διαδικάζω: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
m (Text replacement - "(Moy.<\/b><\/i> )(.*?μαι) " to "$1$2 ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.</i> διεδίκασα;<br />([[διά]] entre) décider entre deux parties, décider comme juge, juger ; δ. ἀστρατείας XÉN juger un procès pour refus <i>ou</i> désertion de service militaire;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[διαδικάζομαι]] (<i>ao.</i> διεδικασάμην);<br /><b>1</b> [[intenter un procès]], [[plaider]];<br /><b>2</b> se faire juger.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δικάζω]]. | |btext=<i>ao.</i> διεδίκασα;<br />([[διά]] entre) décider entre deux parties, décider comme juge, juger ; δ. ἀστρατείας XÉN juger un procès pour refus <i>ou</i> désertion de service militaire;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[διαδικάζομαι]] (<i>ao.</i> διεδικασάμην);<br /><b>1</b> [[intenter un procès]], [[plaider]];<br /><b>2</b> [[se faire juger]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δικάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:38, 30 November 2022
English (LSJ)
A give judgement, And.1.28, Pl.R.614c, Lg.916b (Pass.); χορηγοῖς, ἀρχὰς δ., X.Ath.3.4; διεδίκαξαν δίκας IG7.21 (Megara); τὰς ἀμφισβητήσεις τισί Arist.Ath.57.2: c. gen., δ. ἀστρατείας X.Ath.3.5 (prob. l.). 2 hold inquiry, esp. at Athens, of naval matters, δ. εἴ τις τὴν ναῦν μὴ ἐπισκευάζει X.Ath.3.4; ἀριθμὸς τριήρων καὶ σκευῶν τῶν -δεδικασμένων IG2.795f60. 3 Med., go to law, dispute, διαδικασόμενος τῇ βουλῇ περὶ ἀληθείας Din.2.1; ταῦτα διαδικασόμεθα περὶ τῆς σοφίας Pl.Smp.175e, etc.; διαδικάσασθαι ἐν φίλοις τὰ πρὸς ἐμέ to settle by friendly arbitration, D.30.2; Διαδικαζόμενοι, title of play by Dioxippus, Suid., cf. IG2.975 iii 21, BGU19i4(ii A. D.). b submit oneself to trial, Pl.Phd. 107d, 113d, X.HG5.3.10: later, aor. Pass. διαδικασθῆναι, = διαδικάσασθαι, D.L.1.74, D.C.48.12. II = διὰ ὅλου τοῦ ἔτους δικάζω, Critias Fr.71 D.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. 3a plu. διεδίκαξαν IG 7.21.10 (Mégara III/II a.C.)]
I en v. act., tr.
1 pres. juzgar c. ac. int., en procesos legales para la adjudicación de derechos κρύβδην τὰς κρίσεις διαδικάζει Pl.Lg.876b, διαδικάζει δὲ καὶ τοῖς γένεσι καὶ τοῖς ἱερεῦσι τὰς ἀμφισβητήσεις τὰς ὑπὲρ τῶν γερῶν (el arconte rey) juzga las disputas entre familias o sacerdotes relativas a sus privilegios Arist.Ath.57.2, δίκας τινάς, ἃς πρότεροι οἱ ὕπατοι διεδίκαζον D.C.60.24.3, en v. pas. τὰ ἀμφίλογα ... ἐν αὐτῇ τῇ πόλει X.HG 5.3.10, cf. Pl.Lg.916b, ἐν τοῖς φίλοις διαδικάσασθαι τὰ πρὸς ἐμέ D.30.2, ταῦτα γὰρ ἀμφότερα (ἡ πατρὶς καὶ οἱ νόμοι) διαδικάζεται νῦν πρὸς τὴν τούτων πονηρίαν pues ahora (la patria y las leyes) están siendo juzgadas contra la iniquidad de éstos Din.3.20, en juicios de aptitud para admitir nuevos miembros en una fratría ἐπιψηφίζɛ̄ν δὲ τὸν φρατρίαρχον περὶ ὧν ἂν διαδικάζɛ̄ν δέῃ κατὰ τὸν ἐνιαυτὸν ἕκαστον IG 22.1237.47 (IV a.C.).
