ἀποστρέφω: Difference between revisions
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἀποστρέψω, <i>ao.</i> ἀπέστρεψα, <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> tourner en sens contraire, retourner : ἅρματα [[ὡς]] [[εἰς]] φυγήν XÉN détourner des chars comme pour fuir ; [[αἱ]] [[νῆες]] [[ἀπεστράφατο]] <i>(ion.)</i> τοὺς ἐμβόλους HDT les vaisseaux avaient leurs éperons retournés, <i>càd</i> tordus, faussés ; ἀποστρέφειν [[πάλιν]] SOPH ramener en arrière ; ἀπ. χεῖρας OD amener les mains en arrière (pour les attacher derrière le dos);<br /><b>2</b> faire se retourner : τινα renvoyer qqn chez lui ; Ἀχαιοὺς ἀπ. IL faire fuir les Grecs;<br /><b>3</b> faire revenir, rappeler : [[ἐξ]] ἰσθμοῦ XÉN de l’isthme;<br /><b>4</b> détourner (un danger, une guerre, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se détourner;<br /><b>2</b> retourner sur ses pas, se retirer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποστρέφομαι (<i>f.</i> ἀποστρέψομαι, <i>ao. Pass.</i> ἀπεστράφην <i>au sens Moy.</i>);<br /><b>1</b> se détourner, faire volte-face, s’enfuir;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> se détourner avec horreur <i>ou</i> dégoût de, acc. ; λόγοι ἀπεστραμμένοι HDT paroles hostiles.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[στρέφω]]. | |btext=<i>f.</i> ἀποστρέψω, <i>ao.</i> ἀπέστρεψα, <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> tourner en sens contraire, retourner : ἅρματα [[ὡς]] [[εἰς]] φυγήν XÉN détourner des chars comme pour fuir ; [[αἱ]] [[νῆες]] [[ἀπεστράφατο]] <i>(ion.)</i> τοὺς ἐμβόλους HDT les vaisseaux avaient leurs éperons retournés, <i>càd</i> tordus, faussés ; ἀποστρέφειν [[πάλιν]] SOPH ramener en arrière ; ἀπ. χεῖρας OD amener les mains en arrière (pour les attacher derrière le dos);<br /><b>2</b> faire se retourner : τινα renvoyer qqn chez lui ; Ἀχαιοὺς ἀπ. IL faire fuir les Grecs;<br /><b>3</b> faire revenir, rappeler : [[ἐξ]] ἰσθμοῦ XÉN de l’isthme;<br /><b>4</b> détourner (un danger, une guerre, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se détourner;<br /><b>2</b> retourner sur ses pas, se retirer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποστρέφομαι (<i>f.</i> ἀποστρέψομαι, <i>ao. Pass.</i> ἀπεστράφην <i>au sens Moy.</i>);<br /><b>1</b> se détourner, faire volte-face, s’enfuir;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> se détourner avec horreur <i>ou</i> dégoût de, acc. ; λόγοι ἀπεστραμμένοι HDT paroles hostiles.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[στρέφω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=fut. ἀποστρέψεις, [[part]]. -οντας, aor. iter. [[ἀποστρέψασκε]], subj. ἀποστρέψῃσιν, opt. -ειεν, [[part]]. ἀπο- στρέψᾶς: [[turn]] or [[twist]] [[back]] or [[about]], reversing a [[former]] [[direction]]; (λᾶαν) [[ἀποστρέψασκε]] [[κραταιίς]], the [[stone]] of [[Sisyphus]], Od. 11.597 ; πόδας καὶ χεῖρας, i. e. so as to [[tie]] [[them]] [[behind]] the [[back]], Od. 22.173; ‘[[recall]],’ ‘[[order]] a [[retreat]],’ Il. 10.355. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:23, 15 August 2017
English (LSJ)
Dor. aor.
