μετανάστης: Difference between revisions
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(34 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metanastis | |Transliteration C=metanastis | ||
|Beta Code=metana/sths | |Beta Code=metana/sths | ||
|Definition= | |Definition=μετανάστου, ὁ, ([[μεταναστῆναι]], cf. [[ὑπερανάστης]])<br><span class="bld">A</span> [[one who has left his home]], [[wanderer]], [[migrant]], commonly as a term of reproach, [[ἀτίμητος]] μετανάστης Il.9.648; μοῦνοι οὐ μετανάσται Ἑλλήνων, of the [[Athenians]], [[Herodotus|Hdt.]]7.161; [[fugitive]], POxy.487.18 (ii A. D.), ''PTeb.''439 (ii A. D.); μετανάσται γενόμενοι ὑπὸ ἐθνῶν Prisc.p.341 D. (cf. [[μετανίσταντο]] ibid.): c. gen., ἀρετῆς μετανάστης = [[from]] [[virtue]], Ph.1.415, cf. 477; πάτρης μετανάστης Man.2.420.<br><span class="bld">II</span> [[wandering]], of the [[planet]]s, opp. [[the fixed stars]], Arat.457:—hence fem. [[μετανάστις]], ψυχὴ σώματος μετανάστις = a [[fugitive]] from the [[body]] Ph.2.462; also [[μετανάστρια]], σκοπέλων μετανάστρια [[πέρδιξ]] ''AP''7.204 (Agath.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0151.png Seite 151]] ὁ ([[ναίω]]), der von einem Orte weg und anders wohin Ziehende, der sich in der Fremde ansiedelt und dort im Vergleich mit dem eingebornen, einheimischen Bürger geringere Rechte besaß; daher mit Geringschätzung gesagt ὡςεί τιν' ἀτίμητον μετανάστην, Il. 9, 648, wie einen heimathlosen Fremdling oder Einsassen, wie 16, 59, wo es auf ein fem. geht u. es im Alterthum die v. l. μετανάστιν gab; μοῦνοι ἐόντες οὐ μετανάσται τῶν Ἑλλήνων, Her. 7, 161, von den Athenern, die sich bekanntlich rühmten, Autochthonen, keine Einwanderer zu sein; πάτρης, der Verbannte, Synes. ep. 67; Man. 2, 420. – Arat. nennt 457 die Planeten so im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0151.png Seite 151]] ὁ ([[ναίω]]), der von einem Orte weg und anders wohin Ziehende, der sich in der Fremde ansiedelt und dort im Vergleich mit dem eingebornen, einheimischen Bürger geringere Rechte besaß; daher mit Geringschätzung gesagt ὡςεί τιν' ἀτίμητον μετανάστην, Il. 9, 648, wie einen heimathlosen Fremdling oder Einsassen, wie 16, 59, wo es auf ein fem. geht u. es im Alterthum die [[varia lectio|v.l.]] μετανάστιν gab; μοῦνοι ἐόντες οὐ μετανάσται τῶν Ἑλλήνων, Her. 7, 161, von den Athenern, die sich bekanntlich rühmten, Autochthonen, keine Einwanderer zu sein; πάτρης, der Verbannte, Synes. ep. 67; Man. 2, 420. – Arat. nennt 457 die Planeten so im <span class="ggns">Gegensatz</span> der Fixsterne. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui change de demeure <i>ou</i> [[de pays]], [[émigré]], [[exilé]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ναίω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετανάστης:''' ου ὁ [[переселенец или чужак]] ([[ἀτίμητος]] Hom.): μοῦνοι ἐόντες οὐ μετανάσται τῶν Ἑλλήνων Her. ибо (мы, афиняне) - единственные из эллинов, которые не являются пришельцами. