φραγμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(CSV import)
m (Text replacement - "X.''Cyn.''" to "X.''Cyn.''")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fragmos
|Transliteration C=fragmos
|Beta Code=fragmo/s
|Beta Code=fragmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fencing in]], [[blocking up]], τῆς ἀκουούσης πηγῆς <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1387</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[intestinal obstruction]], Cael.Aur.<span class="title">CP</span>3.17. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[fence]], [[paling]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span> 11.4</span>, <span class="title">AP</span>9.343 (Arch.) <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1119.32</span> (i B. C.), <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>21.33</span>, etc.; [[hedge]], <span class="bibl">Aesop.385</span>; [[railing]] of the bridge over the Hellespont, <span class="bibl">Hdt. 7.36</span>: [[fortification]], ib.<span class="bibl">142</span>; of the diaphragm, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Flat.</span>10</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span> 672b20</span>; of the [[shard]] of beetles, ib.<span class="bibl">682b17</span>; of the teeth, <span class="bibl">Poll.2.93</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., [[partition]], Ep.Eph.2.14. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">b</span> nickname of a man [[with a bristly beard]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pseudol.</span>27</span>.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[fencing in]], [[blocking up]], τῆς ἀκουούσης πηγῆς [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1387.<br><span class="bld">2</span> [[intestinal obstruction]], Cael.Aur.''CP''3.17.<br><span class="bld">II</span> [[fence]], [[paling]], [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]'' 11.4, ''AP''9.343 (Arch.) ''BGU''1119.32 (i B. C.), ''Ev.Matt.''21.33, etc.; [[hedge]], Aesop.385; [[railing]] of the [[bridge]] over the [[Hellespont]], [[Herodotus|Hdt.]] 7.36: [[fortification]], ib.142; of the [[diaphragm]], Hp.''Flat.''10, [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]'' 672b20; of the [[shard]] of [[beetle]]s, ib.682b17; of the [[teeth]], Poll.2.93.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[partition]], Ep.Eph.2.14.<br><span class="bld">b</span> nickname of a man [[with a bristly beard]], Luc.''Pseudol.''27.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1302.png Seite 1302]] ὁ, das Einschließen, Einzäunen, Umhegen; εἰ τῆς ἀκουούσης ἔτ' ἦν πηγῆς δι' ὤτων [[φραγμός]] Soph. O. R. 1387; das Befestigen, Her. 7, 36. 142; auch Zaun, Bedeckung, befestigter Ort, φραγμοί Archi. 23 (IX, 343).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1302.png Seite 1302]] ὁ, das [[Einschließen]], [[Einzäunen]], [[Umhegen]]; εἰ τῆς ἀκουούσης ἔτ' ἦν πηγῆς δι' ὤτων [[φραγμός]] Soph. O. R. 1387; das [[Befestigen]], Her. 7, 36. 142; auch Zaun, [[Bedeckung]], befestigter Ort, φραγμοί Archi. 23 (IX, 343).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[action de boucher]];<br /><b>2</b> [[clôture]], [[palissade]].