A ἀποστράψαι SIG 244 ii 16(Delph.); Ion. aor. ἀποστρέψασκε Il.22.197, etc.: pf. ἀπέστροφα LXX 1 Ki.6.21:—Pass. and Med., fut. -στρέψομαι X.Cyr.5.5.36, Plu.2.387c: aor. -εστράφην [ᾰ], S.OC1272, etc.; later -εστρεψάμην LXXHo.8.3, prob. in Ar.Nu.776: fut. -στρᾰφήσομαι LXXNu.25.4, al.: pf. -έστραμμαι Hdt.1.166, etc.: Ion. 3pl. plpf. -εστράφατο ibid.; -έστρεμμαι PSI4.392.11 (iii B.C.): —turn back: hence, either turn to flight, ὄφρ' . . Ἀχαιοὺς αὖτις ἀποστρέψῃσιν Il.15.62, etc., cf. Hdt. 8.94; or turn back from flight, X.Cyr.4.3.1; send home again, Th.4.97, 5.75; ῥῆμα bring back word, LXX4 Ki.22.9; ἀποστρέψαντε πόδας καὶ χεῖρας having twisted back the hands and feet so as to bind them, Od.22.173,190,cf. S.OT1154; τὸν ὦμον Ar.Eq.263; ἀποστρέφετε τὰς χεῖρας αὐτῶν, ὦ Σκύθαι Ar.Lys.455; ἀ. τὸν αὐχένα Hdt.4.188; guide back again, ἀποστρέψαντες ἔβαν νέας Od.3.162; ἴχνι' ἀποστρέψας having turned the steps of the oxen backwards so as to make it appear that they had gone the other way, h.Merc.76; turn away, avert, αὐχέν' ἀποστρέψας Thgn.858; ἀπέστρεψ' ἔμπαλιν παρηΐδα E.Med. 1148; but τὸ πρόσωπον πρός τινα Plu.Publ.6; bring back, recall, ἐξ ἰσθμοῦ X.An.2.6.3; φῶτας ἀπέστρεψεν Περσεφόνης θαλάμων [Emp.] 156.4. 2 turn away or aside, divert, v.l. in Th.4.80, etc.; ὕδατα cut off water from a besieged town, Ph.Bel.97.4; τὸν Κάϋστρον SIG 839.14 (Ephesus); τὸν πόλεμον ἐς Μακεδονίαν Arr.An.2.1.1; avert a danger, an evil, etc., πῆμ' ἀ. νόσου A.Ag.850 (Porson); prevent, Dsc. 2.136; rebut, δίκην Ar.Nu.776(v. supr.); ἀ. τύχην μὴ οὐ γενέσθαι Antipho6.15 codd.; ἀ. εἰς τοὐναντίον τοὺς λόγους Pl.Sph.239d; τὰς πράξεις εἰς τοὺς ἀντιδίκους Arist.Rh.Al.1442b6. 3 ἀ. τινά τινος dissuade from, X.Eq.Mag.1.12; τινὰ ἀπὸ τοῦ λήμματος Din.2.23; πότων ἀ. τοὺς στομάχους D.H.Dem.15. II as if intr. (sc. ἑαυτόν, ἵππον, ναῦν, etc.), turn back, Th.6.65; ἀ. ὀπίσω Hdt.4.43; ἀ. πάλιν S.OC 1403. 2 turn away or aside, Hdt.8.87; of a river, Id.4.52; τἀναντία ἀ. X.HG3.4.12. B Pass., to be turned back, ἀπεστράφθαι τοὺς ἐμβόλους, of ships, to have their beaks bent back, Hdt.1.166; ἀποστραφῆναι . . τὼ πόδε to have one's feet twisted, Ar.Pax279; τρίχες ἀπεστραμμέναι closecurled, Arist.Phgn.809b26. II Med. and Pass., turn oneself from or away, ἀπεστραμμέναι ἀπ' ἀλλήλων Id.HA611a6; ἀπεστραμμένοι back to back, Apollod.Poliorc.145.2: esp., 1 turn one's face away from, abandon, c. acc., Phoc.2, Sallust.3; ἐχθροῦ ἀξίωσιν Epicur. Fr.215; μή μ' ἀποστραφῇς S.OC1272; μή μ' ἀποστρέφου E.IT801, cf. Ar.Pax683, X.Cyr.5.5.36, PSIl.c.; τὸ θεῖον ῥᾳδίως ἀπεστράφης E. Supp.159: also c. gen., ἄψορρος οἴκων τῶνδ' ἀποστραφείς S.OT431: c. dat., ἀστεφανώτοισι ἀπυστρέφονται Sapph.78: abs., μὴ πρὸς θεῶν . . ἀποστραφῇς S.OT326; ἀπεστραμμένοι λόγοι hostile words, Hdt.7.160; τὴν διάνοιαν ἀποστρέφεσθαι to be alienated, Phld.Lib.p.80. 2 turn oneself about, X.Cyr.1.4.25; ἅρματα ἀπεστραμμένα ὥσπερ εἰς φυγήν ib.6.2.17; ἀποστραφῆναι λυγιζόμενος escape by wriggling, Pl.R. 405c. 3 ἀποστραφῆναί τινος fall off from one, desert him, X. HG4.8.4.