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετανάστης''': -ου, ὁ, ([[ναίω]], [[ἔνασσα]]) ὁ ἐκ τῆς πατρίδος του εἰς ξένην χώραν μεταναστεύσας, [[ξένος]], [[μέτοικος]], [[πλάνης]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἐπιχώριον· συνήθως ὡς [[λέξις]] ὀνειδιστική, ὡς ἡ Σκωτικὴ land-louper, [[ἀτίμητος]] μ. Ἰλ. Ι. 648, Π. 59, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 9· ― ἐν Ἡροδ. 7. 161 οἱ Ἀθηναῖοι καυχῶνται ὡς ὄντες μοῦνοι τῶν Ἑλλήνων οὐ μετανάσται, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Θουκ. 2. 36· ― | |lstext='''μετανάστης''': -ου, ὁ, ([[ναίω]], [[ἔνασσα]]) ὁ ἐκ τῆς πατρίδος του εἰς ξένην χώραν μεταναστεύσας, [[ξένος]], [[μέτοικος]], [[πλάνης]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἐπιχώριον· συνήθως ὡς [[λέξις]] ὀνειδιστική, ὡς ἡ Σκωτικὴ land-louper, [[ἀτίμητος]] μ. Ἰλ. Ι. 648, Π. 59, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 9· ― ἐν Ἡροδ. 7. 161 οἱ Ἀθηναῖοι καυχῶνται ὡς ὄντες μοῦνοι τῶν Ἑλλήνων οὐ μετανάσται, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Θουκ. 2. 36· ― μετὰ γεν., πάτρης μ. Μανέθων 2. 420· πρβλ. ἀλαζών· παρὰ Θ. Σιμοκάτᾳ (Ἱστ. 5, 2 § 2) [[μέτοχος]], τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων [[μετανάστης]] γενόμενος. ΙΙ. ἐπὶ τῶν πλανητῶν, κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας, Ἄρατ. 457. ― Ἐντεῦθεν ἀνώμαλ. θηλυκὸν μετανάστρια, σκοπέλων μετανάστρια [[πέρδιξ]] Ἀνθ. Π. 7. 204. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[ναίω]]): [[new]]-[[comer]], [[interloper]], immigrant. (Il.) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. [[μετανάστρια]] (ΑΜ [[μετανάστης]], θηλ. [[μετανάστις]] και [[μετανάστρια]])<br />αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον [[τόπο]] διαμονής του για να μεταβεί σε [[άλλο]] [[τόπο]], [[απόδημος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μέτοχος]] («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων [[μετανάστης]] γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που φυγαδεύθηκε, που απομακρύνθηκε (α. «[[μετανάστης]] τῆς πατρίδος ἐγένου», Μηναί.<br />β. «ψυχὴ σώματος [[μετανάστις]]», Φίλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αστέρα) [[πλανήτης]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον απλανή<br /><b>2.</b> [[μέτοικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η σημ. της αποδημίας είχε ως [[αποτέλεσμα]] να συνδεθεί η λ. [[μετανάστης]] από τους κλασικούς χρόνους με το ρ. <i>μετανίσταμαι</i> «[[μεταναστεύω]]». Κατ' αυτήν την [[άποψη]], [[μάλλον]] παρετυμολογική, η λ. <i>μετ</i>-<i>ανάστης</i> ερμηνεύθηκε ως [[αποτέλεσμα]] απλολογίας ενός αμάρτυρου τ. <i>μετ</i>-[[αναστάτης]] ή έχει αναχθεί σε ένα θεματικό ουσιαστικό της ιων. <i>μετανά</i>-<i>στης</i>, του οποίου η κατάλ. παραβλήθηκε με τα αρχ. ινδ. <i>ni</i>-<i>sth</i><i>ā</i>, <i>prati</i>-<i>st</i><i>ā</i>. Σήμερα [[είναι]] αποδεκτή η [[άποψη]] ότι η λ. <i>μετα</i>-<i>νάσ</i>-<i>της</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μετα</i>-[[ναίω]] «[[κατοικώ]] [[μαζί]] με κάποιους»), σύνθετη με την [[πρόθεση]] [[μετά]] και το θ. <i>νασ</i>- του ρήματος [[ναίω]] «[[κατοικώ]]», αποτελεί την αρχαία [[μορφή]] του δράστη ενεργείας του ρήματος [[ναίω]] ([[πρβλ]]. τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> «[[νάστης]]<br />[[οἰκιστής]]» και [[ναστήρ]]) και συνδέεται με τα <i>μετα</i>-[[ναιέτης]] «αυτός που συγκατοικεί» και <i>μετα</i>-<i>ναιετῶ</i> «[[συγκατοικώ]]». Κατά την [[ίδια]] [[άποψη]], η λ. [[μετανάστης]] είχε αρχική σημ. «αυτός που κατοικεί [[ανάμεσα]] σε άλλους ως [[ξένος]]», αντίστοιχη με τους μεταγενέστερους τ. <i>μέτ</i>-<i>οικος</i>, τον αρκ. [[πεδάFοικος]] και τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> «<i>μετ</i>-<i>οικέται</i><br />[[κατά]] [[μέσον]] οικούντες». Στην ιων.-αττ. το θ. <i>νασ</i>- του [[ναίω]] παραμερίστηκε και υπερίσχυσε η σημ. της πρόθεσης [[μετά]] που εκφράζει [[αλλαγή]] τόπου, [[οπότε]] και η λ. <i>μετ</i>-<i>ανάστης</i> συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. <i>μετ</i>-<i>ανίσταμαι</i>. Παρ' όλα αυτά, ενώ ετυμολογικά η [[σύνδεση]] της λέξης με το ρ. [[ναίω]] θεωρείται αναμφισβήτητη, εκφράζονται αμφιβολίες για την [[προτεραιότητα]] που έδωσε η προηγούμενη [[άποψη]] στη [[σημασία]] «αυτός που κατοικεί [[ανάμεσα]] σε κάποιους, ο [[ξένος]]» της λέξης. Η σημ. αυτή δεν μαρτυρείται στους ομηρικούς χρόνους. Αντίθετα, η πρόθ. [[μετά]] ήδη στον Όμηρο εκφράζει την [[αλλαγή]] τόπου, από όπου η σημ. «[[απόδημος]], αυτός που κατοικεί σε [[άλλο]] [[τόπο]]», [[χωρίς]] και να αλλάξει το ετυμολογικό [[σχήμα]] της λέξης]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετανάστης:''' -ου, ὁ ([[ναίω]]), αυτός που έχει αλλάξει το [[σπίτι]] του, [[πλανόδιος]], [[μετανάστης]], [[συνήθως]] ως όρος επίπληξης, όπως το Σκωτικό land-louper (αυτός που σέρνεται σαν [[κάμπια]] στη γη), σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-ου<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: On the meaning below; in Hom. only in <b class="b3">ἀτίμητον μετανάστην</b> (I 648 = P 59); posthom. [[migrant]], [[emigrant]], [[fugitive]] (Hdt. 7, 161 of the Athenians, Arat., Ph., pap.), f. <b class="b3">-στις</b> (Ph.) and <b class="b3">-στρια</b> (AP; like [[ἀγύρτης]]: [[ἀγύρτρια]] etc.); adj. <b class="b3">μετανάστ-ιος</b> [[migrating]], [[wandering]] (AP, Nonn.), verb <b class="b3">μεταναστ-εύω</b>, <b class="b3">-εύομαι</b> [[drive out]], [[wander out]], [[flee]] (LXX, Str., Ph.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Already by Hdt. and his contemporaries understood as [[wanderer]] and as <b class="b3">μετ-ανά-στη-ς</b> connected with <b class="b3">μετ-ανα-στῆ-ναι</b>, <b class="b3">μετ-ανάστασις</b> [[move]], [[amigrate]], resp. [[removal]], [[emigration]] (Hdt., Th., Hp.), an interpretation, which J. Schmidt Pluralbild. 