κακόδοξος: Difference between revisions
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
m (LSJ1 replacement) |
lsj>Spiros |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=μέ κακή [[φήμη]], [[ἐπονείδιστος]]). Ἀπό τό [[κακός]] + [[δόξα]] τοῦ [[δοκέω]] -ῶ, ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=(=μέ κακή [[φήμη]], [[ἐπονείδιστος]]). Ἀπό τό [[κακός]] + [[δόξα]] τοῦ [[δοκέω]] -ῶ, ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[infamous]]=== | |||
Bulgarian: опозорен; Catalan: infame; Chinese Mandarin: 臭名昭著; Czech: nechvalně známý; Danish: berygtet, infamøs; Dutch: [[berucht]]; Esperanto: fifama; Finnish: pahamaineinen, surullisenkuuluisa; French: [[tristement célèbre]]; Galician: infame; German: [[anrüchig]], [[berüchtigt]], [[berühmt]], [[ehrlos]], [[entehrend]], [[gemein]], [[infam]], [[niederträchtig]], [[schändlich]], [[verrucht]], [[verrufen]]; Greek: [[διαβόητος]]; Ancient Greek: [[ἀδόκιμος]], [[ἄδοξος]], [[αἰσχρός]], [[ἀμφιβόητος]], [[ἀνώνυμος]], [[ἀοίδιμος]], [[ἀριγνώς]], [[ἀρίγνωτος]], [[ἄρρητος]], [[ἄσχημος]], [[ἀσχήμων]], [[βδελυρός]], [[βδελυχρός]], [[διαβόητος]], [[δυσκλεής]], [[δύσφημος]], [[ἐπιβόητος]], [[ἐπίρρητος]], [[κακόδοξος]], [[κακοήθης]], [[κατάφημος]], [[κλύμενος]], [[περιβόητος]], [[περιφορητός]], [[περιφόρητος]]; Hungarian: hírhedt; Ido: infama; Italian: [[famigerato]]; Japanese: 悪名高い; Korean: 악명 높은; Latin: [[infamis]]; Norwegian: beryktet; Occitan: infame; Old English: unhlīsful; Polish: niesławny; Portuguese: [[infame]], [[famigerado]]; Romanian: infam, nerușinat, ticălos; Russian: [[бесславный]], [[позорный]], [[печально известный]], [[печально знаменитый]]; Scottish Gaelic: droch-chliùiteach; Spanish: [[de mala fama]], [[malfamado]], [[malafamado]]; Swedish: ökänd, vanärande, vanfrejdad, äreslös; Turkish: alçak, ayıp, iğrenç, kepaze, kötü şöhretli, rezil, rezilane, rezilcesine, utanç verici; Ukrainian: безславний, сумнозві́сний; Westrobothnian: illtjännd | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 7 October 2024
English (LSJ)
κακόδοξον, in ill repute, oflow reputation, Thgn.195, X.Ages.4.1: Comp. -ότερος Pl.Min.321a; of things, inglorious, νίκα E.Andr.778(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1299] von schlechtem Rufe, übel berüchtigt; νίκη Eur. Andr. 778; Plat. Min. 321 a; Xen. Ages. 4, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de mauvais renom, peu estimé;
Cp. κακοδοξότερος.
Étymologie: κακός, δόξα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόδοξος -ον [κακός, δόξα] met een slechte reputatie:. νίκαν μὴ κακόδοξον een overwinning zonder schande Eur. Andr. 778.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόδοξος:
1 имеющий дурную славу, опозоренный (sc. ἀνήρ Xen., Plat.);
2 бесславный, позорный (νίκη Eur.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κακόδοξος, -ον)
αυτός που έχει εσφαλμένες θρησκευτικές δοξασίες, ανορθόδοξος
αρχ.
αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθόδοξος, ψευδόδοξος].
Greek Monotonic
κᾰκόδοξος: -ον (δόξα), αυτός που έχει κακή φήμη, δηλ.:
1. ο χωρίς φήμη, άσημος, άγνωστος, σε Θέογν.
2. κακόφημος, δυσώνυμος, σε Ευρ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκόδοξος: -ον, ἔχων κακὴν δόξαν: δηλ., 1) ἄνευ φήμης, ἄγνωστος, Θέογν. 195. 2) ἔχων κακὴν φήμην, Εὐρ. Ἀνδρ. 778, Ξεν. Ἀγησ. 4, 1. - Συγκρ. -ότερος Πλάτ. Μίν. 321Α. ΙΙ. ἐκκλησ., ὁ μὴ δοξάζων ὀρθῶς, μὴ ἔχων ὀρθὴν δοξασία, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ὀρθόδοξος, Ἀθαν. Ι. 213C.
Middle Liddell
κᾰκό-δοξος, ον δόξα
in ill repute: i. e.,
1. without fame, unknown, Theogn.
2. infamous, discreditable, Eur., Xen.
Mantoulidis Etymological
(=μέ κακή φήμη, ἐπονείδιστος). Ἀπό τό κακός + δόξα τοῦ δοκέω -ῶ, ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα.
Translations
infamous
Bulgarian: опозорен; Catalan: infame; Chinese Mandarin: 臭名昭著; Czech: nechvalně známý; Danish: berygtet, infamøs; Dutch: berucht; Esperanto: fifama; Finnish: pahamaineinen, surullisenkuuluisa; French: tristement célèbre; Galician: infame; German: anrüchig, berüchtigt, berühmt, ehrlos, entehrend, gemein, infam, niederträchtig, schändlich, verrucht, verrufen; Greek: διαβόητος; Ancient Greek: ἀδόκιμος, ἄδοξος, αἰσχρός, ἀμφιβόητος, ἀνώνυμος, ἀοίδιμος, ἀριγνώς, ἀρίγνωτος, ἄρρητος, ἄσχημος, ἀσχήμων, βδελυρός, βδελυχρός, διαβόητος, δυσκλεής, δύσφημος, ἐπιβόητος, ἐπίρρητος, κακόδοξος, κακοήθης, κατάφημος, κλύμενος, περιβόητος, περιφορητός, περιφόρητος; Hungarian: hírhedt; Ido: infama; Italian: famigerato; Japanese: 悪名高い; Korean: 악명 높은; Latin: infamis; Norwegian: beryktet; Occitan: infame; Old English: unhlīsful; Polish: niesławny; Portuguese: infame, famigerado; Romanian: infam, nerușinat, ticălos; Russian: бесславный, позорный, печально известный, печально знаменитый; Scottish Gaelic: droch-chliùiteach; Spanish: de mala fama, malfamado, malafamado; Swedish: ökänd, vanärande, vanfrejdad, äreslös; Turkish: alçak, ayıp, iğrenç, kepaze, kötü şöhretli, rezil, rezilane, rezilcesine, utanç verici; Ukrainian: безславний, сумнозві́сний; Westrobothnian: illtjännd