German (Pape)
[Seite 328] 1) ab-, weg-, zurückwenden, τοσσάκι μιν προπάροιθεν ἀποστρέψασκε παραφθὰς πρὸς πεδίον Iliad. 22, 197; ἀποστρέψαντες νέας Od. 3, 162; ἅρματα ἀπεστραμμένα ὡς εἰς φυγήν Xen. Cyr. 6, 2, 13; πόδας καὶ χεῖρας, Füße u. Hände zurückdrehen, um sie auf den Rücken zu binden, Od. 22, 173; so χέρας Soph. O. R. 1154; Ar. Lys. 455, vgl. Pax 279; ἄχρηστοι αἱ νῆες· ἀπεστράφατο γὰρ τοὺς ἐμβόλους, es waren die Schnäbel zurückgebogen, Her. 1, 166. Auch übertr., εἰς τοὐναντίον λόγους Plat. Soph. 239 d. Jemand zum Umkehren bewegen, Iliad. 10, 355; Xen. An. 2, 6, 3; in die Flucht schlagen, Il. 15, 62; Jemanden entlassen, ihn nach Hause zurückkehren lassen, Thuc. 5, 75; τὸν πόλεμον ἐς, wohin versetzen, Arr. An. 2, 1. – 2) intr., sich umwenden, zurücklaufen, ἀποστρέψασκε Od. 11, 597, vgl. Scholl.; τοὐναντίον ἀποστρέψας εἰς Φρυγίαν ἦλθε Xen. Hell. 3, 4, 12; ἀπὸ τοῦ λήμματος Din. 2, 23; τινός, von Einem ab, Plut. – Pass. mit fut. med., sich abwenden, Xen. Cyr. 5, 5, 6; umkehren, οὐ πάλιν ἀποστραφεὶς ἄπει Soph. O. R. 431; zur Flucht, ἀποστραφέντες ἔφυγον Pol. 5, 85 u. öfter; heimkehren, Xen. Cyr. 1, 4, 25; τινά, sein Gesicht von Einem abwenden, ihn verabscheuen, aversari, Ar. Pax 666; τὸν δῆμον ἀποστρ. ἀχθεσθεῖσα Eur. Suppl. 171; Xen. Cyr. 5, 5, 36, wo ἀποστρέψει gewiß richtig, nicht ἀποστρέψεις; φιλίαν Pol. 9, 39; ἀποκρίσεις, nichts damit zu thun haben wollen, 12, 27; häufig in der Anthol.; λόγοι ἀπεστραμμένοι, Worte der Verachtung, Her. 7, 160.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστρέφω: μέλλ. -ψω: Ἰων. ἀόρ. ἀποστρέψασκε Ἰλ. Χ. 197, κτλ.: ― Παθ. καὶ Μέσ.: μέλλ. -στρέψομαι Ξεν. Κύρ. 5. 5, 36, Πλούτ.: ἀόρ. -εστράφην [ᾰ], Σοφ., Εὐρ., κλ.: μεταγεν. -εστρεψάμην, Ἑβδ.: μέλλ. -στραφήσομαι, Ἑβδ.: πρκμ. -έστραμμαι, Ἡρόδ., κλ.: Ἰων. γ΄ πληθ. ὑπερσ. -εστράφατο ὁ αὐτ. 1. 166. Στρέφω ὀπίσω, Ὅμ. κλ. καὶ ἑπομένως ἢ τρέπω εἰς φυγήν, αὐτὰρ Ἀχαιοὺς αὖτις ἀποστρέψῃσιν Ἰλ. Ο. 62 κτλ. πρβλ., Ἡρόδ. 8. 94, ἢ ἀναγκάζω τι νὰ στραφῇ ὀπίσω, γυρίζω αὐτὸ ὀπίσω, ἁμάξας... καταλαβόντες καὶ ἀποστρέψαντες προσήλαυνον Ξεν. Κύρ. 4. 3, 1: ― στρέφω τινὰ ὀπίσω, τὸν κάμνω νὰ ὑπάγῃ ὀπίσω, ἀπαντᾷ κήρυκι Βοιωτῷ, ὅς αὐτὸν ἀποστρέψας κτλ. Θουκ. 4. 97., 5. 75: ― ἀποστρέψαντες πόδας καὶ χεῖρας, συστρέψαντες ὀπίσω εἰς τὴν ῥάχιν (καὶ δέσαντες) χεῖρας καὶ πόδας κτλ., Ὀδ. Χ. 173, 190, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1154, Ἀριστοφ. Ἱππ. 264· ἀποστρέφετε τὰς χεῖρας αὐτῶν, ὦ Σκύθαι Ἀριστοφ. Λυσ. 455· ἀπ. τὸν αὐχένα, ὡς τὸ παρ’ Ὁμ. αὖ ἐρύειν Ἡρόδ. 4. 188: ― στρέφω ὀπίσω, οἱ μὲν ἀποστρέψαντες ἔβαν νέας ἀμφιελίσσας Ὀδ. Γ. 162· ἴχνι’ ἀποστρέψας, στρέψας τὰ ἴχνη τῶν βοῶν πρὸς τὰ ὀπίσω, ὥστε νὰ φαίνηται ὅτι οἱ βόες ἐπορεύθησαν πρὸς τὴν ἀντίθετον διεύθυνσιν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 76: ἀποστρέφω, στρέφω τι πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, αὐχέν’ ἀποστρέψας Θέογν. 858· ἀπέστρεψ’ ἔμπαλιν παρηίδα Εὐρ. Μήδ. 1148· ἀλλά, τὸ πρόσωπον πρός τινα Πλουτ. Ποπλ. 6· ἀνακαλῶ τινα ἔκ τινος μέρους, οἱ Ἔφοροι... ἀποστρέφειν αὐτὸν ἐπειρῶντο ἐξ ἰσθμοῦ Ξεν. Ἀν. 2. 6, 3· φῶτας ἀπέστρεψεν Περσεφόνης ἀδύτων Ἐμπεδ. ἐν Bgk. Λυρ. σ. 431. 2) στρέφω πρὸς ἄλλο μέρος, μεταφέρω πρὸς ἄλλο μέρος δι’ ἀντιπερισπασμοῦ, Θουκ. 4. 8, κτλ.· τὸν πόλεμον ἐς Μακεδονίαν Ἀρρ. Ἀν. 2.1,1· ἀποτρέπω κίνδυνον, κακόν τι, κτλ.· πῆμ’ ἀπ. νόσου Αἰσχύλ. Ἀγ. 850· δίκην Ἀριστοφ. Νεφ. 776· ἀποστρ. τύχην μὴ οὐ γενέσθαι Ἀντιφῶν 143.15· ἀπ. εἰς τοὐναντίον τοὺς λόγους Πλάτ. Σοφ. 239D. 3) ἀπ. τινά τινος, πείθω τινὰ νὰ μὴ πράξῃ τι, ἀποτρέπω αὐτόν, ἀποστρέψας... τοὺς παῖδας αὐτῶν τῶν πολυτελῶν... ἱππωνιῶν Ξεν. Ἱππαρχ. 112. ΙΙ. ὡς εἰ ἦτο ἀμετάβατον (ἐξυπακουομ. τοῦ ἑαυτόν, ἵππον, κτλ.), ὑποστρέφω, Θουκ. 6. 65· ἀπ. ὀπίσω Ἡρόδ. 4. 43· ἀπ. πάλιν Σοφ. Ο. Κ. 1403. 2) στρέφομαι κατὰ μέρος, Ἡρόδ. 8.87· ἐπὶ ποταμοῦ, ὁ αὐτ. 4. 52· τἀναντία ἀπ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12. Β. Παθ., λυγίζομαι ὀπίσω, κάμπτομαι, αἱ δὲ εἴκοσι [[[νῆες]]] αἱ περιεοῦσαι ἦσαν ἄχρηστοι· ἀπεστράφατο γὰρ τοὺς ἐμβόλους, διότι τὰ ἔμβολα αὐτῶν ἐκάμφθησαν, Ἡρόδ. 1. 166, πρβλ. 4. 188· ἀποστραφῆναι τὼ πόδε, ἔχειν τοὺς πόδας περιεστραμμένους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 279· τρίχες ἀπεστραμμέναι, πυκνὰ στρημμέναι, σγουραί, Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 8. ΙΙ. στρέφω ἐμαυτὸν ἀπό τινος, ἀπ. ἀπ’ ἀλλήλων ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 9. 