Σειρήν: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Seirin
|Transliteration C=Seirin
|Beta Code=&#42;seirh/n
|Beta Code=&#42;seirh/n
|Definition=ῆνος, ἡ, <span class="title">Siren</span>; in pl., <b class="b3">Σειρῆνες, αἱ</b>, <span class="title">Sirens</span>, <span class="bibl">Od.12.39</span>, al., cf. Sch.ad loc.; Ep. dual gen. <b class="b3">Σειρήνοιιν</b> ib.<span class="bibl">52</span>, <span class="bibl">167</span>; <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> πτεροφόροι νεανίδες… Σειρῆνες <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>169</span> (lyr.), cf. <span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>911</span> (lyr.); Σειρὴν… τὰ σκέλη δὲ κοψίχου <span class="bibl">Anaxil.22.20</span>; cf. ἁρπυιόγουνος; σειρῆνα κόμπον… ὃς Ζεφύρου σιγάζει πνοάς <span class="bibl">Pi.<span class="title">Parth.</span>2.13</span>, cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Fr.</span>69</span>; ἐπὶ τῶν κύκλων [τοῦ ἀτράκτου]… ἐφ' ἑκάστου βεβηκέναι Σειρῆνα… φωνὴν μίαν ἱεῖσαν <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>617b</span> (hence <b class="b3">σειρῆνες· τὰ ἄστρα</b>, <span class="title">Lex.Rhet.</span>ap.<span class="bibl">Eust.1709.54</span>, cf. Theo Sm. p.146H.); as a grave-ornament, στᾶλαι καὶ Σειρῆνες ἐμαί <span class="title">AP</span>7.710 (Erinna), cf. 491 (Mnasalc.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., [[Siren]], [[deceitful woman]], <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>936</span>: also, [[the Siren charm]] of eloquence, persuasion, and the like, <span class="bibl">Alcm.7</span>, <span class="bibl">Aeschin.3.228</span>, <span class="bibl">Alex.Aet.7</span> (pl.); <b class="b3">ποικίλη σ</b>., of philosophy, Phld.<span class="title">Rh.</span>2.145 S.; λόγων σ. καὶ χάρις <span class="bibl">Plu.<span class="title">Mar.</span>44</span>, cf. <span class="bibl">D.H. <span class="title">Comp.</span>26</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>2.52d</span>; ὤλετο παρθενίη σ. ἐμή <span class="title">Supp.Epigr.</span>1.567.7 (Fayum), cf. <span class="title">IG</span>14.1942 (Rome); <b class="b3">σειρῆνα θεάτρων</b>, of Menander, ib.1183; <b class="b3">ἔνθεον σειρῆνα χεύῃ</b> ib.42(1).130.17 (Epid.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> ὁ, a kind of [[solitary bee]] or [[wasp]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>623b11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> a small [[singingbird]], Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> prob. [[ostrich]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Is.</span>13.21</span>,al., <span class="bibl">1</span><span class="title">Enoch</span> 19.2. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">V</span> as name of Zeus, dub. in <span class="bibl">Antim.94</span> (<b class="b3">σείρινα</b> acc. sg., codd.<span class="title">EM</span>). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">VI</span> [[a light garment]], Harp. s.v. [[σείρινα]], Phot. (Correctly written with <b class="b3">-ει-</b>, as name of a ship, <span class="title">IG</span>22.1629.687.)</span>
|Definition=ῆνος, ἡ, ''Siren''; in plural, [[Σειρῆνες]], αἱ, ''Sirens'', Od.12.39, al., cf. Sch.ad loc.; Ep. dual gen. [[Σειρήνοιιν]] ib.52, 167;<br><span class="bld">A</span> πτεροφόροι νεανίδες… Σειρῆνες E.''Hel.''169 (lyr.), cf. ''Fr.''911 (lyr.); Σειρὴν… τὰ σκέλη δὲ κοψίχου Anaxil.22.20; cf. ἁρπυιόγουνος; σειρῆνα κόμπον… ὃς Ζεφύρου σιγάζει πνοάς Pi.''Parth.''2.13, cf. Hes.''Fr.''69; ἐπὶ τῶν κύκλων [τοῦ ἀτράκτου]… ἐφ' ἑκάστου βεβηκέναι Σειρῆνα… φωνὴν μίαν ἱεῖσαν [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 617b (hence <b class="b3">σειρῆνες· τὰ ἄστρα</b>, ''Lex.Rhet.''ap.Eust.1709.54, cf. Theo Sm. p.146H.); as a grave-ornament, στᾶλαι καὶ Σειρῆνες ἐμαί ''AP''7.710 (Erinna), cf. 491 (Mnasalc.).<br><span class="bld">II</span> metaph., [[Siren]], [[deceitful woman]], [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''936: also, [[the Siren charm]] of eloquence, persuasion, and the like, Alcm.7, Aeschin.3.228, Alex.Aet.7 (pl.); <b class="b3">ποικίλη σ.