Comp. ἁπλούστερον Is.4.2; ἁπλουστέρως Str.6.2.4: Sup. ἁπλούστατα Pl.Lg.921b. 3 in a word, E.Rh.851, X.Cyr.1.6.33, Mem.1.3.2, etc. 4 generally, opp. σαφέστερον, Arist.Pol.1341b39, al.; ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν ib. 1285a31, EN1115a8, al.; ἁπλῶς δηλῶσαι Hell.Oxy.11.4; τὸν ἀκριβῶς ἐπιστάμενον λέγειν ἁπλῶς οὐκ ἂν δυνάμενον εἰπεῖν Isoc.4.11, cf. Demetr.Eloc.100,243: in bad sense, loosely, superficially, λίαν ἁπλῶς Arist.Metaph.987a21, GA756b17, al.; οὐχ ἁπλῶς φέρειν not lightly, E.IA899. 5 foolishly, Plu.2.72b.

Spanish (DGE)

v. ἁπλόος B.

German (Pape)

[Seite 293] adv. zu ἁπλόος, einfach, schlicht, λέγειν, dem ἀκριβῶς entgegengesetzt, Isocr. 4, 11; vgl. 154; λίαν ἁπλῶς ἔχειν 4, 18; ohne Ausnahme, schlechthin, unbedingt; ἁπλῶς οὕτως, oft bei Plat., z. B. Prot. 351 d; οὕτως ἁπλῶς Rep. 551 a; ὁ τὸν νόμον τιθεὶς ἁπλῶς εἶπε Dem. 19, 7, Gegensatz οὐ διώρισε; bestimmt, καὶ ἀτεχνῶς Plat Phaed. 100 d; – Pol. u. Sp. ἁπλῶς οὐ, durchaus nicht, 1, 4, 43.

French (Bailly abrégé)

adv.
I. simplement;
II. fig. 1 tout uniment, tout bonnement;
2 sans détours, franchement ; en mauv. part naïvement;
3 en un mot : ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν ISOCR pour tout dire en un mot;
4 sans recherche, sans art ; en mauv. part superficiellement;
Cp. ἁπλουστέρως ou ἁπλούστερον, Sp. ἁπλούστατα.
Étymologie: ἁπλόος.

Russian (Dvoretsky)

ἁπλῶς:
1 просто Plat., Arst.;
2 прямо, напрямик, без обиняков Xen., Dem., Polyb.;
3 простодушно, наивно Isocr.;
4 без прикрас, без затей, безыскусственно (λέγειν Isocr.);
5 вскользь, поверхностно (λίαν ἁ. πραγματεύειν Arst.);
6 вообще: τὸ ἁ. ἀγαθόν Arst. благо вообще.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπλῶς: ἐπίρρ. τοῦ ἁπλοῦς Λατ. simpliciter, κατὰ ἕνα μόνον τρόπον, Πλάτ. Πολ. 381C, κτλ.· ἁπλῶς λέγεσθαι, κατὰ μίαν ἔννοιαν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πολλαχῶς, πλεοναχῶς, Ἀριστ. Τοπ. 8. 3, 2· ἐσθλοὶ μὲν γάρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοί Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 14, κτλ. ΙΙ. ἁπλῶς, ἀφελῶς, ἄνευ περιστροφῶν, φανερῶς, «καθαρά», ἀλλ’ ἁπλῶς φράσον Αἰσχύλ. Ἱκ. 464· ἁπλῶς τι φράζουσ’ (πρβλ. ἁπλωστὶ) ὁ αὐτ. Χο. 121· ἁπλῶς εἰπεῖν Ἰσοκρ. 72Ε· λαλεῖν Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 23· ἁπλῶς καὶ ἀσκέπτως λέγειν Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 3. 6, 2. β) φανερῶς, ἐλευθέρως, μετὰ παρρησίας, Ἰσοκρ. 37D, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1. 37· καλῇ τῇ πίστει, Δημ. 328. 3, κτλ.: - ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἁπλῶς ἔχειν, ἠλίθιον εἶναι, Ἰσοκρ. 44Α· πρβλ. ἁπλόος ΙΙ. γ. 2) ἁπλῶς, ἀπολύτως ἄνευ ἐξαιρέσεως, ἁπλῶς ἀδύνατον Θουκ. 3. 45· τῶν νεῶν κατέδυ οὐδεμία ἁπλῶς, ἀπολύτως οὐδεμία, ὁ αὐτ. 7. 34· ἁπλῶς οὐδέ ἕν…, συνίημι Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 40 β· ὅσ’ ἐστὶν ἀγαθὰ Βοιωτοῖς ἁπλῶς, πάντα ἀνεξαιρέτως τὰ ἀγαθὰ ὅσα ἔχουσιν οἱ Βοιωτοί, Ἀριστοφ. Ἀχ. 873· ἔδωκ’ ἐμαυτὸν ὑμῖν ἁπλῶς Δημ. 288. 12. ἁπλῶς ἠτίμωται Δημ. 547 (πρβλ. καθάπαξἁπλῶς, ἀπολύτως, ἀντιθέτως πρὸς τὸ κατὰ τι (σχετικῶς), Ἀριστ. Τοπ. 2. 11, 4, προσέτι, ἁπλῶς βαρύ, κοῦφον, μαλακόν, κτλ., ὁ αὐτ. Οὐρ. 1. 4, 1, Μετεωρ. 4. 9, 20 κ. ἀλλ.· τὸ ἁπλῶς καλόν, τὸ ἁπ. άγαθόν, κτλ., ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 9, κ. ἀλλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὁτιοῦν (κατὰ τι ἱδιαιτέρως), ὁ αὐτ. Πολιτικ. 5. 1, 3· ὡσαύτως ἐπιτεταμένον, ἁπλῶς οὔτως Πλάτ. Γοργ. 468Β· τὴν ἁπλῶς δίκην, ἀπόλυτον, αὐστηρὰν δικαιοσύνην, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ τοὐπιεικές καὶ τὸ χάρις, Σοφ. Ἀποσπ. 709· ἡ τελεία καὶ ἁπλῶς κακία Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 11, 7: - συγκρ. ἁπλούστερον Ἰσαῖος 46. 32· -τέρως Στράβ. 255· ὑπερθ. ἁπλούστατα Πλάτ. Νόμ. 921Β. 3) ἐν συνόλῳ, συνελόντι εἰπεῖν, Λατ. denigne, Εὐρ. Ρῆσ. 851, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 33, Ἀπομν. 1. 3, 2, κτλ. 4) ἐν γένει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ σαφῶς, ἀκριβῶς, ὡρισμένως, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 3, κ. ἀλλ. ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν αὐτόθι 3. 14, 8, Ἠθ. Ν. 3. 6, 2 κ. ἀλλ.: - ἐπὶ κακῆς σημασ. ἐπιπολαίως, χαλαρῶς, Ἰσοκρ. 43Β, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 5, 16, κ. ἀλλ.· οὐχ ἁπλ. φέρειν, οὐχὶ ἐλαφρῶς, Εὐρ. Ι. Α. 899· ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε Μάξιμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 342D.

