ὁλκός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> [[instrument]] <i>ou</i> appareil pour tirer :<br /><b>1</b> [[bride]], [[rêne]];<br /><b>2</b> ὁλκοὶ [[τῶν]] [[νεῶν]], machines pour tirer les navires à sec ; remises pour garer les navires tirés à sec;<br /><b>II.</b> [[trace]], [[traînée]], [[sillon]].<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκω]], <i>lat.</i> [[sulcus]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> [[instrument]] <i>ou</i> appareil pour tirer :<br /><b>1</b> [[bride]], [[rêne]];<br /><b>2</b> ὁλκοὶ τῶν [[νεῶν]], machines pour tirer les navires à sec ; remises pour garer les navires tirés à sec;<br /><b>II.</b> [[trace]], [[traînée]], [[sillon]].<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκω]], <i>lat.</i> [[sulcus]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:25, 9 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλκός Medium diacritics: ὁλκός Low diacritics: ολκός Capitals: ΟΛΚΟΣ
Transliteration A: holkós Transliteration B: holkos Transliteration C: olkos Beta Code: o(lko/s

English (LSJ)

ή, όν, A drawing to oneself, attractive, θερμόν τε καὶ ὁ. Arist.Pr.931a25; μάθημα ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῦ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὄν Pl.R.521d; ὁλκὸν . . ψυχῆς πρὸς ἀλήθειαν ib.527b; ὁλκοτέρας τὰς ῥίζας ποιεῖν Thphr. CP3.17.3 (ἑλκοτέρας cod. A: ἑλκτικωτέρας Wimmer). II trailing, ὁλκὰ βαίνων Hld.10.30. Adv. Comp. -ότερον slowly, Id.3.5. III possible, ὁλκά· δυνατά, Hsch. IV Pass., liable to be attracted, having a propensity, ὁ. διάνοιαι παρθένων πρὸς ἀρετήν Ph.2.229.
ὁλκ-ός, ὁ, (ἕλκω) : I machine for hauling ships on land, hauling-engine, prob. a fixed capstan, windlass, Hdt.2.154, 159, E.Rh.146,673; but also of movable engines of like kind, for hauling ships across the Isthmus of Corinth, Th.3.15. 2 strap, rein (cf. ῥυτήρ), τμητοῖς ὁλκοῖς S.El.863 (lyr.). II furrow, track, trace, αἵματι δ' ὁλκοὶ . . πλήθοντο A.R.3.1391; σμίλης ὁλκός the traces of a chisel in the wood, Ar.Th. 779(lyr.); ὁ. τοῦ ξύλου the furrow made by the wood, X.Cyn.9.18; path, track, or orbit of a star or meteor, A.R.3.141, 4.296, Nonn.D. 24.90; ἁμάξης ib.1.96; ditch or channel, A.R.1.375; οἴδματος ὁλκοί the waves, ib.1167; ὁλκοὶ καλλιρόων ὑδάτων Milet.1(9).343; body-coils of a serpent, Nic.Th.266, al., Luc.Herm.79; but, coiling movement of a serpent, Nic.Th.162, al.; cf. ὁ. γλώσσης Id.Al.79, 281; of hair, coil, ὁλκὸς ἐθείρης, πλοκάμων . . ὁλκοί, Nonn.D.3.413, 32.168 : generally, of anything drawn, αἵματος ὁλκῷ ib.4.329, al.; draught of wine, Antiph. 237.4(pl.). 2 in periphrases, δάφνης ὁλκοί drawings, i. e. laurelboughs (or brooms made of them) drawn along, E.Ion 145 (lyr.); τερπνὸς ἀκούεται ὁ. ἁμάξης a chariot drawn, D.P.191. 3 aqueduct, Cod.Just.1.4.26; ὁ. ὑδάτων Lyd.Mens.3.23. III a kind of spider, Dsc.2.63. IV a kind of grass, mouse-barley, Plin.HN 27.90.