346 f. with Eust. a. o. (s. Schulze KZ 33, 137 = Kl. Schr. 372) with general approval (Schulze [[l.c.]], Bechtel Lex. s.v., Fraenkel KZ 42, 262 a. Nom. ag. 1, 129, Schwyzer 424 a. 451) worked out further. It would then however with metric-rhythmically conditioned haplology stand for <b class="b3">*μετανα-στά-της</b> (Fraenkel Glotta 1, 270ff.; cf. <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">παρα-</b>, <b class="b3">προ-στά-της</b> etc.); an old root-noun <b class="b3">μετανά-στη-ς</b> as Skt. <b class="b2">ni-ṣṭhā́-s</b>, <b class="b2">prati-ṣṭhā́-s</b> a. o. (Schmidt [[l.c.]]) has no immediate agreement in Greek. As however this apparently further convincing interpretation is in conflict with the Homer. use of [[μετά]] and [[ἀνίστασθαι]], Wackernagel Syntax 2, 246f. went back with Funck Curt. Stud. 9, 134 to the explanation (already given in the Thes.) as <b class="b3">μετα-νάσ-της</b>, from <b class="b3">*μετα-ναίω</b> [[live with]] like <b class="b3">μεταναιέ-της</b> (Hes.), <b class="b3">-τάω</b> (h. Cer.) [[who lives with]], [[live with]]. As old parallel formation to Att. <b class="b3">μέτ-οικος</b>, Arg. <b class="b3">πεδά-Ϝοικος</b> and to <b class="b3">μετοικέται κατὰ μέσον οἰκοῦντες</b> H. [[μετανάστης]] will originally and still in Hom. have meant [[who lives with]], [[who lives among others (as foreigner)]], [[inhabitant]]. Because of the disappearance of the verbal form with <b class="b3">-νασ-</b> and the gradual advance of <b class="b3">μετα-</b> [[around]] against <b class="b3">μετα-</b> [[with]] [[μετανάστης]] was already in class. times associted with the living [[μεταναστῆναι]], <b class="b3">μετανά-στασις</b>. -- The deviating view of Leumann, Hom. Wörter 183 w. n. 30, <b class="b3">μετα-νάσ-της</b> would prop. be [[migrant]], [[in-wandrer]], from <b class="b3">μετα-ναίω</b> [[move]], has the same objections as the connection with [[μεταναστῆναι]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μετα-[[νάστης]], ου, ὁ, [[ναίω]]<br />one who has changed his [[home]], a [[wanderer]], immigrant, [[commonly]] as a [[term]] of [[reproach]], like Scottish [[land]]-louper, Il. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''μετανάστης''': -ου<br />{metanástēs}<br />'''Forms''': bei Hom. nur in ἀτίμητον μετανάστην (Ι 648 = Ρ 59),<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': zur Bed. unten; nachhom. [[Umsiedler]], [[Auswanderer]], [[Flüchtling]] (Hdt. 7, 161 von den Athenern, Arat., Ph., Pap. u.a.), f. -στις (Ph.) und -στρια (''AP''; wie [[ἀγύρτης]]: [[ἀγύρτρια]] usw.); Adj. [[μετανάστιος]] [[umherwandernd]] (''AP'', Nonn.), Verb [[μεταναστεύω]], -εύομαι [[austreiben]], [[auswandern]], [[flehen]] (LXX, Str., Ph.).<br />'''Etymology''': Schon von Hdt. und seinen Zeitgenossen als [[Umsiedler]] verstanden und als [[μετανάστης]] mit μεταναστῆναι, [[μετανάστασις]] [[umsiedeln]], [[auswandern]], bzw. [[Umsiedelung]], [[Auswanderung]] (Hdt., Th., Hp. u. a.) verbunden, eine Auffassung, die J. Schmidt Pluralbild. 