</b>, of philosophy, Phld.''Rh.''2.145 S.; λόγων σ. καὶ χάρις Plu.''Mar.''44, cf. [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''26, Jul.''Or.''2.52d; ὤλετο παρθενίη σ. ἐμή ''Supp.Epigr.''1.567.7 (Fayum), cf. ''IG''14.1942 (Rome); <b class="b3">σειρῆνα θεάτρων</b>, of Menander, ib.1183; <b class="b3">ἔνθεον σειρῆνα χεύῃ</b> ib.42(1).130.17 (Epid.).<br><span class="bld">III</span> ὁ, a kind of [[solitary bee]] or [[wasp]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''623b11.<br><span class="bld">IV</span> a small [[singingbird]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">2</span> prob. [[ostrich]], [[LXX]] ''Is.''13.21,al., ''1''''Enoch'' 19.2.<br><span class="bld">V</span> as name of [[Zeus]], dub. in Antim.94 ([[σείρινα]] acc. sg., codd.''EM'').<br><span class="bld">VI</span> [[a light garment]], Harp. [[sub verbo|s.v.]] [[σείρινα]], Phot. (Correctly written with -ει-, as name of a ship, ''IG''22.1629.687.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0868.png Seite 868]] ῆνος, ἡ, die Sirene (s. nom. pr.). Uebertr., der Zauber der Ueberredung, ἡ τοῦ λόγου σ. καὶ [[χάρις]], Plut. Mar. 44; auch bezaubernder Liebreiz, D. Hal., vgl. Schäf. zu C. V. p. 26. – Bei Arist. II. A. 9, 40 eine wilde Bienenart; vgl. Phot. σειρὴν μὲν φίλον ἀγγέλλει, ξεῖνον δὲ [[μέλισσα]]. – Bei Hesych. eine kleine Vogelart, vielleicht der Zeisig, franz. serin.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0868.png Seite 868]] ῆνος, ἡ, die Sirene (s. nom. pr.). Übertr., der Zauber der Überredung, ἡ τοῦ λόγου σ. καὶ [[χάρις]], Plut. Mar. 44; auch bezaubernder Liebreiz, D. Hal., vgl. Schäf. zu C. V. p. 26. – Bei Arist. II. A. 9, 40 eine wilde Bienenart; vgl. Phot. σειρὴν μὲν φίλον ἀγγέλλει, ξεῖνον δὲ [[μέλισσα]]. – Bei Hesych. eine kleine Vogelart, vielleicht der Zeisig, franz. serin.
}}
{{ls
|lstext='''Σειρήν''': -ῆνος, ἡ· ἐν τῷ πληθ. Σειρῆνες, αἱ, μυθικὰ πρόσωπα, ἀδελφαί, ἐπὶ τῆς νοτίου παραλίας τῆς Ἰταλίας, αἵτινες διὰ τῆς γλυκύτητος τῆς φωνῆς αὐτῶν ἐγοήτευον τούς παραπλέοντας καί ἕπειτα τούς ἐφόνευον· ὁ [[μῦθος]] εὕρηται πρῶτον ἐν Ὀδ. Μ. 39 κἑξ., 158 κἑξ. Ὁ Ὅμηρ. μνημονεύει μόνον δύο ([[ὅθεν]] καί ἡ Ἐπικ. δυϊκ. γενική Σειρήνοιιν, Ὀδ. Μ. 52, 167)· αἵτινες κατόπιν ἐγένοντο [[τρεῖς]], Πεισινόη, Ἀγλαόπη, Θελξιέπεια, ἢ Μόλπη (Μολπαδία), Ἀγλαοφήμη, Θελξιόπη, Σχόλ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. τινές δὲ προσέθηκαν καὶ τετάρτην Λίγεια· ὑπῆρχον Σειρῆνες ὀκτὼ κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Πολ. 617Β, C, πρὸς παράστασιν τῶν φθόγγων ἐν τῇ μουσικῇ τῶν σφαιρῶν· περιγράφονται δὲ ὡς πτεροφόροι παρὰ τῷ Εὕρ. ἐν Ἑλ. 167, πρβλ. Ἀποσπ. 903· ὡς ἔχουσαι πόδας πτηνῶν παρὰ τῷ Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 21, Λυκόφρ. 653. Οἱ Ἕλληνες [[συχνάκις]] ἔθετον ὁμοιώματα Σειρήνων ἐπί τῶν τάφων [[ὅπως]] παραστήσωσι τούς πενθοῦντας, Ἤριννα ἐν τῇ Ἀνθ. Π, 7. 710, πρβλ. 491, Λυκόφρ. 1463· πρβλ. Μüller Archaöl. d. Kunst § 393. 4. ― Περί τοῦ μύθου ἴδε Voss Antisymb. 1, σ. 253 κἑξ., 2, σ. 338, Nitzsch εἰς Ὀδ. Μ. 44. ΙΙ. μεταφορ. [[Σειρήν]], ἀπατηλὴ [[γυνή]], Εὐρ. Ἀνδρ. 936· [[ὡσαύτως]], ἡ [[γοητεία]] ἢ τὰ θέλγητρα τῆς εὐγλωττίας καὶ τῶν πειστικῶν λόγων, κ.τ.τ., Αἰσχίν. 86. 17 κἑξ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 349· λόγων, σ. καί [[χάρις]] Πλουτ. Μάρ. 44, πρβλ. Schäf. εἰς Διονύσ. Ἁλ. π. Συνθέσ. 20· ― μεταγενέστερός τις [[ποιητής]] καλεῖ τὸν Μένανδρον σειρῆνα θεάτρων, Συλλ. Ἐπιγρ. 6083. ΙΙΙ. [[εἶδος]] μεμονωμένης τινὸς ἀγρίας μελίσσης ἢ [[σφηκός]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 2. IV. μικρόν ᾠδικόν πτηνόν, Ἡσύχ.· [[ἴσως]] ὡς ἐρμηνεία τῆς χρήσεως τῆς λέξεως παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΙΓ’, 23, ΛΔ΄, 13, κτλ.), [[ἔνθα]] [[ὅμως]] φαίνεται ὅτι σημαίνεται ἡ γλαῦξ ἢ τοιοῦτόν τι μελαγχολικὸν πτηνόν. V. [[ἀστερισμός]] τις, ὡς τὸ Σείριος, Εὐστ. 1709. 54 VI. ἐλαφρὸν [[ἔνδυμα]], Γραμμ.· πρβλ. [[σείρινος]]. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως [[ἄγνωστος]]. Συνήθως παράγεται ἐκ τοῦ [[σειρά]], = αἱ ἐμπλέκουσαι, δεσμεύουσαι). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σειρῆνες· οἱ λεπτοί καὶ διαφανεῖς χιτῶνες». ― Ἴδε Γ. Γαρδίκα Ἡ γυνὴ ἐν τῷ Ἑλληνικῷ Πολιτισμῷ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΔ΄, σ. 487.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆνος (ἡ) :<br />Sirène ; <i>fig.</i> une sirène, <i>càd</i> une femme habile à séduire ; grâce, séduction.<br />'''Étymologie:''' R. Σερ, lier, attacher ; cf. [[σειρά]], [[εἴρω]].