German (Pape)

[Seite 324] adj., ziehend; τί ἂν οὖν εἴη μάθημα ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῦ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὄν; Plat. Rep. VII, 521 d, vgl. 527 b; γνάθοι, Antiphan. bei Ath. XI, 781 d; schleppend, ὁλκὰ προβαίνων, Hel. 10, 30. ὁ (ἕλκω), 1) der Zug; das Ziehen, Fortschleppen, als Handlung od. Zustand, das sich Hinziehen, von jeder zusammenhangenden, langsamen Fortbewegung, das Kriechen, bes. der Würmer u. Schlangen, Nic. u. a. Sp.; vom Wasser, Ap. Rh. 1, 1167; – das durch das Ziehen Hervorgebrachte, dieFurche, Spur, wie Soph. El. 863 ὁλκοῖς τμητοῖς ἐγκῦρσαι zu nehmen scheint, nach VLL., während Andere mit dem Schol. an die 747 genannten τμητοὶ ἱμάντες denken; ὁλκοὶ ομίλης, Ar. Thesm. 779; die Furche, welche der Pflug macht, Ap. Rh. 3, 412; übertr., ἀστὴρ ἃς φλεγέθοντα δι' ἦέρος ὁλκὸν ἵησι, 3, 141, vgl. 1377. 4, 296. Bei Her. 1, 154 sind ὁλκοὶ τῶν νεῶν entweder die Plätze, auf denen die ans Land gezogenen Schiffe im Trocknen standen, wie Eur. Rhes. 146, ἀλλὰ προσμίξω νεῶν ὁλκοῖσι νυκτὸς τῆσδ' ἐπ' Ἀργείων στρατῷ zu nehmen, vgl. ib. 673 φεύγειν πρὸς ὁλκὸν ναυστάθμων u. Her. 2, 159 τριήρεες ἐποιήθησαν ἐν τῷ Ἀραβίῳ κόλπῳ, τῶν ἔτι οἱ ὁλκοὶ ἐπίδηλοι u. Hesych., der ναύσταθμοι erkl.; od. nach Anderer, für Her. aber nicht passender Erkl. Maschinen, die Schiffe aus dem Meere auf's Trockne zu ziehen, wie Thuc. 3, 15 zu erkl. ist, καὶ ὁλκοὺς παρεσκεύαζον τῶν νεῶν ἐν τῷ ἰσθμῷ ὡς ὑπεροίσοντες ἐκ τῆς Κορίνθου ἐς τὴν πρὸς Ἀθήνας θάλασσαν; Poll. 7, 191 erkl. χαμουλκοὶ μηχαναί; vgl. D. C. 50, 12. 68, 28. – Bei Diosc. eine Spinnenart, die sonst λύκος heißt. – 2) pass., das Gezogene, Geschleppte; ὁλκοὶ δάφνας, die auf dem Boden fortgeschleiften Besen von Lorbeerreisern, Eur. Ion 145; ὁλκὸς ἁμάξης, der fortgezogene Wagen, D. Per. 191; auch der Leib, Nic. Ther. 266. 316, von Drachen und Schlangen; übh. das sich lang Hinstreckende; Schol. Nic. Al. 79 erkl. auch μῆκος καὶ παράτασις, s. oben.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. instrument ou appareil pour tirer :
1 bride, rêne;
2 ὁλκοὶ τῶν νεῶν, machines pour tirer les navires à sec ; remises pour garer les navires tirés à sec;
II. trace, traînée, sillon.
Étymologie: ἕλκω, lat. sulcus.

Russian (Dvoretsky)

ὁλκός:
I
1 pl. поводья, вожжи, бразды Soph.;
2 борозда, черта (σμίλης Arph.);
3 мор. ворот, лебедка, кабестан (ὀλκοὶ τῶν νεῶν Thuc.);
4 мор. стоянка для вытащенных на берег кораблей Her., Eur.;
5 (влекущаяся по земле), ветвь (δάφνης Eur.);
6 змей (οὔθ᾽ ὁ. οὔτε θήρ Anth.).
притягивающий, влекущий (ἐπί и πρός τι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁλκός: -ή, -όν, (ἕλκω) ὁ ἕλκων πρὸς ἑαυτόν, ἑλκτικός, θερμόν τε καὶ ὁλ. Ἀριστ. Προβλ. 22. 13· μάθημα ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῦ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὂν Πλάτ. Πολ. 521D· ὁλκὸν ... ψυχῆς πρὸς ἀλήθειαν αὐτόθι 527Β· ὁλκοτέρας τὰς ῥίζας ποιεῖν Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 17, 3. 2) ἄπληστος, λαίμαργος, γνάθοι Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 15.
ΙΙ. ὁ συρόμενος κατὰ γῆς, ὁλκὰ βαίνων Ἡλιόδ. 10. 30· συγκρ. ἐπίρρ. -ότερον, βραδέως, ὁ αὐτ. 3. 5.

