ἐπαιτιάομαι: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(2) |
(CSV import) |
||
(27 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epaitiaomai | |Transliteration C=epaitiaomai | ||
|Beta Code=e)paitia/omai | |Beta Code=e)paitia/omai | ||
|Definition=fut. | |Definition=fut. ἐπαιτιάσομαι [ᾱ], Ion. ἐπαιτιήσομαι, [[bring a charge against]], [[accuse]], τινά [[Herodotus|Hdt.]]2.121.β, etc.; θεὸν ἐ. Hp.Aër.22; <b class="b3">ἐπαιτιάομαι τινά τινος</b> [[accuse]] one of a thing, Th.6.28, D.21.114; <b class="b3">ἦ κἀμὲ γάρ τι ξυμφοραῖς ἐπαιτιᾷ</b>; for your mishaps, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''974; also <b class="b3">κείνην ἐπαιτιῶμαι τοῦδε βουλεῦσαι τάφου</b> I [[accuse]] her of this burial, that she planned it, [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''490: c. inf., ὧν ἐπαιτιᾷ με δρᾶν Id.''OT''645; ὃν.. με.. τρέφειν μιάστορα ἐπῃτιάσω Id.''El.''604; Αἴσωπον.. φιάλην ἐπῃτιῶντο κλέψαι Ar.''V.''1447, etc.; τὴν πρόμαντιν ἐ. αὐτὸν πεῖσαι Th.5.16; so ἐ. τινὰ ὅτι.. [[Herodotus|Hdt.]]6.30, Th.2.70: c. acc. rei, [[lay the blame upon]], τὴν ξυμφορὰν τῆς φυγῆς Id.8.81; τὸ μῆκος τῆς πορείας Pl.''Ep.''329a: also c. acc. cogn., <b class="b3">μέζονα ἐπαιτιώμενος</b> [[bring]]ing heavier [[accusation]]s, [[Herodotus|Hdt.]]1.26; <b class="b3">τοῦτο ἐπαιτιῶμαι</b>, c. acc. inf., I [[complain]] of this, viz. that... [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 497b: also c. dupl. acc., <b class="b3">ἃ ἐπαιτιῶμαι τὴν γυναῖκα ταύτην</b> the charges which I [[bring against]] her, Antiph01.10; <b class="b3">τῷ μὲν νῷ οὐδὲν χρώμενον οὐδέ τινας αἰτίας ἐπαιτιώμενον</b> nor [[ascribe|ascribing]] any [[cause]]s to it, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 98b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0896.png Seite 896]] med., Einen wobei, wegen einer Sache beschuldigen, ihm die Schuld wovon beimessen, ἐμέ τι συμφοραῖς ἐπαιτιᾷ Aesch. Prom. 976; τινὰ δρᾶν τι Soph. O. R. 645; El. 594; τινά, ὅτι Her. 6, 30, wie Thuc. 2, 70 u. A.; τὴν ἰδίαν συμφορὰν ἐπῃτιάσατο (vor Bekker ἐπῃτίασε) καὶ ἀνωλοφύρατο Thuc. 8, 81; mit acc. c. inf., 5, 16; Aesch. 1, 158; μείζονα, größere Schuld geben, Her. 1, 26; αἰτίας Plat. Phaed. 98 b. – Häufig τινά τινος, Thuc. 6, 28; Dem. 21, 114; ἃ ἐπαιτιῶμαι τὴν γυναῖκα ταύτην Antiph. 1, 10. – Allgemeiner, vorwenden, τὸ [[μέγεθος]] τοῦ πλοῦ καὶ τοῦ πόνου Plat. Epist. VII, 329 a; – ἐπαιτίᾶτος, zu beschuldigen, Ios. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0896.png Seite 896]] med., Einen wobei, wegen einer Sache beschuldigen, ihm die Schuld wovon beimessen, ἐμέ τι συμφοραῖς ἐπαιτιᾷ Aesch. Prom. 976; τινὰ δρᾶν τι Soph. O. R. 645; El. 594; τινά, ὅτι Her. 6, 30, wie Thuc. 2, 70 u. A.; τὴν ἰδίαν συμφορὰν ἐπῃτιάσατο (vor Bekker ἐπῃτίασε) καὶ ἀνωλοφύρατο Thuc. 8, 81; mit acc. c. inf., 5, 16; Aesch. 1, 158; μείζονα, größere Schuld geben, Her. 1, 26; αἰτίας Plat. Phaed. 98 b. – Häufig τινά τινος, Thuc. 6, 28; Dem. 21, 114; ἃ ἐπαιτιῶμαι τὴν γυναῖκα ταύτην Antiph. 1, 10. – Allgemeiner, vorwenden, τὸ [[μέγεθος]] τοῦ πλοῦ καὶ τοῦ πόνου Plat. Epist. VII, 329 a; – ἐπαιτίᾶτος, zu beschuldigen, Ios. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ιῶμαι;<br /><i>f.</i> ἐπαιτιάσομαι, <i>ao.</i> [[ἐπῃτιασάμην]];<br /><b>1</b> se plaindre de : τινά τινι, <i>plus souv.</i> τινά τινος accuser qqn de qch ; τινα δρᾶν τι SOPH qqn de faire qch;<br /><b>2</b> [[donner un motif]] : αἰτίας ἐπαιτιᾶσθαι PLAT alléguer des causes ; prétexter : τι qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αἰτιάομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπαιτιάομαι:''' (fut. ἐπαιτιάσομαι, aor. [[ἐπῃτιασάμην]])<br /><b class="num">1</b> [[обвинять]], [[винить]] (τινά τινος Thuc., Dem., τινά τινι Aesch., τινα ποιεῖν τι Soph., Thuc., Aeschin. и τινα ὅτι … Her., Thuc.);<br /><b class="num">2</b> [[жаловаться]], [[сетовать]]: τὴν ξυμφορὰν τῆς φυγῆς ἐπῃτιάσατο Thuc. (Алкивиад) жаловался на горечь (своего) изгнания;<br /><b class="num">3</b> [[приводить в оправдание]], [[ссылаться в извинение]], [[выдвигать в качестве предлога или причины]] (τὸ [[μῆκος]] τῆς πορείας ἐ. Plat.): αἰτίας ἐ. Plat. приводить причины. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαιτιάομαι''': μέλλ. -άσομαι ᾱ, Ἰων. -ήσομαι: Ἀποθ.: - αἰτιῶμαί τινι ἐπί τινι, οὐκ ἔχειν δὲ ὅν τινα ἐπαιτιᾶται Ἡρόδ. 2. 121, 2, καὶ Ἀττ.· θεὸν ἐπ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 293· ἐπ. τινά τινος Θουκ. 6. 28, Δημ. 552. 1· κἀμὲ γάρ τι ξυμφοραῖς (διάφ. γρ. συμφορᾶς) ἐπαιτιᾷ; [[μήπως]] αἰτιᾶσαι καὶ ἐμὲ ἐν μέρει, διὰ τὰς συμφοράς σου; Αἰσχύλ. Πρ. 974· [[ὡσαύτως]], κείνην ἐπαιτιῶμαι τοῦδε βουλεῦσαι τάφου Σοφ. Ἀντ. 490: - μετ’ ἀπαρ., ὧν ἐπαιτιᾷ με δρᾶν ὁ αὐτὸς ἐν Ο. Τ. 645· ὅν... με... τρέφειν μιάστορα ἐπῃτιάσω ὁ αὐτὸς ἐν Ἠλ. 604· Αἴσωπον... ἐπῃτιῶντο κλέψαι, κατηγόρουν ὅτι ἔκλεψεν, Ἀριστοφ. Σφ. 1447, κτλ.· οὕτω, ἐπαιτ. τινὰ ὅτι... Ἡρόδ. 6. 30, Θουκ. 2. 7., 5. 16: - μετ’ αἰτ. πράγμ., τήν τε ἰδίαν ξυμφορὰν τῆς φυγῆς ἐπῃτιάσατο καὶ ἀνωλοφύρατο, «προσεκλαύθη διὰ τὴν ἐξορίαν του παραπονούμενος» (Δούκας), ὁ αὐτὸς 8. 81· τὸ [[μῆκος]] τῆς πορείας Πλάτ. Ἐπιστ. 