|btext=ῆνος (ἡ) :<br />Sirène ; <i>fig.</i> une sirène, <i>càd</i> une femme habile à séduire ; grâce, séduction.<br />'''Étymologie:''' R. Σερ, lier, attacher ; cf. [[σειρά]], [[εἴρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=Σειρήν -ῆνος, ἡ Sirene, meest plur.; overdr. betovering:. ἡ τῶν λόγων σειρὴν καὶ χάρις de betovering en charme van de woorden Plut. Mar. 44.6.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''Σειρήν:''' -ῆνος, ἡ, Σειρήνα· πληθ. <i>Σειρῆνες</i>, <i>αἱ</i>,<br /><b class="num">I.</b> Σειρήνες, μυθολογικά πρόσωπα· επρόκειτο για αδελφές [[μεταξύ]] τους, στη νότια [[ακτή]] της Ιταλίας, που με τα τραγούδια τους αποπλανούσαν τους διερχόμενους ναυτικούς και [[κατόπιν]] τους σκότωναν, σε Ομήρ. Οδ. Ο [[Όμηρος]] μνημονεύει μόνον [[δύο]], απ' όπου η Επικ. γεν. δυϊκ., <i>Σειρήνοιιν</i>.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., Σειρήνα, [[ξελογιάστρα]] [[γυναίκα]], σε Ευρ.· τα θέλγητρα της ευγλωττίας των Σειρήνων, σε Αισχίν. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''Σειρήν:''' -ῆνος, ἡ, Σειρήνα· πληθ. <i>Σειρῆνες</i>, <i>αἱ</i>,<br /><b class="num">I.</b> Σειρήνες, μυθολογικά πρόσωπα· επρόκειτο για αδελφές [[μεταξύ]] τους, στη νότια [[ακτή]] της Ιταλίας, που με τα τραγούδια τους αποπλανούσαν τους διερχόμενους ναυτικούς και [[κατόπιν]] τους σκότωναν, σε Ομήρ. Οδ. Ο [[Όμηρος]] μνημονεύει μόνον [[δύο]], απ' όπου η Επικ. γεν. δυϊκ., <i>Σειρήνοιιν</i>.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., Σειρήνα, [[ξελογιάστρα]] [[γυναίκα]], σε Ευρ.· τα θέλγητρα της ευγλωττίας των Σειρήνων, σε Αισχίν. (άγν. προέλ.).
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=Σειρήν -ῆνος, ἡ Sirene, meest plur.; overdr. betovering:. ἡ τῶν λόγων σειρὴν καὶ χάρις de betovering en charme van de woorden Plut. Mar. 44.6.
|lstext='''Σειρήν''': -ῆνος, ἡ· ἐν τῷ πληθ. Σειρῆνες, αἱ, μυθικὰ πρόσωπα, ἀδελφαί, ἐπὶ τῆς νοτίου παραλίας τῆς Ἰταλίας, αἵτινες διὰ τῆς γλυκύτητος τῆς φωνῆς αὐτῶν ἐγοήτευον τούς παραπλέοντας καί ἕπειτα τούς ἐφόνευον· ὁ [[μῦθος]] εὕρηται πρῶτον ἐν Ὀδ. Μ. 39 κἑξ., 158 κἑξ. Ὁ Ὅμηρ. μνημονεύει μόνον δύο ([[ὅθεν]] καί Ἐπικ. δυϊκ. γενική Σειρήνοιιν, Ὀδ. Μ. 52, 167)· αἵτινες κατόπιν ἐγένοντο [[τρεῖς]], Πεισινόη, Ἀγλαόπη, Θελξιέπεια, ἢ Μόλπη (Μολπαδία), Ἀγλαοφήμη, Θελξιόπη, Σχόλ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. τινές δὲ προσέθηκαν καὶ τετάρτην Λίγεια· ὑπῆρχον Σειρῆνες ὀκτὼ κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Πολ. 617Β, C, πρὸς παράστασιν τῶν φθόγγων ἐν τῇ μουσικῇ τῶν σφαιρῶν· περιγράφονται δὲ ὡς πτεροφόροι παρὰ τῷ Εὕρ. ἐν Ἑλ. 167, πρβλ. Ἀποσπ. 903· ὡς ἔχουσαι πόδας πτηνῶν παρὰ τῷ Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 21, Λυκόφρ. 653. Οἱ Ἕλληνες [[συχνάκις]] ἔθετον ὁμοιώματα Σειρήνων ἐπί τῶν τάφων [[ὅπως]] παραστήσωσι τούς πενθοῦντας, Ἤριννα ἐν τῇ Ἀνθ. Π, 7. 710, πρβλ. 491, Λυκόφρ. 1463· πρβλ. Μüller Archaöl. d. Kunst § 393. 4. ― Περί τοῦ μύθου ἴδε Voss Antisymb. 1, σ. 253 κἑξ., 2, σ. 338, Nitzsch εἰς Ὀδ. Μ. 44. ΙΙ. μεταφορ. [[Σειρήν]], ἀπατηλὴ [[γυνή]], Εὐρ. Ἀνδρ. 936· [[ὡσαύτως]], [[γοητεία]] ἢ τὰ θέλγητρα τῆς εὐγλωττίας καὶ τῶν πειστικῶν λόγων, κ.τ.τ., Αἰσχίν. 86. 17 κἑξ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 349· λόγων, σ. καί [[χάρις]] Πλουτ. Μάρ. 44, πρβλ. Schäf. εἰς Διονύσ. Ἁλ. π. Συνθέσ. 20· ― μεταγενέστερός τις [[ποιητής]] καλεῖ τὸν Μένανδρον σειρῆνα θεάτρων, Συλλ. Ἐπιγρ. 6083. ΙΙΙ. [[εἶδος]] μεμονωμένης τινὸς ἀγρίας μελίσσης ἢ [[σφηκός]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 2. IV. μικρόν ᾠδικόν πτηνόν, Ἡσύχ.· [[ἴσως]] ὡς ἐρμηνεία τῆς χρήσεως τῆς λέξεως παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΙΓ’, 23, ΛΔ΄, 13, κτλ.), [[ἔνθα]] [[ὅμως]] φαίνεται ὅτι σημαίνεται ἡ γλαῦξ ἢ τοιοῦτόν τι μελαγχολικὸν πτηνόν. V. [[ἀστερισμός]] τις, ὡς τὸ Σείριος, Εὐστ. 1709. 54 VI. ἐλαφρὸν [[ἔνδυμα]], Γραμμ.· πρβλ. [[σείρινος]]. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως [[ἄγνωστος]]. Συνήθως παράγεται ἐκ τοῦ [[σειρά]], = αἱ ἐμπλέκουσαι, δεσμεύουσαι). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σειρῆνες· οἱ λεπτοί καὶ διαφανεῖς χιτῶνες». ― Ἴδε Γ. Γαρδίκα Ἡ γυνὴ ἐν τῷ Ἑλληνικῷ Πολιτισμῷ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΔ΄, σ. 487.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=ῆνος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">Sirene(s)</b>, mythical destructive bird-like creatures (woman-birds), who, in the Od., attract those navigating by with their beautiful chant and kill them (Od.; Nilsson Gr. Rel. I2 228f.), also as des. of various seductive women and creatures (Alcm., E., Aeschin. a.o.); as des. of a wild kind of bees (Arist. a.o.; Gil Fernández Nombres de insectos 214f.).<br />Other forms: (Att. vase-inscr. <b class="b3">Σιρ-</b>; s. Kretschmer Glotta 10, 61 f. w. lit.), often pl. <b class="b3">-ῆνες</b>, gen. du. <b class="b3">-ήνοιιν</b> (Od.). Byforms <b class="b3">Σειρην-ίδες</b> (Dor. <b class="b3">Σηρην-</b>) pl. (Alcm. a.o.), <b class="b3">-άων</b> gen. pl. (Epich. 123, verse-end).<br />Dialectal forms: As 1. member in Myc. <b class="b2">se-re-mo-ka-ra-o-re</b>, <b class="b2">-a-pi</b> (Mühlestein Glotta 36,152ff.)??; wellfounded doubts by Risch Studi Micenei (Roma 1966) 1, 53 ff. Aura Jorro 255.<br />Derivatives: <b class="b3">Σειρήν(ε)ιος</b> <b class="b2">sirene-like</b> (LXX, Hld.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: As the orig. (appellative) meaning is unknown, only hypotheses are possible. Purely formal (cf. Schwyzer 487) one should connect either <b class="b3">σειρά</b> ("the one who grasps, who snares") or <b class="b3">Σείριος</b> (as personification of the midday-blaze and the midday-magic), s. Solmsen Wortforsch. 126ff. (w. older lit.; to this Güntert Kalypso 174 f.), where the last idea is preferred. Acc. to others (Brandenstein Kratylos 6, 169 with Tomaschek, Lagercrantz Eranos 17, 101 ff. with diff. interpretations) Thrac.-Phryg. For Pre-Greek-Mediterr. origin e.g. Chantraine Form. 167 (with Cohen); further hypotheses in Brandenstein Festschr. Jul. Fr. Schütz (Graz-Köln 1954) 56 f. -- On the development of the word <b class="b2">sirène</b> in French Chantraine Institut de France (Lecture) 1954: 19, 5 f. -- Furnée 172 takes the wild bees for Pre-Greek.
|etymtx=ῆνος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">Sirene(s)</b>, mythical destructive bird-like creatures (woman-birds), who, in the Od., attract those navigating by with their beautiful chant and kill them (Od.; Nilsson Gr. Rel. I2 228f.), also as des. of various seductive women and creatures (Alcm., E., Aeschin. a.o.); as des. of a wild kind of bees (Arist. a.o.; Gil Fernández Nombres de insectos 214f.).<br />Other forms: (Att. vase-inscr. <b class="b3">Σιρ-</b>; s. Kretschmer Glotta 10, 61 f. w. lit.), often pl. <b class="b3">-ῆνες</b>, gen. du. <b class="b3">-ήνοιιν</b> (Od.). Byforms <b class="b3">Σειρην-ίδες</b> (Dor. <b class="b3">Σηρην-</b>) pl. (Alcm. a.o.), <b class="b3">-άων</b> gen. pl. (Epich. 123, verse-end).<br />Dialectal forms: As 1. member in Myc. [[se-re-mo-ka-ra-o-re]], [[-a-pi]] (Mühlestein Glotta 36,152ff.)??; wellfounded doubts by Risch Studi Micenei (Roma 1966) 1, 53 ff. Aura Jorro 255.<br />Derivatives: <b class="b3">Σειρήν(ε)ιος</b> [[sirene-like]] (LXX, Hld.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: As the orig. (appellative) meaning is unknown, only hypotheses are possible. Purely formal (cf. Schwyzer 487) one should connect either [[σειρά]] ("the one who grasps, who snares") or [[Σείριος]] (as personification of the midday-blaze and the midday-magic), s. Solmsen Wortforsch. 126ff. (w. older lit.; to this Güntert Kalypso 174 f.), where the last idea is preferred. Acc. to others (Brandenstein Kratylos 6, 169 with Tomaschek, Lagercrantz Eranos 17, 101 ff. with diff. interpretations) Thrac.-Phryg. For Pre-Greek-Mediterr. origin e.g. Chantraine Form. 167 (with Cohen); further hypotheses in Brandenstein Festschr. Jul. Fr. Schütz (Graz-Köln 1954) 56 f. -- On the development of the word <b class="b2">sirène</b> in French Chantraine Institut de France (Lecture) 1954: 19, 5 f. -- Furnée 172 takes the wild bees for Pre-Greek.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Σειρήν]], ῆνος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> a [[Siren]]: in pl. Σειρῆνες, αἱ, the Sirens, [[mythical]] sisters on the [[south]] [[coast]] of [[Italy]], who enticed seamen by [[their]] songs, and then slew them, Od. Hom. only knows of two, [[whence]] epic dual. gen. Σειρήνοιιν.<br /><b class="num">II.</b> metaph. a [[Siren]], [[deceitful]] [[woman]], Eur.: the [[Siren]] [[charm]] of [[eloquence]], Aeschin. [deriv. uncertain]