<br />'''Étymologie:''' [[φράσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φραγμός:''' ὁ [[φράσσω]]<br /><b class="num">1</b> [[закрывание]], [[затыкание]]: τῆς ἀκουούσης πηγῆς δι᾽ [[ὤτων]] φ. Soph. затыкание ушей, чтобы ничего не слышать;<br /><b class="num">2</b> [[ограда]], [[забор]] Her., Xen., Theocr., Plut., Luc.;<br /><b class="num">3</b> анат. [[перегородка]], [[перепонка]], [[преграда]] Arst.;<br /><b class="num">4</b> [[огороженное место]], [[загон]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φραγμός''': ὁ, ([[φράσσω]]) φάξιμον, ἀλλ’ εἰ τῆς ἀκουούσης ἔτ’ ἦν πηγῆς δι’ ὤτων φραγμὸς Σοφ Ο. Τ. 1387. ΙΙ. ὡς τὸ [[φράγμα]], [[φράκτης]], Ξεν. Κυν. 11, 4. κλπ.· ἐπὶ τοῦ φράκτου ὁ [[ὁποῖος]] κατεσκευάσθη [[ἑκατέρωθεν]] τῆς [[ὑπὲρ]] τὸν Ἐλλήσποντον γεφύρας, Ἡρόδ. 7. 36· [[ὀχύρωμα]], [[αὐτόθι]] 142· ― λέγεται [[προσέτι]] ἐπὶ τοῦ διαφράγματος (ἴδε φρὴν Ι), Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 10, 3 ἐπὶ τοῦ κολεοῦ τῶν κανθάρων, [[αὐτόθι]] 4. 6, 4· ἐπὶ τῶν ὀδόντων ([[ἕρκος]] ὀδόντων), Παῦλ. Αἰγ., πρβλ. [[Πολυδ]]. Β΄, 93. 2) [[τόπος]] διὰ φράκτου ἀποκεχωρισμένος, περιπεφραγμένος, οἰονεὶ [[μάνδρα]], Ἀνθ. Π. 9. 343. 3) μεταφορ., [[διαχώρισμα]], [[μεσότοιχον]], Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. β΄, 14 ― ἐπὶ ἀνθρώπου ἔχοντος δασεῖαν γενειάδα, Λουκ. Ψευδολ. 27.
|lstext='''φραγμός''': ὁ, ([[φράσσω]]) φάξιμον, ἀλλ’ εἰ τῆς ἀκουούσης ἔτ’ ἦν πηγῆς δι’ ὤτων φραγμὸς Σοφ Ο. Τ. 1387. ΙΙ. ὡς τὸ [[φράγμα]], [[φράκτης]], Ξεν. Κυν. 11, 4. κλπ.· ἐπὶ τοῦ φράκτου ὁ [[ὁποῖος]] κατεσκευάσθη [[ἑκατέρωθεν]] τῆς [[ὑπὲρ]] τὸν Ἐλλήσποντον γεφύρας, Ἡρόδ. 7. 36· [[ὀχύρωμα]], [[αὐτόθι]] 142· ― λέγεται [[προσέτι]] ἐπὶ τοῦ διαφράγματος (ἴδε φρὴν Ι), Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 10, 3 ἐπὶ τοῦ κολεοῦ τῶν κανθάρων, [[αὐτόθι]] 4. 6, 4· ἐπὶ τῶν ὀδόντων ([[ἕρκος]] ὀδόντων), Παῦλ. Αἰγ., πρβλ. Πολυδ. Β΄, 93. 2) [[τόπος]] διὰ φράκτου ἀποκεχωρισμένος, περιπεφραγμένος, οἰονεὶ [[μάνδρα]], Ἀνθ. Π. 9. 343. 3) μεταφορ., [[διαχώρισμα]], [[μεσότοιχον]], Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. β΄, 14 ― ἐπὶ ἀνθρώπου ἔχοντος δασεῖαν γενειάδα, Λουκ. Ψευδολ. 27.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> action de boucher;<br /><b>2</b> clôture, palissade.<br />'''Étymologie:''' [[φράσσω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σφραγμός]] Α<br />[[φράχτης]] (α. «[[κιγκλιδωτός]] [[φραγμός]]» β. «φραγμόν παρείρυσαν [[ἔνθεν]] καὶ [[ἔνθεν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ναυτ.-στρ.) α) θαλάσσια [[ζώνη]] καθορισμένων ορίων, στο εσωτερικό της οποίας κινούνται [[κατά]] καθορισμένες, [[επίσης]], γραμμές τα ανιχνευτικά [[σκάφη]] ναυτικής δύναμης, ώστε να μην [[είναι]] δυνατή η [[διέλευση]], μέσω της ζώνης αυτής, αντίπαλων πλοίων [[χωρίς]] αυτά να γίνουν αντιληπτά<br />β) <b>συνεκδ.</b> η [[γραμμή]] πλεύσης ή και [[κάθε]] [[πλοίο]] που κινείται σ' αυτήν<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> [[οργάνωση]] δικτύου [[πυρός]], που δεν αποβλέπει στην [[προσβολή]] συγκεκριμένου στόχου [[αλλά]] στον σχηματισμό, επί ορισμένης εδαφικής ζώνης, πυκνής δέσμης [[πυρών]], [[είτε]] πεζικού [[είτε]] πυροβολικού, με σκοπό την [[απαγόρευση]] της παραμονής σ' αυτήν τη [[ζώνη]] ή και της μέσω αυτής διέλευσης εχθρικών σχηματισμών ή και μεμονωμένων [[ανδρών]]<br /><b>3.</b> (γεωλ.