346 f. mit Eust. u. a. (s. Schulze KZ 33, 137 = Kl. Schr. 372) unter allgemeiner Zustimmung (Schulze a.a.O., Bechtel Lex. s.v., Fraenkel KZ 42, 262 u. Nom. ag. 1, 129, Schwyzer 424 u. 451) näher ausgeführt hat. Es würde aber dann mit einer metrisch-rhythmisch bedingten Haplologie für *μεταναστάτης stehen (Fraenkel Glotta 1, 270ff.; vgl. ἐπι-, παρα-, [[προστάτης]] usw.); ein altes Wurzelnomen [[μετανάστης]] wie aind. ''ni''-''ṣṭhā́''-''s'', ''prati''-''ṣṭhā́''-''s'' u. a. (Schmidt a.a.O.) hat im Griechischen kein unmittelbares Gegenstück. Da aber diese anscheinend sonst überzeugende Deutung mit dem homer. Gebrauch von [[μετά]] und ἀνίστασθαι im Widerspruch steht, hat Wackernagel Syntax 2, 246f. mit Funck Curt. Stud. 9, 134 auf die schon in der letzten Ausgabe des Thes. vorgeschlagene Erklärung als [[μετανάστης]] zurückgegriffen, von *μεταναίω [[mitwohnen]] wie [[μεταναιέτης]] (Hes.), -τάω (''h''. ''Cer''.) [[Mitwohner]], [[mitwohnen]]. Als alte Parallelbildung zu att. [[μέτοικος]], arg. [[πεδάϝοικος]] und zu μετοικέται· κατὰ [[μέσον]] οἰκοῦντες H. würde [[μετανάστης]] ursprünglich und noch bei Hom. ‘Mitwohner, der unter anderen (als Fremdling) wohnt, Insasse’ (nach W. [[Hintersasse]]) bedeutet haben. Wegen des Verschwindens der Verbalformen mit -νασ- und des allmählichen Vordringens von μετα- [[um]] gegen μετα- [[mit]] wurde [[μετανάστης]] schon in klass. Zeit mit den lebendigen μεταναστῆναι, [[μετανάστασις]] assoziiert. — Die abweichende Ansicht Leumanns, Hom. Wörter 183 m. A. 30, [[μετανάστης]] wäre eig. [[Umsiedler]], [[Zugewanderter]], von μεταναίω [[umsiedeln]], unterliegt denselben Bedenken wie die Anknüpfung an μεταναστῆναι.<br />'''Page''' 2,217-218 | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[μετά]] + ρίζα νασ τοῦ [[ναίω]] (=[[κατοικῶ]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[μεταναστεύω]], μετανάστευσις, [[μεταναστευτέον]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:01, 4 September 2023
English (LSJ)
μετανάστου, ὁ, (μεταναστῆναι, cf. ὑπερανάστης)
A one who has left his home, wanderer, migrant, commonly as a term of reproach, ἀτίμητος μετανάστης Il.9.648; μοῦνοι οὐ μετανάσται Ἑλλήνων, of the Athenians, Hdt.7.161; fugitive, POxy.487.18 (ii A. D.), PTeb.439 (ii A. D.); μετανάσται γενόμενοι ὑπὸ ἐθνῶν Prisc.p.341 D. (cf. μετανίσταντο ibid.): c. gen., ἀρετῆς μετανάστης = from virtue, Ph.1.415, cf. 477; πάτρης μετανάστης Man.2.420.
II wandering, of the planets, opp. the fixed stars, Arat.457:—hence fem. μετανάστις, ψυχὴ σώματος μετανάστις = a fugitive from the body Ph.2.462; also μετανάστρια, σκοπέλων μετανάστρια πέρδιξ AP7.204 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 151] ὁ (ναίω), der von einem Orte weg und anders wohin Ziehende, der sich in der Fremde ansiedelt und dort im Vergleich mit dem eingebornen, einheimischen Bürger geringere Rechte besaß; daher mit Geringschätzung gesagt ὡςεί τιν' ἀτίμητον μετανάστην, Il. 9, 648, wie einen heimathlosen Fremdling oder Einsassen, wie 16, 59, wo es auf ein fem. geht u. es im Alterthum die v.l. μετανάστιν gab; μοῦνοι ἐόντες οὐ μετανάσται τῶν Ἑλλήνων, Her. 7, 161, von den Athenern, die sich bekanntlich rühmten, Autochthonen, keine Einwanderer zu sein; πάτρης, der Verbannte, Synes. ep. 67; Man. 2, 420. – Arat. nennt 457 die Planeten so im Gegensatz der Fixsterne.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui change de demeure ou de pays, émigré, exilé.