|mdlsjtxt=[[Σειρήν]], ῆνος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> a [[Siren]]: in plural Σειρῆνες, αἱ, the Sirens, [[mythical]] sisters on the [[south]] [[coast]] of [[Italy]], who enticed seamen by [[their]] songs, and then slew them, Od. Hom. only knows of two, [[whence]] epic dual. gen. Σειρήνοιιν.<br /><b class="num">II.</b> metaph. a [[Siren]], [[deceitful]] [[woman]], Eur.: the [[Siren]] [[charm]] of [[eloquence]], Aeschin. [deriv. uncertain]
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''Σειρήν''': -ῆνος<br />{Seirḗn}<br />'''Forms''': (att. Vaseninschr. Σιρ-; s. Kretschmer Glotta 10, 61 f. m. Lit.), oft pl. -ῆνες, Gen. du. -ήνοιιν (Od.) Nebenformen Σειρηνίδες (dor. Σηρην-) pl. (Alkm. u. a.), -άων Gen. pl. (Epich. 123, Versende).<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': ‘Sirene(n)’, märchenhafte schadenbringende Vogelwesen (Menschenvögel), die in d. Od. durch ihren schönen Gesang die Vorüberschiffenden an sich locken und töten (seit Od.; Nilsson Gr. Rel. I<sup>2</sup> 228f.), auch als Bez. verschiedener verführerischer Frauen und Wesen (Alkm., E., Aeschin. u. a.), als Bez. einer wilden Bienenart (Arist. u. a.; Gil Fernández Nombres de insectos 214f.).<br />'''Composita''' : Als Vorderglied in myk. ''se''-''re''-''mo''-''ka''-''ra''-''o''-''re'', -''a''-''pi'' (Mühlestein Glotta 36,152ff.)??; wohlbegründeter Zweifel bei Risch Studi Micenei (Roma 1966) 1, 53 ff.<br />'''Derivative''': Davon [[Σειρήν]](ε)ιος [[sirenenähnlich]] (LXX, Hld.).<br />'''Etymology''' : Da die urspr. (appellativische) Bed. unbekannt ist, sind wir für die Etymologie auf Hypothesen angewiesen. Rein formal (vgl. Schwyzer 487) empfiehlt sich Anknüpfung entweder an [[σειρά]] ("die Fasserin, die Umstrickerin") oder an Σείριος (als Personifikation der Mittagsglut und des Mittagszaubers), s. Solmsen Wortforsch. 126ff. (m. älterer Lit.; dazu Güntert Kalypso 174 f.), wo die letztgenannte Auffassung bevorzugt wird. Nach anderen (Brandenstein Kratylos 6, 169 mit Tomaschek, Lagercrantz Eranos 17, 101 ff. mit verschiedenen Deutungen) thrak.-phryg. Für vorgr. -mediterr. Herkunft z.B. Chantraine Form. 167 (mit Cohen); weitere Hypothesen bei Brandenstein Festschr. Jul. Fr. Schütz (Graz-Köln 1954) 56 f. — Über die Bed.entwicklung des Wortes ''sirène'' im Franz. Chantraine Institut de France (Lecture) 1954: 19, 5 f.<br />'''Page''' 2,687-688
|ftr='''Σειρήν''': -ῆνος<br />{Seirḗn}<br />'''Forms''': (att. Vaseninschr. Σιρ-; s. Kretschmer Glotta 10, 61 f. m. Lit.), oft pl. -ῆνες, Gen. du. -ήνοιιν (Od.) Nebenformen Σειρηνίδες (dor. Σηρην-) pl. (Alkm. u. a.), -άων Gen. pl. (Epich. 123, Versende).<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': ‘Sirene(n)’, märchenhafte schadenbringende Vogelwesen (Menschenvögel), die in d. Od. durch ihren schönen Gesang die Vorüberschiffenden an sich locken und töten (seit Od.; Nilsson Gr. Rel. I<sup>2</sup> 228f.), auch als Bez. verschiedener verführerischer Frauen und Wesen (Alkm., E., Aeschin. u. a.), als Bez. einer wilden Bienenart (Arist. u. a.; Gil Fernández Nombres de insectos 214f.).<br />'''Composita''': Als Vorderglied in myk. ''se''-''re''-''mo''-''ka''-''ra''-''o''-''re'', -''a''-''pi'' (Mühlestein Glotta 36,152ff.)??; wohlbegründeter Zweifel bei Risch Studi Micenei (Roma 1966) 1, 53 ff.<br />'''Derivative''': Davon [[Σειρήν]](ε)ιος [[sirenenähnlich]] (LXX, Hld.).<br />'''Etymology''': Da die urspr. (appellativische) Bed. unbekannt ist, sind wir für die Etymologie auf Hypothesen angewiesen. Rein formal (vgl. Schwyzer 487) empfiehlt sich Anknüpfung entweder an [[σειρά]] ("die Fasserin, die Umstrickerin") oder an Σείριος (als Personifikation der Mittagsglut und des Mittagszaubers), s. Solmsen Wortforsch. 126ff. (m. älterer Lit.; dazu Güntert Kalypso 174 f.), wo die letztgenannte Auffassung bevorzugt wird. Nach anderen (Brandenstein Kratylos 6, 169 mit Tomaschek, Lagercrantz Eranos 17, 101 ff. mit verschiedenen Deutungen) thrak.-phryg. Für vorgr. -mediterr. Herkunft z.B. Chantraine Form. 167 (mit Cohen); weitere Hypothesen bei Brandenstein Festschr. Jul. Fr. Schütz (Graz-Köln 1954) 56 f. — Über die Bed.entwicklung des Wortes ''sirène'' im Franz. Chantraine Institut de France (Lecture) 1954: 19, 5 f.<br />'''Page''' 2,687-688
}}
}}