2 aor. decidir, dictar sentencia c. ac. int., en procesos legales de adjudicación de derechos δεῖ δὲ καὶ τάδε διαδικάσαι X.Ath.3.4, cf. 3.6, τὰς μὲν διεδίκασαν τῶν δικῶν καλῶς καὶ δικαίως ... τὰς δὲ καὶ διέλυσαν ISmyrna 579.9 (II a.C.), cf. IG 7.21.10 (Mégara III/II a.C.), abs. ἔδοξεν ... τοὺς μεμυημένους, ἀκούσαντας τὰς μηνύσεις ἃς ἕκαστος ἐμήνυσε, διαδικάσαι And.Myst.28, cf. IG 5(2).343A.13 (IV a.C.), D.C.36.41.2, δικαστὰς ... ἐπειδὴ διαδικάσειαν en el juicio de las almas, Pl.R.614c
•en adjudicaciones de cargos y liturgias resolver δεῖ δὲ ... χορηγοῖς διαδικάσαι εἰς Διονύσια ... πρὸς δὲ τούτοις ἀρχὰς δοκιμάσαι καὶ διαδικάσαι hay que resolver las adjudicaciones de los coregos para las Dionisias ... y además examinar a los magistrados y decidir las adjudicaciones X.Ath.3.4, para ser admitido en una fratría IG 22.1237.15 (IV a.C.), en v. pas. διαδεδίκασται αἰ δίκαι Milet 1(3).152.20 (II a.C.).
3 someter a examen en v. pas. ὁπόσοι μήπω διεδικάσθησαν ... διαδικάσαι περὶ αὐτῶν τὸς φράτερας αὐτίκα μάλα los que no se hayan sometido al examen ... que los hermanos decidan sobre ellos inmediatamente, IG 22.1237.13 (IV a.C.).
II en v. med.-pas.
1 intr. someterse a juicio, comparecer en procesos legales de adjudicación, de donde litigar, pleitear ὑπὲρ δὲ τῶν σύλων διεδικάσαντο Arist.Oec.1347b28, cf. Pl.Lg.926d, διαδικασόμενος ἥκει τῇ ... βουλῇ περὶ ἀληθείας καὶ δικαιοσύνης viene a litigar con el consejo por la verdad y la justicia Din.2.1, εἰ πρὸς τὴν αἰχμάλωτον βασιλεὺς ὢν διαδικάσομαι Hld.10.10.3, cf. Apollod.Hist.27a, IEphesos 7.2.26 (I a.C.), de las almas δεῖ τοὺς συλλεγέντας διαδικασαμένους εἰς ᾍδου πορεύεσθαι Pl.Phd.107d, Καῖσαρ ἕτοιμος διαδικασθῆναι ἐγένετο D.C.48.12.3, ἵνα κατὰ τὰ νομιζόμενα ἔθη ... διαδικάζωνται πρὸς αὑτούς I.AI 14.260, part. subst. οἱ διαδικαζόμενοι los litigantes ICr.3.4.9.27 (Itanos II a.C.), D.H.2.75, BGU 19.1.4, 361.2.2, PFam.Teb.24.90 (todos II d.C.), οἱ Δ. tít. de una obra de Dioxipo, Sud.s.u. Διώξιππος
•fig. litigar, debatir διαδικασόμεθα ... περὶ τῆς σοφίας Pl.Smp.175e, Ἀρετὴ καὶ Τύχη ... περὶ τῆς Ῥωμαίων ἡγεμονίας διαδικαζόμεναι Plu.2.316c.
2 tr. entablar un proceso de adjudicación, c. ac. int. διαδικασίας, ἣν διαδικάσατο πρὸς Θεοφάνην IG 22.1622d.527 (IV a.C.).
III c. διά indic. duración cumplir como juez todo el tiempo que dura el cargo, completar el tiempo de la judicatura Critias B 71.
German (Pape)
[Seite 576] einen Proceß als Richter entscheiden; absol., Andoc. 1, 28; Plat. Rep. X, 614 c; τὰς κρίσεις Legg. IX, 876 b; Xen. Ath. 3, 4; vgl. Plat. Legg. VI, 764 b, μέχρι ἑκατὸν δραχμῶν, erkennen auf eine Geldstrafe. – Med., sich einen Proceß entscheiden lassen, d. h. ihn führen, περί τινος, Plat. Legg. XI, 926 d; Conv. 175 e; Din. 2, 1, τινί; öfter Dem.; sich richten lassen, Plat. Phaedr. 113 d; Xen. Hell. 5, 3, 10; – D. L. 1, 74 braucht διαδικασθῆναι = διαδικάσασθαι.
French (Bailly abrégé)
ao. διεδίκασα;
(διά entre) décider entre deux parties, décider comme juge, juger ; δ. ἀστρατείας XÉN juger un procès pour refus ou désertion de service militaire;
Moy. διαδικάζομαι (ao. διεδικασάμην);
1 intenter un procès, plaider;
2 se faire juger.
Étymologie: διά, δικάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-δικάζω act. vonnis vellen:; κρύβδην τὰς κρίσεις διαδικάζει (de rechtbanken) vellen hun vonnissen in het geheim Plat. Lg. 876b; pregn.: διαδικάζειν τὸ δι’ ὅλου τοῦ ἔτους δικάζειν ‘diadikazein’ is het hele jaar door rechter zijn Criti. B71. med. een proces aangaan:; ἠνάγκαζον ἐν αὐτῇ τῇ πόλει διαδικάζεσθαι zij dwongen hen in de stad zelf hun processen te voeren Xen. Hell. 5.3.10; overdr.: διαδικασόμεθα... περὶ τῆς σοφίας wij zullen onze aanspraak op wijsheid in een proces gaan uitvechten Plat. Smp. 175e.
Russian (Dvoretsky)
διαδῐκάζω:
1 разбирать, судить, решать (κρίσεις Plat.; ἀμφισβητήσεις Arst.): δ. τινός Xen. судить за что-л.;
2 присуждать: μέχρι ἑκατὸν δραχμῶν νομίσματος κύριοι διαδικάζοντες Plat. уполномоченные присуждать к штрафу до ста драхм; οἱ διαδικασάμενοι Plat. осужденные;
3 med. судиться (περὶ τῶν ἀμφισβητουμένων Plat.; ὑπὲρ σύλων Arst.): ἐν τοῖς φίλοις διαδικάσασθαί τι Dem. обсудить что-л. в кругу друзей; διαδικασθῆναι (pass. = med.) πρός τινα περὶ τοῦ χωρίου Diog. L. оспаривать у кого-л. землю.
Greek Monolingual
διαδικάζω (Α)
1. ως δικαστής εκφέρω κρίση σε κάποια υπόθεση
2. (με αιτ. πράγματος) συμβιβάζω
3. (στην Αθήνα για ναυτικές υποθέσεις) ενεργώ έρευνα ή ανακρίσεις
4. μέσ. διαφιλονικώ δικαστικώς, έρχομαι σε αντιδικία προς κάποιον
5. υποβάλλω σε δίκη τον εαυτό μου
6. δικάζω καθ' όλη τη διάρκεια του έτους
7. (με αιτ. πράγματος) φέρω σε πέρας, ρυθμίζω κάτι.
Greek Monotonic
διαδῐκάζω: μέλ. -άσω,
I. κρίνω μια υπόθεση ως δικαστής (ετυμηγορώ), σε Πλάτ.· με αιτ. πράγμ., αποφασίζω κάτι, σε Ξεν.
II. 1. Μέσ., προσφεύγω στη δικαιοσύνη, τινι, με κάποιον, έχω δικαστική διαμάχη μαζί του, σε Πλάτ.· διαδικάσασθαι τὰ πρὸς ἐμέ, να τακτοποιήσουμε το ζήτημα μέσω διαιτησίας, σε Δημ.
2. υποβάλλομαι σε δίκη, δικάζομαι, σε Πλάτ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
διαδῐκάζω: μέλλ. -άσω, ἐκφέρω κρίσιν ἔν τινι ὑποθέσει ὡς δικαστής, Ἀνδοκ. 4. 42, Πλάτ. Πολ. 614C· - μετ’ αἰτιατ. πράγμ., συμβιβάζω, Ξεν. Ἀθην. 3, 4· διεδίκαξαν δίκας (Βοιωτ.) Keil Ἐπιγρ. IV β. 10· τὰς ἀμφισβητήσεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 385· πρβλ. διαδικασία. 2) Μέσ., ὑπάγω εἰς τὸ δικαστήριον, διαφιλονικῶ δικαστικῶς, διαδικασόμενος τῇ βουλῇ περὶ ἀληθείας Δείναρχ. 105. 5, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 175Ε, κτλ.· διαδικάσασθαι ἐν φίλοις τὰ πρὸς ἐμέ, νὰ τακτοποιήσωμεν τὴν ὑπόθεσιν διὰ φιλικῆς διαιτησίας, Δημ. 864. 8. β) ἐν τῷ μέσῳ ὡσαύτως, ὑποβάλλω ἐμαυτὸν εἰς δίκην, Πλάτ. Φαίδωνι 107D, 113D. Ξεν. Ἑλλ. 5. 3. 10 - ὁ παθητ. ἀόρ. διαδικασθῆναι = διαδικάσασθαι ἀπαντᾷ παρὰ Διογ. Λ. 1. 74, Δίωνι Κ. 48. 12. ΙΙ. = δι’ ὅλου τοῦ ἔτους δικάζω Κριτίας 62. (Πολυδ. Η, 25).
Middle Liddell
fut. άσω
I. to give judgment in a case, Plat.: c. acc. rei, to decide, Xen.
II. Mid. to go to law, τινι with another, Plat.; διαδικάσασθαι τὰ πρὸς ἐμέ to have a matter settled by arbitration, Dem.
2. to submit oneself to trial, Plat., Xen.