Étymologie: μετά, ναίω.
Russian (Dvoretsky)
μετανάστης: ου ὁ переселенец или чужак (ἀτίμητος Hom.): μοῦνοι ἐόντες οὐ μετανάσται τῶν Ἑλλήνων Her. ибо (мы, афиняне) - единственные из эллинов, которые не являются пришельцами.
Greek (Liddell-Scott)
μετανάστης: -ου, ὁ, (ναίω, ἔνασσα) ὁ ἐκ τῆς πατρίδος του εἰς ξένην χώραν μεταναστεύσας, ξένος, μέτοικος, πλάνης, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἐπιχώριον· συνήθως ὡς λέξις ὀνειδιστική, ὡς ἡ Σκωτικὴ land-louper, ἀτίμητος μ. Ἰλ. Ι. 648, Π. 59, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 9· ― ἐν Ἡροδ. 7. 161 οἱ Ἀθηναῖοι καυχῶνται ὡς ὄντες μοῦνοι τῶν Ἑλλήνων οὐ μετανάσται, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Θουκ. 2. 36· ― μετὰ γεν., πάτρης μ. Μανέθων 2. 420· πρβλ. ἀλαζών· παρὰ Θ. Σιμοκάτᾳ (Ἱστ. 5, 2 § 2) μέτοχος, τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος. ΙΙ. ἐπὶ τῶν πλανητῶν, κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας, Ἄρατ. 457. ― Ἐντεῦθεν ἀνώμαλ. θηλυκὸν μετανάστρια, σκοπέλων μετανάστρια πέρδιξ Ἀνθ. Π. 7. 204.
English (Autenrieth)
(ναίω): new-comer, interloper, immigrant. (Il.)
Greek Monolingual
ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια)
αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος
μσν.
μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που φυγαδεύθηκε, που απομακρύνθηκε (α. «μετανάστης τῆς πατρίδος ἐγένου», Μηναί.
β. «ψυχὴ σώματος μετανάστις», Φίλ.)
αρχ.
1. (για αστέρα) πλανήτης, σε αντιδιαστολή προς τον απλανή
2. μέτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. της αποδημίας είχε ως αποτέλεσμα να συνδεθεί η λ. μετανάστης από τους κλασικούς χρόνους με το ρ. μετανίσταμαι «μεταναστεύω». Κατ' αυτήν την άποψη, μάλλον παρετυμολογική, η λ. μετ-ανάστης ερμηνεύθηκε ως αποτέλεσμα απλολογίας ενός αμάρτυρου τ. μετ-αναστάτης ή έχει αναχθεί σε ένα θεματικό ουσιαστικό της ιων. μετανά-στης, του οποίου η κατάλ. παραβλήθηκε με τα αρχ. ινδ. ni-sthā, prati-stā. Σήμερα είναι αποδεκτή η άποψη ότι η λ. μετα-νάσ-της (< μετα-ναίω «κατοικώ μαζί με κάποιους»), σύνθετη με την πρόθεση μετά και το θ. νασ- του ρήματος ναίω «κατοικώ», αποτελεί την αρχαία μορφή του δράστη ενεργείας του ρήματος ναίω (πρβλ. τη γλώσσα του Ησύχ. «νάστης
οἰκιστής» και ναστήρ) και συνδέεται με τα μετα-ναιέτης «αυτός που συγκατοικεί» και μετα-ναιετῶ «συγκατοικώ». Κατά την ίδια άποψη, η λ. μετανάστης είχε αρχική σημ. «αυτός που κατοικεί ανάμεσα σε άλλους ως ξένος», αντίστοιχη με τους μεταγενέστερους τ. μέτ-οικος, τον αρκ. πεδάFοικος και τη γλώσσα του Ησύχ. «μετ-οικέται