-ωκεαν.) [[επιμήκης]] [[ράχη]], [[ανάχωμα]] ή ύβωμα από άμμο ή χάλικες, που σχηματίζεται [[κυρίως]] στις εκβολές ενός ποταμού ή σε μικρή [[απόσταση]] από την [[ακτή]], λόγω της δράσης τών κυμάτων και τών ρευμάτων<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[οτιδήποτε]] αναχαιτίζει [[κάτι]], [[εμπόδιο]] (α. «ο [[νέος]] [[νόμος]] για τα δάση έθεσε οριστικό φραγμό στα σχέδια τών οικοπεδοφάγων<br />β. «δεν έχει ηθικούς φραγμούς αυτός»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[φραγμός]] [[πυρός]]»<br /><b>στρ.</b> <b>βλ.</b> <i>πυρ</i><br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διαχώρισμα]], [[μεσότοιχος]] («τὸ [[μεσότοιχον]] τοῦ φραγμοῦ λύσας», ΚΔ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να φράζει, να αποκλείει [[κανείς]] [[κάτι]] («ἀλλ' εἰ τῆς ἀκουούσης ἔτ' ἦν πηγῆς δι' ὤτων [[φραγμός]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[διάφραγμα]] της ρινικής κοιλότητας<br /><b>3.</b> [[οδοντοστοιχία]]<br /><b>4.</b> ο [[κολεός]] τών σκαθαριών<br /><b>5.</b> [[τόπος]] αποκλεισμένος με φράχτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φραγ</i>- του [[φράζω]] (ΙΙ) (<b>πρβλ.</b> <i>φράγ</i>-<i>μα</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ταραγ</i>-<i>μός</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σφραγμός]] Α<br />[[φράχτης]] (α. «[[κιγκλιδωτός]] [[φραγμός]]» β. «φραγμόν παρείρυσαν [[ἔνθεν]] καὶ [[ἔνθεν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ναυτ.-στρ.) α) θαλάσσια [[ζώνη]] καθορισμένων ορίων, στο εσωτερικό της οποίας κινούνται [[κατά]] καθορισμένες, [[επίσης]], γραμμές τα ανιχνευτικά [[σκάφη]] ναυτικής δύναμης, ώστε να μην [[είναι]] δυνατή η [[διέλευση]], μέσω της ζώνης αυτής, αντίπαλων πλοίων [[χωρίς]] αυτά να γίνουν αντιληπτά<br />β) <b>συνεκδ.</b> η [[γραμμή]] πλεύσης ή και [[κάθε]] [[πλοίο]] που κινείται σ' αυτήν<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> [[οργάνωση]] δικτύου [[πυρός]], που δεν αποβλέπει στην [[προσβολή]] συγκεκριμένου στόχου [[αλλά]] στον σχηματισμό, επί ορισμένης εδαφικής ζώνης, πυκνής δέσμης [[πυρών]], [[είτε]] πεζικού [[είτε]] πυροβολικού, με σκοπό την [[απαγόρευση]] της παραμονής σ' αυτήν τη [[ζώνη]] ή και της μέσω αυτής διέλευσης εχθρικών σχηματισμών ή και μεμονωμένων [[ανδρών]]<br /><b>3.</b> (γεωλ.-ωκεαν.) [[επιμήκης]] [[ράχη]], [[ανάχωμα]] ή ύβωμα από άμμο ή χάλικες, που σχηματίζεται [[κυρίως]] στις εκβολές ενός ποταμού ή σε μικρή [[απόσταση]] από την [[ακτή]], λόγω της δράσης τών κυμάτων και τών ρευμάτων<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[οτιδήποτε]] αναχαιτίζει [[κάτι]], [[εμπόδιο]] (α. «ο [[νέος]] [[νόμος]] για τα δάση έθεσε οριστικό φραγμό στα σχέδια τών οικοπεδοφάγων<br />β. «δεν έχει ηθικούς φραγμούς αυτός»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[φραγμός]] [[πυρός]]»<br /><b>στρ.</b> <b>βλ.</b> <i>πυρ</i><br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διαχώρισμα]], [[μεσότοιχος]] («τὸ [[μεσότοιχον]] τοῦ φραγμοῦ λύσας», ΚΔ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να φράζει, να αποκλείει [[κανείς]] [[κάτι]] («ἀλλ' εἰ τῆς ἀκουούσης ἔτ' ἦν πηγῆς δι' ὤτων [[φραγμός]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[διάφραγμα]] της ρινικής κοιλότητας<br /><b>3.</b> [[οδοντοστοιχία]]<br /><b>4.</b> ο [[κολεός]] τών σκαθαριών<br /><b>5.