Latest revision as of 07:33, 19 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σειρήν Medium diacritics: Σειρήν Low diacritics: Σειρήν Capitals: ΣΕΙΡΗΝ
Transliteration A: Seirḗn Transliteration B: Seirēn Transliteration C: Seirin Beta Code: *seirh/n

English (LSJ)

ῆνος, ἡ, Siren; in plural, Σειρῆνες, αἱ, Sirens, Od.12.39, al., cf. Sch.ad loc.; Ep. dual gen. Σειρήνοιιν ib.52, 167;
A πτεροφόροι νεανίδες… Σειρῆνες E.Hel.169 (lyr.), cf. Fr.911 (lyr.); Σειρὴν… τὰ σκέλη δὲ κοψίχου Anaxil.22.20; cf. ἁρπυιόγουνος; σειρῆνα κόμπον… ὃς Ζεφύρου σιγάζει πνοάς Pi.Parth.2.13, cf. Hes.Fr.69; ἐπὶ τῶν κύκλων [τοῦ ἀτράκτου]… ἐφ' ἑκάστου βεβηκέναι Σειρῆνα… φωνὴν μίαν ἱεῖσαν Pl.R. 617b (hence σειρῆνες· τὰ ἄστρα, Lex.Rhet.ap.Eust.1709.54, cf. Theo Sm. p.146H.); as a grave-ornament, στᾶλαι καὶ Σειρῆνες ἐμαί AP7.710 (Erinna), cf. 491 (Mnasalc.).
II metaph., Siren, deceitful woman, E.Andr.936: also, the Siren charm of eloquence, persuasion, and the like, Alcm.7, Aeschin.3.228, Alex.Aet.7 (pl.); ποικίλη σ., of philosophy, Phld.Rh.2.145 S.; λόγων σ. καὶ χάρις Plu.Mar.44, cf. D.H.Comp.26, Jul.Or.2.52d; ὤλετο παρθενίη σ. ἐμή Supp.Epigr.1.567.7 (Fayum), cf. IG14.1942 (Rome); σειρῆνα θεάτρων, of Menander, ib.1183; ἔνθεον σειρῆνα χεύῃ ib.42(1).130.17 (Epid.).
III ὁ, a kind of solitary bee or wasp, Arist.HA623b11.
IV a small singingbird, Hsch.
2 prob. ostrich, LXX Is.13.21,al., 1'Enoch 19.2.
V as name of Zeus, dub. in Antim.94 (σείρινα acc. sg., codd.EM).
VI a light garment, Harp. s.v. σείρινα, Phot. (Correctly written with -ει-, as name of a ship, IG22.1629.687.)

