περικλυτός: Difference between revisions

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periklytos
|Transliteration C=periklytos
|Beta Code=perikluto/s
|Beta Code=perikluto/s
|Definition=[ή, όν<b class="b3">, κλύω</b>) [[famous]], [[renowned]], of Hephaestus, <span class="bibl">Il.1.607</span>, <span class="bibl">Od.8.287</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>571</span>; of heroes, <span class="bibl">Il.11.104</span>, <span class="bibl">18.326</span>; of a minstrel, <span class="bibl">Od.1.325</span>,<span class="bibl">8.83</span>, etc.; of places, <b class="b3">ἄστυ π</b>. <span class="bibl">4.9</span>, <span class="bibl">16.170</span>; of things, <b class="b3">π. δῶρα, ἔργα</b>, [[excellent]], [[noble]], <span class="bibl">Il.7.299</span>, <span class="bibl">6.324</span>, cf. <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>238</span>, al.
|Definition=[ή, όν<b class="b3">, κλύω</b>) [[famous]], [[renowned]], of [[Hephaestus]], Il.1.607, Od.8.287, Hes.''Th.''571; of heroes, Il.11.104, 18.326; of a minstrel, Od.1.325,8.83, etc.; of places, <b class="b3">ἄστυ π.</b> 4.9, 16.170; of things, <b class="b3">π. δῶρα, ἔργα</b>, [[excellent]], [[noble]], Il.7.299, 6.324, cf. Orph.''Fr.''238, al.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />renommé alentour, illustre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κλύω]].
|btext=ή, όν :<br />[[renommé alentour]], [[illustre]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κλύω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περι-κλυτός --όν zeer beroemd; van zaken prachtig.
|elnltext=περι-κλυτός -ή -όν zeer beroemd; van zaken prachtig.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 39: Line 39:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ξακουσμένος]]). Ἀπό τό [[περί]] + [[κλύω]] (=[[ἀκούω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[ξακουσμένος]]). Ἀπό τό [[περί]] + [[κλύω]] (=[[ἀκούω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{trml
|trtx====[[famous]]===
Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور‎, شَهِير‎; Egyptian Arabic: مشهور‎; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: [[beroemd]]; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: [[fameux]], [[célèbre]]; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: [[bekannt]], [[berühmt]]; Greek: [[διάσημος]], [[περίφημος]]; Ancient Greek: [[ἀγακλεής]], [[ἀγακλειτός]], [[ἀγακλήεις]], [[ἀγακλυμένη]], [[ἀγακλυτός]], [[ἀγαυνός]], [[ἀγλαός]], [[ἀμφιβόητος]], [[ἀμφιβῶτις]], [[ἀνάγραπτος]], [[ἀξιόλογος]], [[ἀξιοφανής]], [[ἀοίδιμος]], [[ἀρίγνωτος]], [[ἀριδείκετος]], [[ἀρίδηλος]], [[ἀρίζηλος]], [[ἀριήκοος]], [[ἀρίσημος]], [[αὐδήεις]], [[βαθύδοξος]], [[βαθυκλεής]], [[γνωτός]], [[δακτυλόδεικτος]], [[δημοαδής]], [[δημολάλητος]], [[διαβόητος]], [[διάδηλος]], [[διαθρύλλητος]], [[διαλάλητος]], [[διαπρεπής]], [[διάσημος]], [[διαφανής]], [[διάφημος]], [[διωνομασμένος]], [[δόκιμος]], [[ἐκβεβοημένος]], [[ἐκπρεπής]], [[ἐλλόγιμος]], [[ἐμφανής]], [[ἔνδοξος]], [[ἐξάκουστος]], [[ἐπάϊστος]], [[ἐπιβόητος]], [[ἐπικλεής]], [[ἐπίσημος]], [[ἐπιφανής]], [[ἐπόψιος]], [[ἐπώνυμος]], [[ἐρικυδής]], [[εὐδιαβόητος]], [[εὐδόκιμος]], [[εὔδοξος]], [[εὐκλεής]], [[εὐκλειής]], [[ἐϋκλειής]], [[εὔκλεινος]], [[εὐφανής]], [[κλεεννός]], [[κλεινός]], [[κλειτός]], [[κλύμενος]], [[κλυτός]], [[κυδάλιμος]], [[λαμπρός]], [[λόγιμος]], [[μεγακλεής]], [[ὀνομαστός]], [[περίβλεπτος]], [[περιβόατος]], [[περιβόητος]], [[περίβωτος]], [[περιθρύλητος]], [[περίθρυλος]], [[περικλήϊστος]], [[περικλυτός]], [[περίσαμος]], [[περίσημος]], [[περίφαντος]], [[περιφήμιστος]], [[περίφημος]], [[περιώνυμος]], [[πολυαίνετος]], [[πολύαινος]], [[πολύυμνος]], [[πρεπτός]], [[τηλεκλειτός]], [[ὑμνούμενος]], [[φαίδιμος]], [[φαμιστός]], [[φατός]], [[φερεκυδής]], [[φημιστός]]; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם‎; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: [[famoso]]; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: [[famosus]], [[inclitus]], [[nobilis]], [[notus]]; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی‎; Persian: نامدار‎, مشهور‎, معروف‎; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: [[famoso]], [[afamado]], [[célebre]]; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: [[известный]]; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: [[famoso]], [[célebre]], [[afamado]]; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах
}}
}}

Latest revision as of 17:26, 9 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικλῠτός Medium diacritics: περικλυτός Low diacritics: περικλυτός Capitals: ΠΕΡΙΚΛΥΤΟΣ
Transliteration A: periklytós Transliteration B: periklytos Transliteration C: periklytos Beta Code: perikluto/s

English (LSJ)

[ή, όν, κλύω) famous, renowned, of Hephaestus, Il.1.607, Od.8.287, Hes.Th.571; of heroes, Il.11.104, 18.326; of a minstrel, Od.1.325,8.83, etc.; of places, ἄστυ π. 4.9, 16.170; of things, π. δῶρα, ἔργα, excellent, noble, Il.7.299, 6.324, cf. Orph.Fr.238, al.