</b> [[τόπος]] αποκλεισμένος με φράχτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φραγ</i>- του [[φράζω]] (ΙΙ) ([[πρβλ]]. [[φράγμα]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> ([[πρβλ]]. [[ταραγμός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φραγμός:''' ὁ ([[φράσσω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[περίφραξη]], [[φράγμα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> όπως [[φράγμα]], [[φράγμα]], [[φράκτης]], [[μάντρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέρος]] περιφραγμένο, [[μάντρα]], σε Ανθ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[διαχώρισμα]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''φραγμός:''' ὁ ([[φράσσω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[περίφραξη]], [[φράγμα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> όπως [[φράγμα]], [[φράγμα]], [[φράκτης]], [[μάντρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέρος]] περιφραγμένο, [[μάντρα]], σε Ανθ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[διαχώρισμα]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''φραγμός:''' ὁ [[φράσσω]]<br /><b class="num">1)</b> закрывание, затыкание: τῆς ἀκουούσης πηγῆς δι᾽ [[ὤτων]] φ. Soph. затыкание ушей, чтобы ничего не слышать;<br /><b class="num">2)</b> ограда, забор Her., Xen., Theocr., Plut., Luc.;<br /><b class="num">3)</b> анат. перегородка, перепонка, преграда Arst.;<br /><b class="num">4)</b> огороженное место, загон Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φραγμός]], οῦ, ὁ, [[φράσσω]]<br /><b class="num">I.</b> a fencing in, blocking up, Soph.<br /><b class="num">II.</b> like [[φράγμα]], a [[fence]], [[paling]], [[palisade]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> a [[place]] [[fenced]] off, an [[enclosure]], Anth.<br /><b class="num">3.</b> metaph. a [[partition]], NTest.
|mdlsjtxt=[[φραγμός]], οῦ, ὁ, [[φράσσω]]<br /><b class="num">I.</b> [[a fencing in]], [[blocking up]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> like [[φράγμα]], a [[fence]], [[paling]], [[palisade]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> a [[place]] [[fenced]] off, an [[enclosure]], Anth.<br /><b class="num">3.</b> metaph. a [[partition]], NTest.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
Line 42: Line 42:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[blocking up]]
|woodrun=[[blocking up]]
}}
{{trml
|trtx====[[fortification]] (structure)===
Arabic: مَعْقِل‎; Armenian: ամրություն; Azerbaijani: istehkam; Bulgarian: укрепления; Catalan: fortificació; Chinese Mandarin: 防禦工事/防御工事, 工事, 堡壘/堡垒; Czech: pevnost, opevnění; Dutch: [[vesting]]; Esperanto: fortikaĵo; Finnish: linnoite, linnoitus; French: [[fortification]], [[renforcement]]; Galician: fortificación; German: [[Festung]], [[Fort]]; Greek: [[οχύρωμα]]; Ancient Greek: [[ἀποτείχισμα]], [[ἐπιτείχισμα]], [[ὀχύρωμα]], [[παρατείχισμα]], [[περίβλημα]], [[περιοχή]], [[προανατείχισμα]], [[τείχισμα]], [[τεῖχος]], [[τείχωμα]], [[φραγμός]], [[φύλαγμα]]; Italian: [[fortificazione]]; Latin: [[munitio]], [[munimentum]]; Macedonian: утврдувања; Malay: perkubuan; Maori: pare, papare, tūwatawata; Norman: fortificâtion; Norwegian Bokmål: festningsanlegg; Nynorsk: festningsanlegg; Old Persian: استحکامات‎; Polish: fortyfikacja, umocnienie; Portuguese: [[fortificação]]; Romanian: fortificație, fortăreață; Russian: [[укрепления]]; Spanish: [[fortificación]]; Swedish: befästning, fortifikation; Turkish: tahkimat
}}
}}

