ἀνάρμοστος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[discordant]], [[out of tune]]
|woodrun=[[discordant]], [[out of tune]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[imparatus]]'', [[unprepared]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.67.2/ 7.67.2].
}}
}}

Revision as of 11:24, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάρμοστος Medium diacritics: ἀνάρμοστος Low diacritics: ανάρμοστος Capitals: ΑΝΑΡΜΟΣΤΟΣ
Transliteration A: anármostos Transliteration B: anarmostos Transliteration C: anarmostos Beta Code: a)na/rmostos

English (LSJ)

ἀνάρμοστον,
A not fitting, of dress, X.Mem.3.10.13; of sound, out of tune, Pl.Ti.80a; opp. εὐάρμοστος, Tht.178d: metaph. of the soul, Phd.93c, cf. Smp. 206c; ἀ. τινί 206d; incongruous, μεταβολὴ ἀ. τοῖς θεοῖς Iamb.Myst.3.27. Adv. ἀναρμόστως Pl.R. 590b.
II of persons, impracticable, Hdt.3.80, Ar.Nu.908.
2 unfitted, unprepared, πρός τι Th.7.67.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inarmónico, falto de armonía ψυχή Pl.Phd.93c, ἀνάρμοστον δ' ἐστὶ τὸ αἰσχρὸν ... τὸ δὲ καλὸν ἁρμόττον Pl.Smp.206c
subst. τὸ ἀ. καὶ τὸ μὴ ἕν Plot.1.3.1
desajustado de una coraza, X.Mem.3.10.13
fig. inadecuado ἀναρμοστότατον δὲ πάντων· ἢν ... θωμάζῃς y lo más inadecuado de todo, si lo admiras Hdt.3.80
c. dat. τῶν δὲ κωμῳδιῶν ἡ μὲν ἀρχαία ... ἀνάρμοστος ἀνθρώποις πίνουσιν Plu.2.711f, μεταβολὴ ... ἀ. τοῖς θεοῖς Iambl.Myst.3.27, (θεραπεία) τοῖς δὲ ἀπὸ πολλοῦ δηχθεῖσιν ἀ. Philum.Ven.2.1, κρᾶσις ... τοῦ οἴνου πρὸς ἐκείνους ... ἀνάρμοστος Plu.2.678b, cf. Th.7.67.
2 mús. desafinado, discordante φθόγγοι Pl.Ti.80a, de un sonido musical περὶ ἀναρμόστου τε καὶ εὐαρμόστου Pl.Tht.178d, ὄργανον Ph.1.245, op. εὐάρμοστος Arist.EE 1230b28, ἀνακρούεται ἀνάρμοστόν τι καὶ ἀσύντακτον Luc.Ind.9.
3 de pers. intratable, antipático τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος Ar.Nu.908, cf. PMasp.97.ue.D.44 (VI d.C.).
II adv. -ως desajustadamente ὅταν ... συντείνηται ἀ. Pl.R.590b, πόλεις ... ἀμέτρως καὶ ἀ. προσφερόμεναι Pl.Clit.407d.
• Diccionario Micénico: a-na-mo-to, -ta (?).

German (Pape)

[Seite 205] unpassend, Her. 3, 80; nicht zusammenstimmend, πρός τι, Thuc. 7, 67; öfter Plat., auch von der Stimme, Epinom. 978 a; häufig von der ψυχή, Phaed. 93 c; τοῦ ἀναρμόστου δειλὴ καὶ ἄγροικος ψυχή Rep. III, 411 a; Gegensatz οἱ ἁρμόττοντες Xen. Mem. 3, 10, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne s'adapte pas, disproportionné;
2 discordant (son);
3 fig. inepte, absurde;
4 non approprié, non préparé : πρός τι à qch.
Étymologie: , ἁρμόττω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάρμοστος:
1 несообразный, несуразный, нелепый, Her., Arph., Luc.;
2 несоразмерный, неподходящий, несоответствующий (Xen.; πρός τι Thuc. и τινι Arst., Plut.);
3 нестройный, нескладный, негармоничный, Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρμοστος: -ον, ἀκατάλληλος, ἀσύμφωνος, δυσανάλογος, Ἡρόδ. 3. 80, Ξεν. κτλ.: - ἐπὶ ἤχου, παράφωνος, παράχορδος, ἄνευ ἁρμονίας, ὁ αὐτ. Φαίδων 93C, Συμπ. 206C, Τίμ. 80Α· τὸ ἀνάρμοστον, ἀντίθ. πρὸς τὸ εὐάρμοστον, Θεαίτ. 178D: - Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Πολ. 590Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, φορτικός, ἀπειρόκαλος, ἀλλόκοτος, Λατ. ineptus, τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908. 2) ὁ μὴ παρεσκευασμένος, πρός τι, καὶ οὐκ ἀνάρμοστοι πρὸς ἕκαστον αὐτῶν ἐσόμεθα Θουκ. 7. 67.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάρμοστος, -ον)
αυτός που δεν αρμόζει, ανοίκειος, ακατάλληλος, αταίριαστος
αρχ.
1. (για ήχο) ο δίχως αρμονία, παράφωνος (αντίθ. του ευάρμοστος)
2. (για πρόσωπα) άκαμπτος, πεισματάρης
3. απροετοίμαστος, απαράσκευος
4. στη Μυκηναϊκή απαντά σε πινακίδες στην Κνωσό, όπου καταγράφονται άρματα υπό κατασκευή
προσδιορίζει σχεδόν πάντοτε το ἱππία (= άρμα) και σημαίνει «ασυναρμολόγητος» (a-na-mo-to).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + αρμοστός.
ΠΑΡ. αναρμοστία
αρχ.
αναρμοστώ (-έω)].

Greek Monotonic

ἀνάρμοστος: -ον (ἁρμόζω),
I. ακατάλληλος, αταίριαστος, ασύμφωνος, δυσανάλογος, σε Ηρόδ., Ξεν.· λέγεται για ήχο, παράτονος, σε Πλάτ.· επίρρ. -τως, στον ίδ.
II. λέγεται για πρόσωπα, φορτικός, αυθάδης, απρεπής, σε Αριστοφ.
2. απροετοίμαστος, ακατάλληλος, πρός τι, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἁρμόζω
I. unsuitable, incongruous, disproportionate, Hdt., Xen.:—of sound, out of tune, Plat.:—adv. -τως, Hdt.
II. of persons, impertinent, absurd, Ar.
2. unfitted, unprepared, πρός τι Thuc.

English (Woodhouse)

discordant, out of tune

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

imparatus, unprepared, 7.67.2.