329Α· ἀλλὰ | |lstext='''ἐπαιτιάομαι''': μέλλ. -άσομαι ᾱ, Ἰων. -ήσομαι: Ἀποθ.: - αἰτιῶμαί τινι ἐπί τινι, οὐκ ἔχειν δὲ ὅν τινα ἐπαιτιᾶται Ἡρόδ. 2. 121, 2, καὶ Ἀττ.· θεὸν ἐπ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 293· ἐπ. τινά τινος Θουκ. 6. 28, Δημ. 552. 1· κἀμὲ γάρ τι ξυμφοραῖς (διάφ. γρ. συμφορᾶς) ἐπαιτιᾷ; [[μήπως]] αἰτιᾶσαι καὶ ἐμὲ ἐν μέρει, διὰ τὰς συμφοράς σου; Αἰσχύλ. Πρ. 974· [[ὡσαύτως]], κείνην ἐπαιτιῶμαι τοῦδε βουλεῦσαι τάφου Σοφ. Ἀντ. 490: - μετ’ ἀπαρ., ὧν ἐπαιτιᾷ με δρᾶν ὁ αὐτὸς ἐν Ο. Τ. 645· ὅν... με... τρέφειν μιάστορα ἐπῃτιάσω ὁ αὐτὸς ἐν Ἠλ. 604· Αἴσωπον... ἐπῃτιῶντο κλέψαι, κατηγόρουν ὅτι ἔκλεψεν, Ἀριστοφ. Σφ. 1447, κτλ.· οὕτω, ἐπαιτ. τινὰ ὅτι... Ἡρόδ. 6. 30, Θουκ. 2. 7., 5. 16: - μετ’ αἰτ. πράγμ., τήν τε ἰδίαν ξυμφορὰν τῆς φυγῆς ἐπῃτιάσατο καὶ ἀνωλοφύρατο, «προσεκλαύθη διὰ τὴν ἐξορίαν του παραπονούμενος» (Δούκας), ὁ αὐτὸς 8. 81· τὸ [[μῆκος]] τῆς πορείας Πλάτ. Ἐπιστ. 329Α· ἀλλὰ μετὰ συστοίχ. αἰτ., μείζονα ἐπαιτιώμενος, φέρων βαρυτέρας κατηγορίας, Ἡρόδ. 1. 26· αἰτίας ἐπ. Πλάτ. Φαίδων 98Β· τοῦτο ἐπαιτιῶμαι, μετ’ ἀπαρ., παραπονοῦμαι διὰ τοῦτο ὅτι δηλ..., ὁ αὐτὸς ἐν Πολ. 497Β: - [[ὡσαύτως]] μετὰ διπλ. αἰτιατ., ἃ ἐπαιτῶμαι ταύτην, δι’ ἃ κατηγορῶ αὐτήν, Ἀντιφῶν 112. 29. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπαιτιάομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾱ], Ιων. <i>-ήσομαι</i>· αποθ., [[αποδίδω]] [[κατηγορία]] [[εναντίον]], [[κατηγορώ]], <i>τινα</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐπ. τινά τινος</i>, [[κατηγορώ]] κάποιον για [[κάτι]], σε Θουκ., Δημ.· με απαρ., [[κατηγορώ]] κάποιον ότι κάνει [[κάτι]], σε Σοφ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., [[επιρρίπτω]] την [[ευθύνη]] πάνω σε, σε Θουκ., Πλάτ. | |lsmtext='''ἐπαιτιάομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾱ], Ιων. <i>-ήσομαι</i>· αποθ., [[αποδίδω]] [[κατηγορία]] [[εναντίον]], [[κατηγορώ]], <i>τινα</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐπ. τινά τινος</i>, [[κατηγορώ]] κάποιον για [[κάτι]], σε Θουκ., Δημ.· με απαρ., [[κατηγορώ]] κάποιον ότι κάνει [[κάτι]], σε Σοφ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., [[επιρρίπτω]] την [[ευθύνη]] πάνω σε, σε Θουκ., Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=fut. -άσομαι ionic -ήσομαι<br />Dep.:— to [[bring]] a [[charge]] [[against]], [[accuse]], τινα Hdt., Attic; ἐπ. τινά τινος to [[accuse]] one of a [[thing]], Thuc., Dem.; c. inf. to [[accuse]] one of doing a [[thing]], Soph., etc.:—c. acc. rei, to lay the [[blame]] [[upon]], Thuc., Plat. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[criminari]]'', to [[accuse]], [[charge]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.70.4/ 2.70.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.16.2/ 5.16.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.28.2/ 6.28.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.58.2/ 6.58.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.9.2/ 8.9.2],<br>''[[queri]]'', to [[complain]], [[lament]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.81.2/ 8.81.2], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> ἐπῃτίασε] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:37, 16 November 2024
English (LSJ)
fut. ἐπαιτιάσομαι [ᾱ], Ion. ἐπαιτιήσομαι, bring a charge against, accuse, τινά Hdt.2.121.β, etc.; θεὸν ἐ. Hp.Aër.22; ἐπαιτιάομαι τινά τινος accuse one of a thing, Th.6.28, D.21.114; ἦ κἀμὲ γάρ τι ξυμφοραῖς ἐπαιτιᾷ; for your mishaps, A.Pr.974; also κείνην ἐπαιτιῶμαι τοῦδε βουλεῦσαι τάφου I accuse her of this burial, that she planned it, S.Ant.490: c. inf., ὧν ἐπαιτιᾷ με δρᾶν Id.OT645; ὃν.. με.. τρέφειν μιάστορα ἐπῃτιάσω Id.El.604; Αἴσωπον.. φιάλην ἐπῃτιῶντο κλέψαι Ar.V.1447, etc.; τὴν πρόμαντιν ἐ. αὐτὸν πεῖσαι Th.5.16; so ἐ. τινὰ ὅτι.. Hdt.6.30, Th.2.70: c. acc. rei, lay the blame upon, τὴν ξυμφορὰν τῆς φυγῆς Id.8.81; τὸ μῆκος τῆς πορείας Pl.Ep.329a: also c. acc. cogn., μέζονα ἐπαιτιώμενος bringing heavier accusations, Hdt.1.26; τοῦτο ἐπαιτιῶμαι, c. acc. inf., I complain of this, viz. that... Pl.R. 497b: also c. dupl. acc., ἃ ἐπαιτιῶμαι τὴν γυναῖκα ταύτην the charges which I bring against her, Antiph01.10; τῷ μὲν νῷ οὐδὲν χρώμενον οὐδέ τινας αἰτίας ἐπαιτιώμενον nor ascribing any causes to it, Pl.Phd. 98b.
German (Pape)
[Seite 896] med., Einen wobei, wegen einer Sache beschuldigen, ihm die Schuld wovon beimessen, ἐμέ τι συμφοραῖς ἐπαιτιᾷ Aesch. Prom. 976; τινὰ δρᾶν τι Soph. O. R. 645; El. 594; τινά, ὅτι Her. 6, 30, wie Thuc. 2, 70 u. A.; τὴν ἰδίαν συμφορὰν ἐπῃτιάσατο (vor Bekker ἐπῃτίασε) καὶ ἀνωλοφύρατο Thuc. 8, 81; mit acc. c. inf., 5, 16; Aesch. 1, 158; μείζονα, größere Schuld geben, Her. 1, 26; αἰτίας Plat. Phaed. 98 b. – Häufig τινά τινος, Thuc. 6, 28; Dem. 21, 114; ἃ ἐπαιτιῶμαι τὴν γυναῖκα ταύτην Antiph. 1, 10. – Allgemeiner, vorwenden, τὸ μέγεθος τοῦ πλοῦ καὶ τοῦ πόνου Plat. Epist. VII, 329 a; – ἐπαιτίᾶτος, zu beschuldigen, Ios.
French (Bailly abrégé)
-ιῶμαι;
f. ἐπαιτιάσομαι, ao. ἐπῃτιασάμην;
1 se plaindre de : τινά τινι, plus souv. τινά τινος accuser qqn de qch ; τινα δρᾶν τι SOPH qqn de faire qch;
2 donner un motif : αἰτίας ἐπαιτιᾶσθαι PLAT alléguer des causes ; prétexter : τι qch.
Étymologie: ἐπί, αἰτιάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαιτιάομαι: (fut. ἐπαιτιάσομαι, aor. ἐπῃτιασάμην)
1 обвинять, винить (τινά τινος Thuc., Dem., τινά τινι Aesch., τινα ποιεῖν τι Soph., Thuc., Aeschin. и τινα ὅτι … Her., Thuc.);
2 жаловаться, сетовать: τὴν ξυμφορὰν τῆς φυγῆς ἐπῃτιάσατο Thuc. (Алкивиад) жаловался на горечь (своего) изгнания;
3 приводить в оправдание, ссылаться в извинение, выдвигать в качестве предлога или причины (τὸ μῆκος τῆς πορείας ἐ. Plat.): αἰτίας ἐ. Plat. приводить причины.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαιτιάομαι: μέλλ. -άσομαι ᾱ, Ἰων. -ήσομαι: Ἀποθ.: - αἰτιῶμαί τινι ἐπί τινι, οὐκ ἔχειν δὲ ὅν τινα ἐπαιτιᾶται Ἡρόδ. 2. 121, 2, καὶ Ἀττ.· θεὸν ἐπ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 293· ἐπ. τινά τινος Θουκ. 6. 28, Δημ. 552. 1· κἀμὲ γάρ τι ξυμφοραῖς (διάφ. γρ. συμφορᾶς) ἐπαιτιᾷ; μήπως αἰτιᾶσαι καὶ ἐμὲ ἐν μέρει, διὰ τὰς συμφοράς σου; Αἰσχύλ. Πρ. 974· ὡσαύτως, κείνην ἐπαιτιῶμαι τοῦδε βουλεῦσαι τάφου Σοφ. Ἀντ. 490: - μετ’ ἀπαρ., ὧν ἐπαιτιᾷ με δρᾶν ὁ αὐτὸς ἐν Ο. Τ. 645· ὅν... με... τρέφειν μιάστορα ἐπῃτιάσω ὁ αὐτὸς ἐν Ἠλ. 604· Αἴσωπον... ἐπῃτιῶντο κλέψαι, κατηγόρουν ὅτι ἔκλεψεν, Ἀριστοφ. Σφ. 1447, κτλ.· οὕτω, ἐπαιτ. τινὰ ὅτι... Ἡρόδ. 6. 30, Θουκ. 2. 7., 5. 16: - μετ’ αἰτ. πράγμ., τήν τε ἰδίαν ξυμφορὰν τῆς φυγῆς ἐπῃτιάσατο καὶ ἀνωλοφύρατο, «προσεκλαύθη διὰ τὴν ἐξορίαν του παραπονούμενος» (Δούκας), ὁ αὐτὸς 8. 81· τὸ μῆκος τῆς πορείας Πλάτ. Ἐπιστ. 329Α· ἀλλὰ μετὰ συστοίχ. αἰτ., μείζονα ἐπαιτιώμενος, φέρων βαρυτέρας κατηγορίας, Ἡρόδ. 1. 26· αἰτίας ἐπ. Πλάτ. Φαίδων 98Β· τοῦτο ἐπαιτιῶμαι, μετ’ ἀπαρ., παραπονοῦμαι διὰ τοῦτο ὅτι δηλ..., ὁ αὐτὸς ἐν Πολ. 497Β: - ὡσαύτως μετὰ διπλ. αἰτιατ., ἃ ἐπαιτῶμαι ταύτην, δι’ ἃ κατηγορῶ αὐτήν, Ἀντιφῶν 112. 29.
Greek Monotonic
ἐπαιτιάομαι: μέλ. -άσομαι [ᾱ], Ιων. -ήσομαι· αποθ., αποδίδω κατηγορία εναντίον, κατηγορώ, τινα, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐπ. τινά τινος, κατηγορώ κάποιον για κάτι, σε Θουκ., Δημ.· με απαρ., κατηγορώ κάποιον ότι κάνει κάτι, σε Σοφ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., επιρρίπτω την ευθύνη πάνω σε, σε Θουκ., Πλάτ.
Middle Liddell
fut. -άσομαι ionic -ήσομαι
Dep.:— to bring a charge against, accuse, τινα Hdt., Attic; ἐπ. τινά τινος to accuse one of a thing, Thuc., Dem.; c. inf. to accuse one of doing a thing, Soph., etc.:—c. acc. rei, to lay the blame upon, Thuc., Plat.
Lexicon Thucydideum
criminari, to accuse, charge, 2.70.4, 5.16.2, 6.28.2, 6.58.2, 8.9.2,
queri, to complain, lament, 8.81.2, [vulgo commonly ἐπῃτίασε]