Latest revision as of 11:49, 7 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φραγμός Medium diacritics: φραγμός Low diacritics: φραγμός Capitals: ΦΡΑΓΜΟΣ
Transliteration A: phragmós Transliteration B: phragmos Transliteration C: fragmos Beta Code: fragmo/s

English (LSJ)

ὁ,
A fencing in, blocking up, τῆς ἀκουούσης πηγῆς S.OT1387.
2 intestinal obstruction, Cael.Aur.CP3.17.
II fence, paling, X.Cyn. 11.4, AP9.343 (Arch.) BGU1119.32 (i B. C.), Ev.Matt.21.33, etc.; hedge, Aesop.385; railing of the bridge over the Hellespont, Hdt. 7.36: fortification, ib.142; of the diaphragm, Hp.Flat.10, Arist.PA 672b20; of the shard of beetles, ib.682b17; of the teeth, Poll.2.93.
2 metaph., partition, Ep.Eph.2.14.
b nickname of a man with a bristly beard, Luc.Pseudol.27.

German (Pape)

[Seite 1302] ὁ, das Einschließen, Einzäunen, Umhegen; εἰ τῆς ἀκουούσης ἔτ' ἦν πηγῆς δι' ὤτων φραγμός Soph. O. R. 1387; das Befestigen, Her. 7, 36. 142; auch Zaun, Bedeckung, befestigter Ort, φραγμοί Archi. 23 (IX, 343).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 action de boucher;
2 clôture, palissade.
Étymologie: φράσσω.

Russian (Dvoretsky)

φραγμός:φράσσω
1 закрывание, затыкание: τῆς ἀκουούσης πηγῆς δι᾽ ὤτων φ. Soph. затыкание ушей, чтобы ничего не слышать;
2 ограда, забор Her., Xen., Theocr., Plut., Luc.;
3 анат. перегородка, перепонка, преграда Arst.;
4 огороженное место, загон Anth.

Greek (Liddell-Scott)

φραγμός: ὁ, (φράσσω) φάξιμον, ἀλλ’ εἰ τῆς ἀκουούσης ἔτ’ ἦν πηγῆς δι’ ὤτων φραγμὸς Σοφ Ο. Τ. 1387. ΙΙ. ὡς τὸ φράγμα, φράκτης, Ξεν. Κυν. 11, 4. κλπ.· ἐπὶ τοῦ φράκτου ὁ ὁποῖος κατεσκευάσθη ἑκατέρωθεν τῆς ὑπὲρ τὸν Ἐλλήσποντον γεφύρας, Ἡρόδ. 7. 36· ὀχύρωμα, αὐτόθι 142· ― λέγεται προσέτι ἐπὶ τοῦ διαφράγματος (ἴδε φρὴν Ι), Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 10, 3 ἐπὶ τοῦ κολεοῦ τῶν κανθάρων, αὐτόθι 4. 6, 4· ἐπὶ τῶν ὀδόντων (ἕρκος ὀδόντων), Παῦλ. Αἰγ., πρβλ. Πολυδ. Β΄, 93. 2) τόπος διὰ φράκτου ἀποκεχωρισμένος, περιπεφραγμένος, οἰονεὶ μάνδρα, Ἀνθ. Π. 9. 343. 3) μεταφορ., διαχώρισμα, μεσότοιχον, Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. β΄, 14 ― ἐπὶ ἀνθρώπου ἔχοντος δασεῖαν γενειάδα, Λουκ. Ψευδολ. 27.

English (Strong)

from φράσσω; a fence, or inclosing barrier (literally or figuratively): hedge (+ round about), partition.

English (Thayer)