κατά μέσον οικούντες». Στην ιων.-αττ. το θ. νασ- του ναίω παραμερίστηκε και υπερίσχυσε η σημ. της πρόθεσης μετά που εκφράζει αλλαγή τόπου, οπότε και η λ. μετ-ανάστης συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. μετ-ανίσταμαι. Παρ' όλα αυτά, ενώ ετυμολογικά η σύνδεση της λέξης με το ρ. ναίω θεωρείται αναμφισβήτητη, εκφράζονται αμφιβολίες για την προτεραιότητα που έδωσε η προηγούμενη άποψη στη σημασία «αυτός που κατοικεί ανάμεσα σε κάποιους, ο ξένος» της λέξης. Η σημ. αυτή δεν μαρτυρείται στους ομηρικούς χρόνους. Αντίθετα, η πρόθ. μετά ήδη στον Όμηρο εκφράζει την αλλαγή τόπου, από όπου η σημ. «απόδημος, αυτός που κατοικεί σε άλλο τόπο», χωρίς και να αλλάξει το ετυμολογικό σχήμα της λέξης].
Greek Monotonic
μετανάστης: -ου, ὁ (ναίω), αυτός που έχει αλλάξει το σπίτι του, πλανόδιος, μετανάστης, συνήθως ως όρος επίπληξης, όπως το Σκωτικό land-louper (αυτός που σέρνεται σαν κάμπια στη γη), σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
-ου
Grammatical information: m.
Meaning: On the meaning below; in Hom. only in ἀτίμητον μετανάστην (I 648 = P 59); posthom. migrant, emigrant, fugitive (Hdt. 7, 161 of the Athenians, Arat., Ph., pap.), f. -στις (Ph.) and -στρια (AP; like ἀγύρτης: ἀγύρτρια etc.); adj. μετανάστ-ιος migrating, wandering (AP, Nonn.), verb μεταναστ-εύω, -εύομαι drive out, wander out, flee (LXX, Str., Ph.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Already by Hdt. and his contemporaries understood as wanderer and as μετ-ανά-στη-ς connected with μετ-ανα-στῆ-ναι, μετ-ανάστασις move, amigrate, resp. removal, emigration (Hdt., Th., Hp.), an interpretation, which J. Schmidt Pluralbild. 346 f. with Eust. a. o. (s. Schulze KZ 33, 137 = Kl. Schr. 372) with general approval (Schulze l.c., Bechtel Lex. s.v., Fraenkel KZ 42, 262 a. Nom. ag. 1, 129, Schwyzer 424 a. 451) worked out further. It would then however with metric-rhythmically conditioned haplology stand for *μετανα-στά-της (Fraenkel Glotta 1, 270ff.; cf. ἐπι-, παρα-, προ-στά-της etc.); an old root-noun μετανά-στη-ς as Skt. ni-ṣṭhā́-s, prati-ṣṭhā́-s a. o. (Schmidt l.c.) has no immediate agreement in Greek. As however this apparently further convincing interpretation is in conflict with the Homer. use of μετά and ἀνίστασθαι, Wackernagel Syntax 2, 246f. went back with Funck Curt. Stud. 9, 134 to the explanation (already given in the Thes.) as μετα-νάσ-της, from *μετα-ναίω live with like μεταναιέ-της (Hes.), -τάω (h. Cer.) who lives with, live with. As old parallel formation to Att. μέτ-οικος, Arg. πεδά-Ϝοικος and to μετοικέται κατὰ μέσον οἰκοῦντες H. μετανάστης will originally and still in Hom. have meant who lives with, who lives among others (as foreigner), inhabitant. Because of the disappearance of the verbal form with -νασ- and the gradual advance of μετα- around against μετα- with μετανάστης was already in class. times associted with the living μεταναστῆναι, μετανά-στασις. -- The deviating view of Leumann, Hom. Wörter 183 w. n. 30, μετα-νάσ-της would prop. be migrant, in-wandrer, from μετα-ναίω move, has the same objections as the connection with μεταναστῆναι.