Greek Monolingual

(I)
ὁλκός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που έλκει, ελκτικόςμάθημα ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῦ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὄν», Πλάτ.)
2. άπληστος, λαίμαργος
3. αυτός που σύρεται καταγής
4. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλκά
δυνατά»
5. (η αιτ. του ουδ. στον συγκριτ. ως επίρρ.) ὁλκότερον
πιο αργά, βραδύτερα από το κανονικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιθετοποιημένος τ. του ὁλκός (II)].
(II)
ο (ΑΜ ὁλκός)
1. εντομή που σχηματίζεται σε επιφάνεια από κινούμενο ή αιχμηρό όργανο («δέξασθαι σμίλης ὁλκούς», Αριστοφ.)
2. η τροχιά αστέρα ή μετεώρου («ὁλκὸς οὐρανίης ἀκτῑνος», Απολλ. Ρόδ.)
3. μηχάνημα που χρησιμοποιείται για ανέλκυση τών πλοίων στην ξηρά («ἐν τούτοισι δὴ οἵ τε ὁλκοὶ τῶν νεῶν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. τεχνολ. εξάρτημα μηχανής συρματοποίησης το οποίο κατασκευάζεται από εξαιρετικά σκληρό χάλυβα, φέρει οπές και χρησιμοποιείται για τη μετατροπή τών μεταλλικών ράβδων σε σύρμα
2. έλξη, σύρσιμο, τράβηγμα
3. στον πληθ. οι ολκοί- ναυτ. α) οι δύο δοκοί της ναυπηγικής κλίνης οι οποίοι υποβοηθούν στην καθέλκυση του πλοίου, κν. βάζια
β) βοηθητικά σχοινιά που χρησιμοποιούνται για τη στροφή τών ιστίων
μσν.
1. το υδραγωγείο
2. βάρος
μσν.-αρχ.
το σώμα του φιδιού
αρχ.
1. ιμάντας, λουρί
2. τάφρος, οχετός
3. κυματοειδής κίνηση, κυματισμός («ὁλκοὶ καλλιρόων ὑδάτων», επιγρ.)
4. οφιοειδής κίνηση
5. βόστρυχος, κότσος
6. είδος αράχνης
7. είδος χόρτου
8. στον πληθ. κινητά μηχανήματα που χρησιμοποιούνταν για μεταφορά τών πλοίων πάνω από τον Ισθμό της Κορίνθου
9. φρ. α) «ὁλκοὶ δάφνης» — κλαδιά δάφνης ή σκούπα που κατασκευάστηκε από κλαδιά δάφνης
β) «ὁλκὸς γλώσσης» — η προς τα έξω τεντωμένη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ὁλκ- του ρήματος ἕλκω και αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. sulcus].

Greek Monotonic

ὁλκός: -ή, -όν (ἕλκω), αυτός που έλκει κάτι προς τον εαυτό του, ελκτικός, σε Πλάτ.
ὁλκός: ὁ (ἕλκω),·
I. 1. ως όργανο, μηχανή για ρυμούλκηση πλοίων στην ξηρά, ρυμουλκό, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. ιμάντας, λουρί, ηνίο, χαλινάρι, σε Σοφ.
II. 1. ως αποτέλεσμα, αυλακιά από άροτρο, Λατ. sulcus, ὁλκὸς τοῦ ξύλου, αυλακιά καμωμένη από ξύλο, σε Ξεν.
2. σύρματα από δαφνόδεντρα, δηλ. κλαδιά δάφνης (ή σκούπες φτιαγμένες από δαφνόκλαρα), που σύρονται κατά το σκούπισμα, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὁλκός, ή, όν ἕλκω
drawing to oneself, attractive, Plat.
ὁλκός, οῦ, ὁ, ἕλκω
I. as an Instrument, a machine for hauling ships on land, a hauling-engine, Hdt., Thuc.
2. a strap, rein, Soph.
II. as an Effect, a furrow, Lat. sulcus, ὁλκὸς τοῦ ξύλου the furrow made by the wood, Xen.
2. periphrasis, ὁλκοὶ δάφνης drawings of laurels, i. e. laurel-boughs (or brooms made of them) drawn along, Eur.

English (Woodhouse)

furrow

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)