English (Strong)

adverb from ἁπλοῦς (in the objective sense of ἁπλότης); bountifully; --liberally.

English (Thayer)

adverb (from Aeschylus down), simply, openly, frankly, sincerely: James 1:5 (led solely by his desire to bless).

Greek Monolingual

και απλά (AM ἁπλῶς) επίρρ.
απλά, φυσικά, απονήρευτα
αρχ.
1. κατά ένα και μόνο τρόπο
2. αφελώς, χωρίς επιτήδευση, ειλικρινά, καθαρά
3. απόλυτα, ανεξαίρετα.

Greek Monotonic

ἁπλῶς: επίρρ. του ἁπλοῦς, Λατ. simpliciter.
I. μόνον, με έναν και μοναδικό τρόπο, σε Πλάτ.
II. 1. απλώς, σαφώς, ευκρινώς, ειλικρινώς, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. απλώς, εντελώς, ἁπλῶς ἀδύνατον, σε Θουκ.· οὐδεμία ἁπλῶς, απολύτως καμία, στον ίδ.· ὅσ' ἐστὶν ἀγαθὰ ἁπλῶς, όλα όσα υπάρχουν ανεξαιρέτως, σε Αριστοφ.
3. με μια λέξη, με συντομία, συνοπτικά, Λατ. donique, σε Ευρ., Ξεν.

Middle Liddell


Adv. of ἁπλοῦς, Lat. simpliciter
I. singly, in one way, Plat.
II. simply, plainly, openly, frankly, Aesch., etc.
2. simply, absolutely, ἁπλῶς ἀδύνατον Thuc.; οὐδεμία ἁπλῶς none at all, Thuc.; ὅσ' ἐστιν ἁπλῶς simply all there are, Ar.
3. in a word, Lat. denique, Eur., Xen.

Chinese

原文音譯:¡plîj 哈普羅士
詞類次數:副詞(1)
原文字根:不 混合 似的 相當於: (תֹּם‎)
字義溯源:慷慨地,簡單地,真實地,厚;源自(ἁπλόος / ἁπλοῦς)*=疊在一起,單純)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 厚(1) 雅1:5

English (Woodhouse)

absolutely, broadly, candidly, frankly, guilelessly, honestly, openly, outspokenly, simply, unaffectedly, in a word, in fine, in outline, in plain speech, in so mang words, to sum up, without formality, without guile, without reservation

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search