German (Pape)

[Seite 868] ῆνος, ἡ, die Sirene (s. nom. pr.). Übertr., der Zauber der Überredung, ἡ τοῦ λόγου σ. καὶ χάρις, Plut. Mar. 44; auch bezaubernder Liebreiz, D. Hal., vgl. Schäf. zu C. V. p. 26. – Bei Arist. II. A. 9, 40 eine wilde Bienenart; vgl. Phot. σειρὴν μὲν φίλον ἀγγέλλει, ξεῖνον δὲ μέλισσα. – Bei Hesych. eine kleine Vogelart, vielleicht der Zeisig, franz. serin.

French (Bailly abrégé)

ῆνος (ἡ) :
Sirène ; fig. une sirène, càd une femme habile à séduire ; grâce, séduction.
Étymologie: R. Σερ, lier, attacher ; cf. σειρά, εἴρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Σειρήν -ῆνος, ἡ Sirene, meest plur.; overdr. betovering:. ἡ τῶν λόγων σειρὴν καὶ χάρις de betovering en charme van de woorden Plut. Mar. 44.6.

English (Autenrieth)

pl. Σειρῆνες, du. Σειρήνοιιν: pl., the Sirens, two in number, si<<>*<>>ging maidens, by their enchanting song luring mariners to destruction, Od. 12.39 ff., 158, 167, 198, Od. 23.326. (The conception of the Sirens as bird-footed and three in number, as seen in the cut, is post-Homeric.)

Greek Monotonic

Σειρήν: -ῆνος, ἡ, Σειρήνα· πληθ. Σειρῆνες, αἱ,
I. Σειρήνες, μυθολογικά πρόσωπα· επρόκειτο για αδελφές μεταξύ τους, στη νότια ακτή της Ιταλίας, που με τα τραγούδια τους αποπλανούσαν τους διερχόμενους ναυτικούς και κατόπιν τους σκότωναν, σε Ομήρ. Οδ. Ο Όμηρος μνημονεύει μόνον δύο, απ' όπου η Επικ. γεν. δυϊκ., Σειρήνοιιν.
II. μεταφ., Σειρήνα, ξελογιάστρα γυναίκα, σε Ευρ.· τα θέλγητρα της ευγλωττίας των Σειρήνων, σε Αισχίν. (άγν. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

Σειρήν: -ῆνος, ἡ· ἐν τῷ πληθ. Σειρῆνες, αἱ, μυθικὰ πρόσωπα, ἀδελφαί, ἐπὶ τῆς νοτίου παραλίας τῆς Ἰταλίας, αἵτινες διὰ τῆς γλυκύτητος τῆς φωνῆς αὐτῶν ἐγοήτευον τούς παραπλέοντας καί ἕπειτα τούς ἐφόνευον· ὁ μῦθος εὕρηται πρῶτον ἐν Ὀδ. Μ. 39 κἑξ., 158 κἑξ. Ὁ Ὅμηρ. μνημονεύει μόνον δύο (ὅθεν καί ἡ Ἐπικ. δυϊκ. γενική Σειρήνοιιν, Ὀδ. Μ. 52, 167)· αἵτινες κατόπιν ἐγένοντο τρεῖς, Πεισινόη, Ἀγλαόπη, Θελξιέπεια, ἢ Μόλπη (Μολπαδία), Ἀγλαοφήμη, Θελξιόπη, Σχόλ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. τινές δὲ προσέθηκαν καὶ τετάρτην Λίγεια· ὑπῆρχον Σειρῆνες ὀκτὼ κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Πολ. 617Β, C, πρὸς παράστασιν τῶν φθόγγων ἐν τῇ μουσικῇ τῶν σφαιρῶν· περιγράφονται δὲ ὡς πτεροφόροι παρὰ τῷ Εὕρ. ἐν Ἑλ. 167, πρβλ. Ἀποσπ. 903· ὡς ἔχουσαι πόδας πτηνῶν παρὰ τῷ Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 21, Λυκόφρ. 653. Οἱ Ἕλληνες συχνάκις ἔθετον ὁμοιώματα Σειρήνων ἐπί τῶν τάφων ὅπως παραστήσωσι τούς πενθοῦντας, Ἤριννα ἐν τῇ Ἀνθ. Π, 7. 710, πρβλ. 491, Λυκόφρ. 1463· πρβλ. Μüller Archaöl. d. Kunst § 393. 4. ― Περί τοῦ μύθου ἴδε Voss Antisymb. 1, σ. 253 κἑξ., 2, σ. 338, Nitzsch εἰς Ὀδ. Μ. 44. ΙΙ. μεταφορ. Σειρήν, ἀπατηλὴ γυνή, Εὐρ. Ἀνδρ. 936· ὡσαύτως, ἡ γοητεία ἢ τὰ θέλγητρα τῆς εὐγλωττίας καὶ τῶν πειστικῶν λόγων, κ.τ.τ., Αἰσχίν. 86. 17 κἑξ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 349· λόγων, σ. καί χάρις Πλουτ. Μάρ. 44, πρβλ. Schäf. εἰς Διονύσ. Ἁλ. π. Συνθέσ. 20· ― μεταγενέστερός τις ποιητής καλεῖ τὸν Μένανδρον σειρῆνα θεάτρων, Συλλ. Ἐπιγρ. 6083. ΙΙΙ. εἶδος μεμονωμένης τινὸς ἀγρίας μελίσσης ἢ σφηκός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 2. IV. μικρόν ᾠδικόν πτηνόν, Ἡσύχ.· ἴσως ὡς ἐρμηνεία τῆς χρήσεως τῆς λέξεως παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΙΓ’, 23, ΛΔ΄, 13, κτλ.), ἔνθα ὅμως φαίνεται ὅτι σημαίνεται ἡ γλαῦξ ἢ τοιοῦτόν τι μελαγχολικὸν πτηνόν. V. ἀστερισμός τις, ὡς τὸ Σείριος, Εὐστ. 1709. 54 VI. ἐλαφρὸν ἔνδυμα, Γραμμ.· πρβλ. σείρινος. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως ἄγνωστος. Συνήθως παράγεται ἐκ τοῦ σειρά, = αἱ ἐμπλέκουσαι, δεσμεύουσαι). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σειρῆνες· οἱ λεπτοί καὶ διαφανεῖς χιτῶνες». ― Ἴδε Γ. Γαρδίκα Ἡ γυνὴ ἐν τῷ Ἑλληνικῷ Πολιτισμῷ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΔ΄, σ. 487.