φραγμοῦ, ὁ (φράσσω to fence round), a hedge, a fence: A. V. partition), see μεσότοιχον. (The Sept., Herodotus, Sophocles, Thucydides, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σφραγμός Α
φράχτης (α. «κιγκλιδωτός φραγμός» β. «φραγμόν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. (ναυτ.-στρ.) α) θαλάσσια ζώνη καθορισμένων ορίων, στο εσωτερικό της οποίας κινούνται κατά καθορισμένες, επίσης, γραμμές τα ανιχνευτικά σκάφη ναυτικής δύναμης, ώστε να μην είναι δυνατή η διέλευση, μέσω της ζώνης αυτής, αντίπαλων πλοίων χωρίς αυτά να γίνουν αντιληπτά
β) συνεκδ. η γραμμή πλεύσης ή και κάθε πλοίο που κινείται σ' αυτήν
2. στρ. οργάνωση δικτύου πυρός, που δεν αποβλέπει στην προσβολή συγκεκριμένου στόχου αλλά στον σχηματισμό, επί ορισμένης εδαφικής ζώνης, πυκνής δέσμης πυρών, είτε πεζικού είτε πυροβολικού, με σκοπό την απαγόρευση της παραμονής σ' αυτήν τη ζώνη ή και της μέσω αυτής διέλευσης εχθρικών σχηματισμών ή και μεμονωμένων ανδρών
3. (γεωλ.-ωκεαν.) επιμήκης ράχη, ανάχωμα ή ύβωμα από άμμο ή χάλικες, που σχηματίζεται κυρίως στις εκβολές ενός ποταμού ή σε μικρή απόσταση από την ακτή, λόγω της δράσης τών κυμάτων και τών ρευμάτων
4. μτφ. οτιδήποτε αναχαιτίζει κάτι, εμπόδιο (α. «ο νέος νόμος για τα δάση έθεσε οριστικό φραγμό στα σχέδια τών οικοπεδοφάγων
β. «δεν έχει ηθικούς φραγμούς αυτός»)
5. φρ. «φραγμός πυρός»
στρ. βλ. πυρ
μσν.-αρχ.
διαχώρισμα, μεσότοιχος («τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας», ΚΔ.)
αρχ.
1. το να φράζει, να αποκλείει κανείς κάτι («ἀλλ' εἰ τῆς ἀκουούσης ἔτ' ἦν πηγῆς δι' ὤτων φραγμός», Σοφ.)
2. το διάφραγμα της ρινικής κοιλότητας
3. οδοντοστοιχία
4. ο κολεός τών σκαθαριών
5. τόπος αποκλεισμένος με φράχτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φραγ- του φράζω (ΙΙ) (πρβλ. φράγμα) + κατάλ. -μός (πρβλ. ταραγμός)].

Greek Monotonic

φραγμός: ὁ (φράσσω
I. περίφραξη, φράγμα, σε Σοφ.
II. 1. όπως φράγμα, φράγμα, φράκτης, μάντρα, σε Ηρόδ.
2. μέρος περιφραγμένο, μάντρα, σε Ανθ.
3. μεταφ., διαχώρισμα, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

φραγμός, οῦ, ὁ, φράσσω
I. a fencing in, blocking up, Soph.
II. like φράγμα, a fence, paling, palisade, Hdt.
2. a place fenced off, an enclosure, Anth.
3. metaph. a partition, NTest.

Chinese

原文音譯:fragmÒj 弗拉格摩士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:障礙
字義溯源:籬笆,圍牆,隔牆,隔斷,灌木樹籬;源自(φράσσω)=阻隔),而 (φράσσω)出自(φρήν)*=隔膜)
出現次數:總共(4);太(1);可(1);路(1);弗(1)
譯字彙編
1) 籬笆(3) 太21:33; 可12:1; 路14:23;
2) 隔斷(1) 弗2:14

English (Woodhouse)

blocking up

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

fortification (structure)

Arabic: مَعْقِل‎; Armenian: ամրություն; Azerbaijani: istehkam; Bulgarian: укрепления; Catalan: fortificació; Chinese Mandarin: 防禦工事/防御工事, 工事, 堡壘/堡垒; Czech: pevnost, opevnění; Dutch: vesting; Esperanto: fortikaĵo; Finnish: linnoite, linnoitus; French: fortification, renforcement; Galician: fortificación; German: Festung, Fort; Greek: οχύρωμα; Ancient Greek: ἀποτείχισμα, ἐπιτείχισμα, ὀχύρωμα, παρατείχισμα, περίβλημα, περιοχή, προανατείχισμα, τείχισμα, τεῖχος, τείχωμα, φραγμός, φύλαγμα; Italian: fortificazione; Latin: munitio, munimentum; Macedonian: утврдувања; Malay: perkubuan; Maori: pare, papare, tūwatawata; Norman: fortificâtion; Norwegian Bokmål: festningsanlegg; Nynorsk: festningsanlegg; Old Persian: استحکامات‎; Polish: fortyfikacja, umocnienie; Portuguese: fortificação; Romanian: fortificație, fortăreață; Russian: укрепления; Spanish: fortificación; Swedish: befästning, fortifikation; Turkish: tahkimat