3, 5, ἰδίως, 1) στρέφω τὸ πρόσωπόν μου ἀπό τινος, ἀποστρέφομαι, Λατ. aversari, μετ’ αἰτ., Φωκυλ. 2· μή μ’ ἀποστραφῇς Σοφ. Ο. Κ. 1272· μή μ’ ἀποστρέφου Εὐρ. Ι. Τ. 801, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 683, Ξεν. Κύρ. 5. 5,36· τὸ θεῖον ῥᾳδίως ἀπεστράφης Εὐρ. Ἱκ. 159· ὡσαύτως, μετὰ γεν., ἄψορρος οἴκων τῶνδ’ ἀποστραφεὶς Σοφ. Ο. Τ. 431: ― ἀπολ., μὴ πρὸς θεῶν,… ἀποστραφῇς αὐτόθι 326· ἀπεστραμμένοι λόγοι, ἐχθρικοὶ λόγοι, Ἡρόδ. 7.160. 2) στρέφομαι ὀπίσω, ὑποστρέφω, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 25· στρέφομαι καὶ φεύγω, αὐτόθι 6. 2, 17· ἀποστραφῆναι, διαφυγεῖν, Πλάτ. Πολ. 405C. 3) ἀποστραφῆναί τινος, ἐγκαταλείπω τινά, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 4.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποστρέψω, ao. ἀπέστρεψα, pf. inus.
I. tr. 1 tourner en sens contraire, retourner : ἅρματα ὡς εἰς φυγήν XÉN détourner des chars comme pour fuir ; αἱ νῆες ἀπεστράφατο (ion.) τοὺς ἐμβόλους HDT les vaisseaux avaient leurs éperons retournés, càd tordus, faussés ; ἀποστρέφειν πάλιν SOPH ramener en arrière ; ἀπ. χεῖρας OD amener les mains en arrière (pour les attacher derrière le dos);
2 faire se retourner : τινα renvoyer qqn chez lui ; Ἀχαιοὺς ἀπ. IL faire fuir les Grecs;
3 faire revenir, rappeler : ἐξ ἰσθμοῦ XÉN de l’isthme;
4 détourner (un danger, une guerre, etc.);
II. intr. 1 se détourner;
2 retourner sur ses pas, se retirer;
Moy. ἀποστρέφομαι (f. ἀποστρέψομαι, ao. Pass. ἀπεστράφην au sens Moy.);
1 se détourner, faire volte-face, s’enfuir;
2 particul. se détourner avec horreur ou dégoût de, acc. ; λόγοι ἀπεστραμμένοι HDT paroles hostiles.
Étymologie: ἀπό, στρέφω.
English (Autenrieth)
fut. ἀποστρέψεις, part. -οντας, aor. iter. ἀποστρέψασκε, subj. ἀποστρέψῃσιν, opt. -ειεν, part. ἀπο- στρέψᾶς: turn or twist back or about, reversing a former direction; (λᾶαν) ἀποστρέψασκε κραταιίς, the stone of Sisyphus, Od. 11.597 ; πόδας καὶ χεῖρας, i. e. so as to tie them behind the back, Od. 22.173; ‘recall,’ ‘order a retreat,’ Il. 10.355.