Frisk Etymological English

ῆνος
Grammatical information: f.
Meaning: Sirene(s), mythical destructive bird-like creatures (woman-birds), who, in the Od., attract those navigating by with their beautiful chant and kill them (Od.; Nilsson Gr. Rel. I2 228f.), also as des. of various seductive women and creatures (Alcm., E., Aeschin. a.o.); as des. of a wild kind of bees (Arist. a.o.; Gil Fernández Nombres de insectos 214f.).
Other forms: (Att. vase-inscr. Σιρ-; s. Kretschmer Glotta 10, 61 f. w. lit.), often pl. -ῆνες, gen. du. -ήνοιιν (Od.). Byforms Σειρην-ίδες (Dor. Σηρην-) pl. (Alcm. a.o.), -άων gen. pl. (Epich. 123, verse-end).
Dialectal forms: As 1. member in Myc. se-re-mo-ka-ra-o-re, -a-pi (Mühlestein Glotta 36,152ff.)??; wellfounded doubts by Risch Studi Micenei (Roma 1966) 1, 53 ff. Aura Jorro 255.
Derivatives: Σειρήν(ε)ιος sirene-like (LXX, Hld.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: As the orig. (appellative) meaning is unknown, only hypotheses are possible. Purely formal (cf. Schwyzer 487) one should connect either σειρά ("the one who grasps, who snares") or Σείριος (as personification of the midday-blaze and the midday-magic), s. Solmsen Wortforsch. 126ff. (w. older lit.; to this Güntert Kalypso 174 f.), where the last idea is preferred. Acc. to others (Brandenstein Kratylos 6, 169 with Tomaschek, Lagercrantz Eranos 17, 101 ff. with diff. interpretations) Thrac.-Phryg. For Pre-Greek-Mediterr. origin e.g. Chantraine Form. 167 (with Cohen); further hypotheses in Brandenstein Festschr. Jul. Fr. Schütz (Graz-Köln 1954) 56 f. -- On the development of the word sirène in French Chantraine Institut de France (Lecture) 1954: 19, 5 f. -- Furnée 172 takes the wild bees for Pre-Greek.

Middle Liddell

Σειρήν, ῆνος, ἡ,
I. a Siren: in plural Σειρῆνες, αἱ, the Sirens, mythical sisters on the south coast of Italy, who enticed seamen by their songs, and then slew them, Od. Hom. only knows of two, whence epic dual. gen. Σειρήνοιιν.
II. metaph. a Siren, deceitful woman, Eur.: the Siren charm of eloquence, Aeschin. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

Σειρήν: -ῆνος
{Seirḗn}
Forms: (att. Vaseninschr. Σιρ-; s. Kretschmer Glotta 10, 61 f. m. Lit.), oft pl. -ῆνες, Gen. du. -ήνοιιν (Od.) Nebenformen Σειρηνίδες (dor. Σηρην-) pl. (Alkm. u. a.), -άων Gen. pl. (Epich. 123, Versende).
Grammar: f.
Meaning: ‘Sirene(n)’, märchenhafte schadenbringende Vogelwesen (Menschenvögel), die in d. Od. durch ihren schönen Gesang die Vorüberschiffenden an sich locken und töten (seit Od.; Nilsson Gr. Rel. I2 228f.), auch als Bez. verschiedener verführerischer Frauen und Wesen (Alkm., E., Aeschin. u. a.), als Bez. einer wilden Bienenart (Arist. u. a.; Gil Fernández Nombres de insectos 214f.).
Composita: Als Vorderglied in myk. se-re-mo-ka-ra-o-re, -a-pi (Mühlestein Glotta 36,152ff.)??; wohlbegründeter Zweifel bei Risch Studi Micenei (Roma 1966) 1, 53 ff.
Derivative: Davon Σειρήν(ε)ιος sirenenähnlich (LXX, Hld.).
Etymology: Da die urspr. (appellativische) Bed. unbekannt ist, sind wir für die Etymologie auf Hypothesen angewiesen. Rein formal (vgl. Schwyzer 487) empfiehlt sich Anknüpfung entweder an σειρά ("die Fasserin, die Umstrickerin") oder an Σείριος (als Personifikation der Mittagsglut und des Mittagszaubers), s. Solmsen Wortforsch. 126ff. (m. älterer Lit.; dazu Güntert Kalypso 174 f.), wo die letztgenannte Auffassung bevorzugt wird. Nach anderen (Brandenstein Kratylos 6, 169 mit Tomaschek, Lagercrantz Eranos 17, 101 ff. mit verschiedenen Deutungen) thrak.-phryg. Für vorgr. -mediterr. Herkunft z.B. Chantraine Form. 167 (mit Cohen); weitere Hypothesen bei Brandenstein Festschr. Jul. Fr. Schütz (Graz-Köln 1954) 56 f. — Über die Bed.entwicklung des Wortes sirène im Franz. Chantraine Institut de France (Lecture) 1954: 19, 5 f.
Page 2,687-688