Middle Liddell
μετα-νάστης, ου, ὁ, ναίω
one who has changed his home, a wanderer, immigrant, commonly as a term of reproach, like Scottish land-louper, Il.
Frisk Etymology German
μετανάστης: -ου
{metanástēs}
Forms: bei Hom. nur in ἀτίμητον μετανάστην (Ι 648 = Ρ 59),
Grammar: m.
Meaning: zur Bed. unten; nachhom. Umsiedler, Auswanderer, Flüchtling (Hdt. 7, 161 von den Athenern, Arat., Ph., Pap. u.a.), f. -στις (Ph.) und -στρια (AP; wie ἀγύρτης: ἀγύρτρια usw.); Adj. μετανάστιος umherwandernd (AP, Nonn.), Verb μεταναστεύω, -εύομαι austreiben, auswandern, flehen (LXX, Str., Ph.).
Etymology: Schon von Hdt. und seinen Zeitgenossen als Umsiedler verstanden und als μετανάστης mit μεταναστῆναι, μετανάστασις umsiedeln, auswandern, bzw. Umsiedelung, Auswanderung (Hdt., Th., Hp. u. a.) verbunden, eine Auffassung, die J. Schmidt Pluralbild. 346 f. mit Eust. u. a. (s. Schulze KZ 33, 137 = Kl. Schr. 372) unter allgemeiner Zustimmung (Schulze a.a.O., Bechtel Lex. s.v., Fraenkel KZ 42, 262 u. Nom. ag. 1, 129, Schwyzer 424 u. 451) näher ausgeführt hat. Es würde aber dann mit einer metrisch-rhythmisch bedingten Haplologie für *μεταναστάτης stehen (Fraenkel Glotta 1, 270ff.; vgl. ἐπι-, παρα-, προστάτης usw.); ein altes Wurzelnomen μετανάστης wie aind. ni-ṣṭhā́-s, prati-ṣṭhā́-s u. a. (Schmidt a.a.O.) hat im Griechischen kein unmittelbares Gegenstück. Da aber diese anscheinend sonst überzeugende Deutung mit dem homer. Gebrauch von μετά und ἀνίστασθαι im Widerspruch steht, hat Wackernagel Syntax 2, 246f. mit Funck Curt. Stud. 9, 134 auf die schon in der letzten Ausgabe des Thes. vorgeschlagene Erklärung als μετανάστης zurückgegriffen, von *μεταναίω mitwohnen wie μεταναιέτης (Hes.), -τάω (h. Cer.) Mitwohner, mitwohnen. Als alte Parallelbildung zu att. μέτοικος, arg. πεδάϝοικος und zu μετοικέται· κατὰ μέσον οἰκοῦντες H. würde μετανάστης ursprünglich und noch bei Hom. ‘Mitwohner, der unter anderen (als Fremdling) wohnt, Insasse’ (nach W. Hintersasse) bedeutet haben. Wegen des Verschwindens der Verbalformen mit -νασ- und des allmählichen Vordringens von μετα- um gegen μετα- mit wurde μετανάστης schon in klass. Zeit mit den lebendigen μεταναστῆναι, μετανάστασις assoziiert. — Die abweichende Ansicht Leumanns, Hom. Wörter 183 m. A. 30, μετανάστης wäre eig. Umsiedler, Zugewanderter, von μεταναίω umsiedeln, unterliegt denselben Bedenken wie die Anknüpfung an μεταναστῆναι.
Page 2,217-218
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό μετά + ρίζα νασ τοῦ ναίω (=κατοικῶ).
Παράγωγα: μεταναστεύω, μετανάστευσις, μεταναστευτέον.