German (Pape)

[Seite 580] eigtl. rings umher gehört, wovon man rings umher hört, weit und breit berühmt, ruhmvoll; Hephästus, Il. 1, 607 Od. 8, 287 u. öfter; υἱός, Il. 18, 326; ἀοιδός, Od. 1, 325. 8, 83, wo man es ohne Grund »weit tönend od. singend« übersetzen will; auch von Sachen, ἔργα, Il. 6, 324, δῶρα, 7, 299. 9, 121; bei Hes. stets Beiwort des Hephästus.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
renommé alentour, illustre.
Étymologie: περί, κλύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-κλυτός -ή -όν zeer beroemd; van zaken prachtig.

Russian (Dvoretsky)

περικλῠτός: всем известный, славный, знаменитый (ἀοιδός, ἄστυ, ἔργα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

περικλῠτός: -ή, -όν, (κλύω) ὁ πανταχοῦ φημιζόμενος, περιώνυμος «ξακουσμένος», Λατ. inclytus, ἐπὶ τοῦ θεοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Α. 607, Ὀδ. Θ. 287· περικλυτὸς ἀμφιγυήεις Ἡσ. Θεογ. 571, («περικλυτὸς ἔνδοξος περισσῶς καὶ λίαν ὠνομασμένος διὰ τὴν τέχνην» Ἡσύχ.)· ἐπὶ ἡρώων, Ἰλ. Λ. 104, Σ. 326· ἐπὶ ἀοιδοῦ, Ὀδ. Δ. 325, Θ. 83, κτλ.· ἐπὶ τόπων, π. ἄστυ Δ. 9, Π. 170· ἐπὶ πραγμάτων, π. δῶρα, ἔργα, ἔξοχα, λαμπρά, Ἰλ. Ζ. 324, Η. 299, Ι. 121. - Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ τοῖς Βυζ. πεζογράφοις.

English (Autenrieth)

highly renowned or famous.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(επικ. τ.)
1. (ιδίως για τον Ήφαιστο) αυτός του οποίου το όνομα ακούγεται παντού, περιώνυμος, ξακουστός
2. (για ήρωα) τρισένδοξος
3. (για αοιδό) ονομαστός για την τέχνη του
4. (για τόπο) περίφημος
5. (για πράγμ.) λαμπρός, έξοχος («δῶρα δ' ἄγ' ἀλλήλοισι περικλυτὰ δώομεν ἄμφω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κλυτός «φημισμένος» (< κλύω «ακούω»), πρβλ. δουρικλυτός.

Greek Monotonic

περικλῠτός: -ή, -όν, ονομαστός παντού, ολόγυρα ξακουστός, φημισμένος, ένδοξος, Λατ. inclytus, σε Όμηρ.

Middle Liddell

περι-κλῠτός, ή, όν
heard of all round, famous, renowned, glorious, Lat. inclytus, Hom.

Mantoulidis Etymological

(=ξακουσμένος). Ἀπό τό περί + κλύω (=ἀκούω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

famous

Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور‎, شَهِير‎; Egyptian Arabic: مشهور‎; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: beroemd; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: fameux, célèbre; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: bekannt, berühmt; Greek: διάσημος, περίφημος; Ancient Greek: ἀγακλεής, ἀγακλειτός, ἀγακλήεις, ἀγακλυμένη, ἀγακλυτός, ἀγαυνός, ἀγλαός, ἀμφιβόητος, ἀμφιβῶτις, ἀνάγραπτος, ἀξιόλογος, ἀξιοφανής, ἀοίδιμος, ἀρίγνωτος, ἀριδείκετος, ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, ἀριήκοος, ἀρίσημος, αὐδήεις, βαθύδοξος, βαθυκλεής, γνωτός, δακτυλόδεικτος, δημοαδής, δημολάλητος, διαβόητος, διάδηλος, διαθρύλλητος, διαλάλητος, διαπρεπής, διάσημος, διαφανής, διάφημος, διωνομασμένος, δόκιμος, ἐκβεβοημένος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἐμφανής, ἔνδοξος, ἐξάκουστος, ἐπάϊστος, ἐπιβόητος, ἐπικλεής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἐπόψιος, ἐπώνυμος, ἐρικυδής, εὐδιαβόητος, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, εὐκλειής, ἐϋκλειής, εὔκλεινος, εὐφανής, κλεεννός, κλεινός, κλειτός, κλύμενος, κλυτός, κυδάλιμος, λαμπρός, λόγιμος, μεγακλεής, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόατος, περιβόητος, περίβωτος, περιθρύλητος, περίθρυλος, περικλήϊστος, περικλυτός, περίσαμος, περίσημος, περίφαντος, περιφήμιστος, περίφημος, περιώνυμος, πολυαίνετος, πολύαινος, πολύυμνος, πρεπτός, τηλεκλειτός, ὑμνούμενος, φαίδιμος, φαμιστός, φατός, φερεκυδής, φημιστός; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם‎; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: famoso; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: famosus, inclitus, nobilis, notus; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی‎; Persian: نامدار‎, مشهور‎, معروف‎; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: famoso, afamado, célebre; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: известный; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: famoso, célebre, afamado; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах