διαβάλλω: Difference between revisions
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
(strοng) |
(T21) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[διά]] and [[βάλλω]]; ([[figuratively]]) to [[traduce]]: [[accuse]]. | |strgr=from [[διά]] and [[βάλλω]]; ([[figuratively]]) to [[traduce]]: [[accuse]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=1st aorist [[passive]] διεβλήθην:<br /><b class="num">1.</b> [[properly]], to [[throw]] [[over]] or [[across]], to [[send]] [[over]], (τί [[διά]] τίνος).<br /><b class="num">2.</b> [[very]] [[often]], from [[Herodotus]] [[down]], to [[traduce]], [[calumniate]], [[slander]], [[accuse]], [[defame]] (cf. Latin perstringere, German durchziehen, [[διά]] as it were from [[one]] to [[another]]; [[see]] Winer, De [[verb]]. comp. etc. Part v., p. 17)), [[not]] [[only]] of those [[who]] [[bring]] a false [[charge]] [[against]] [[one]] (διεβλητο [[πρός]] αὐτόν [[ἀδίκως]], Josephus, Antiquities 7,11, 3), [[but]] [[also]] of those [[who]] [[disseminate]] the [[truth]] [[concerning]] a Prayer of Manasseh , [[but]] do so [[maliciously]], [[insidiously]], [[with]] [[hostility]] (cf. Lucian's Essay de calumn. non temere credend.) (Sept.; Theod.); so διεβλήθη [[αὐτῷ]] ὡς διασκορπίζων, [[Herodotus]] 5,35, et al.; τινα [[πρός]] τινα, [[Herodotus]] 5,96, et al.; followed by ὡς [[with]] participle, [[Xenophon]], [[Hell]]. 2,3, 23; [[Plato]], epistles 7, p. 334a.). (Synonym: [[see]] [[κατηγορέω]].) | |||
}} | }} |
Revision as of 18:03, 28 August 2017
English (LSJ)
fut. -βᾰλῶ: pf. -βέβληκα:—
A throw or carry over or across, νέας Hdt.5.33,34; in wrestling, Ar.Eq.262 codd. 2 more freq. intr., pass over, cross, ἐκ . . ἐς . . Hdt.9.114; φυγῇ πρὸς Ἄργος E.Supp.931; πρὸς τὴν ἤπειρον Th.2.83: c. acc. spatii, δ. πόρον A. Fr.69 (dub.); γεφύρας E.Rh.117; τὸν Ἰόνιον Th.6.30; τὸ πέλαγος εἰς Μεσσαπίους Demetr.Com.Vet.1. 3 put through, τῆς θύρας δάκτυλον D.L.1.118; τύλος διαβεβλημένος διὰ τοῦ ῥυμοῦ Arr.An.2.3.7 ( = Aristobul.Fr.4); κρίκων δι' ἀλλήλων διαβεβλημένων D.Chr.30.20; διαβληθέντων τῶν ἀγκώνων διὰ μέσων τῶν τόνων Hero Bel.101.12, cf. 108.6. II in Ar.Pax643 ἅττα διαβάλοι τις αὐτῷ, ταῦτ' ἂν ἥδιστ' ἤσθιεν, for παραβάλοι, whatever scraps they threw to him, with a play on signf. v. III set at variance, ἐμὲ καὶ Ἀγάθωνα Pl.Smp.222c, 222d, cf. R.498c; δ. τινὰς ἀλλήλοις Arist.Pol.1313b16; set against, τινὰς πρὸς τὰ πάθη, πρὸς τὴν βρῶσιν, Plu.2.727d, 730f; bring into discredit, μή με διαβάλῃς στρατῷ S.Ph.582; δ. [τινὰ] τῇ πόλει Pl.R.566b:— Pass., to be at variance with, τινί Id.Phd.67e; to be filled with suspicion and resentment against another, Hdt.5.35, 6.64, Th.8.81, 83; οὐδὲν ὑπολείπεται ὅτῳ ἄν μοι δικαίως διαβεβλῇσθε And.2.24; πρός τινα Hdt. 8.22, Arist.Rh.1404b21, Plb.30.19.2; τοὺς -βεβλημένους πρὸς τὴν φιλοσοφίαν Isoc.15.175; to be brought into discredit, ἐς τοὺς ξυμμάχους Th.4.22; διαβεβλημένος discredited, Lys.7.27, 8.7. IV put off with evasions, δ. τινὰ μίαν (sc. ἡμέραν) ἐκ μιᾶς Sammelb.5343.41 (ii A. D.), cf. PFlor.36.23 (iv A. D.). V attack a man's character, calumniate, δ. τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τὸν Ἀρταφρένεα Hdt.5.96; Πελοποννησίους ἐς τοὺς Ἕλληνας Th.3.109; διέβαλλον τοὺς Ἴωνας ὡς δι' ἐκείνους ἀπολοίατο αἱ νέες Hdt.8.90; διαβαλὼν αὐτοὺς ὡς οὐδὲν ἀληθὲς ἐν νῷ ἔχουσι Th.5.45; accuse, complain of, without implied malice or falsehood, PTeb.23.4 (ii B. C.): c. dat. rei, reproach a man with .., τῇ ἀτυχίᾳ Antipho 2.4.4; δ. τινὰ εἴς or πρός τι, Luc.Demon. 50, Macr.14:—Pass., διεβλήθη ὡς Ev.Luc.16.1; ἐπὶ βίῳ μὴ σώφρονι διαβεβλημένος Hdn.2.6.6. 2 c. acc. rei, misrepresent, D.18.225, 28.1, etc.: speak or state slanderously, ὡς οὗτος διέβαλλεν Id.18.20, cf. ib.14; τοῦτό μου διαβάλλει ib.28: generally, give hostile information, without any insinuation of falsehood, Th.3.4. 3 δ. τι εἴς τινα lay the blame for a thing on... Procop.Arc.22.19. 4 disprove a scientific or philosophical doctrine, Gal.5.289:—Pass., Id.5.480, Plu.2.930b. 5 δ. ἔπος declare it spurious, Id.Thes. 34. VI deceive by false accounts, impose upon, mislead, τινά Hdt.3.1, 5.50, 8.110, E.Fr.435:—Med., Hdt.9.116, Ar.Av.1648 (ubi v. Sch.), Th.1214:—Pass., Hp.Nat.Puer.30, Pl.Phdr.255a, Plu.2.563d. VII divert from a course of action, πρὸς τὴν κακίαν τινάς ib.809f:—Pass., ψυχὴ -βέβληται πρὸς μάχην Arr.Epict.2.26.3. VIII Med., contract an obligation (?), Leg.Gort.9.26. IX διαβάλλεσθαι ἀστραγάλοις πρός τινα throw against him, Plu.2.148d, 272f.
Greek (Liddell-Scott)
διαβάλλω: μέλλ. -βᾰλῶ˙ πρκμ. -βέβληκα˙-ῥίπτω ἀπέναντι ἢ εἰς τὸ πέραν, διαβιβάζω ἀπέναντι, νέας Ἡρόδ. 5. 33, 34˙ ἐντεῦθεν. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., ὡς τὸ Λατ. trajicere, ὑπερβαίνω, διαβαίνω, διέρχομαι, ἐκ…, ἐς… Ἡρόδ. 9. 114˙ πρὸς… Εὐρ. Ἱκέτ. 931˙ ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ. τοπικοῦ διαστήματος δ. πόρον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66˙ γεφύρας Εὐρ. Ρήσ. 117˙ τὸν Ἰόνιον Θουκ. 6. 30˙ τὸ πέλαγος εἰς τόπον Δημήτρ. Σικελ. 1. 3) περῶ διὰ μέσου, τῆς θύρας δάκτυλον Διογ. Λ. 1. 118˙ τύλος διαβεβλημένος διὰ τοῦ ῥυμοῦ Ἀρρ. Ἀν. 2. 2. ΙΙ. ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ 643, ἅττα διαβάλοι τις αὐτῇ, ταῦτ’ ἂν ἥδιστ’ ἤσθιεν, εἶναι ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ παραβάλοι, οἱαδήποτε κομμάτια ἤθελε ῥίψει εἰς αὐτὴν …, μετὰ παιδιᾶς λεγόμενον ἐπὶ τῆς σημασ. IV. ΙΙΙ. ἐγείρω διαφορὰν μεταξύ τινων, κάμνω τινὰς νὰ ἐρίσωσιν˙ ἐμὲ καὶ Ἀγάθωνα Πλάτ. Συμπ. 222C, D, πρβλ. Πολ. 498C˙ οὕτω, δ. [τινὰς] ἀλλήλοις Ἀριστ. Πολ. 5.1, 8.- Παθ. διαφέρομαι πρός τινα, διαφωνῶ, τινὶ Πλάτ. Φαίδωνι 67Ε.
French (Bailly abrégé)
f. διαβαλῶ, etc.
I. (διά à travers) jeter à travers : νέας HDT litt. faire passer des navires à travers une mer, faire franchir une mer à des navires ; intr. se jeter à travers, traverser, franchir : τὸν Ἰόνιον THC la mer Ionienne ; δ. ἐς τὴν Νάξον HDT, πρὸς τὴν ἤπειρον THC passer la mer pour aller à Naxos, pour gagner le continent (voisin);
II. (διά de côté et d’autre) jeter de côté et d’autre, d’où
1 séparer, désunir : διαβεβλῆσθαί τινι PLAT être brouillé avec qch, càd faire fi de qch;
2 déconseiller, dissuader, détourner de : τινα πρός τι PLUT détourner qqn de qch (litt. à l’égard de qch);
3 p. ext. attaquer, accuser, calomnier : τινα πρός τινα, τινα ἔς τινα, τινά τινι accuser une personne auprès d’une autre ; abs. dire du mal de, décrier;
4 tromper, acc.;
Moy. διαβάλλομαι (f. διαβαλοῦμαι);
1 διαβάλλεσθαι πρός τινα ἀστραγάλοις PLUT ou τοῖς κύβοις PLUT jouer avec qqn aux osselets ou aux dés;
2 tromper, acc..
Étymologie: διά, βάλλω.
Spanish (DGE)
A ref. al mov. fís.
I tr.
1 pasar, cruzar c. ac. de espacio δέπας ἐν τῷ διαβάλλει ... πόρον de la copa del sol, A.Fr.69.3, γεφύρας E.Rh.117, τὸν Ἰόνιον Th.6.30, διεβάλομεν τὸ πέλαγος εἰς Μεσσαπίους cruzamos el mar para llegar al país de los mesapios Demetr.Com.Vet.1.2.
2 hacer cruzar, pasar ἐκ τῆς Χίου τὰς νέας ἐς τὴν Νάξον Hdt.5.34.
3 echar, tirar ἅττα διαβάλοι τις αὐτῇ, ταῦτ' ἂν ἥδιστ' ἤσθιεν lo que uno le echase se lo comería (la ciudad) muy gustosamente Ar.Pax 643, cf. Eq.496
•fig., de pers. ἄπωθεν ἡμᾶς πρὸς ἐκεῖνα τὰ πάθη Plu.2.727d.
4 pasar, introducir, meter διαβαλόντα τῆς θύρας τὸν δάκτυλον metiendo el dedo por la ranura de la puerta D.L.1.118, en v. pas. τύλος διαβεβλημένος διὰ τοῦ ῥυμοῦ clavija introducida en el timón del carro Aristobul.7a, cf. prob. ID 1441A.2.57 (II a.C.), δι' ἀλλήλων διαβεβλημένων (eslabones) engarzados entre sí D.Chr.30.20, cf. Hero Bel.101.10, δ. τὴν κρόκην tejer Poll.7.35.
II intr.
1 cruzar al otro lado, cruzar c. prep. y ac. de direcc. πρὸς Ἄργος E.Supp.931, ἐς τὴν Νάξον Hdt.5.33, πρὸς τὴν ... ἤπειρον Th.2.83, πέρην Hdt.6.44.
2 en v. med. tirar en el juego o en comparaciones con él, jugar (ἀστραγάλοις) διαβάλλεται πρὸς τοὺς ἐντυχόντας Plu.2.148d, τοῖς κύβοις πρὸς αὐτόν Plu.2.272f.
B fig.
I tr., c. compl. de pers. o abstr.
1 denigrar, desacreditar, acusar falazmente, calumniar c. ac. de pers. τὸν Κλεομένεα Hdt.6.51, cf. 61, Ἕλληνας Hdt.7.10η, cf. 6.94, Ar.Eq.288, Ach.380, Th.390, 411, Pl.204, V.950, Pl.Ep.317c, με E.Hipp.932, Pl.Ep.319c, τοὺς ... ἔνδον ... ψευδῆ διαβάλλει Ar.Eq.64, cf. Aeschin.2.44, LXX Da.6.24θ, en v. pas. μάτην διεβλήθης Babr.75.21, cf. Aesop.157
•indic. ante quién, c. πρός y ac. διαβαλόντα μιν πρὸς Ὑδάρνεα habiéndole denigrado ante Hidarnes Hdt.6.133, τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τὸν Ἀρταφρένεα Hdt.5.96, c. dat. de pers. με ... στρατῷ a mí ante el ejército S.Ph.582, cf. Pl.R.566b, τοὺς Ἰουδαίους τῷ βασιλεῖ LXX Da.3.8θ, en v. pas. Ἀχαιοῖς ... διαβληθήσομαι E.Hec.863, cf. Heracl.422, IA 1372, Ep.5.85, Ar.Ach.630, ἐς τοὺς ξυμμάχους Th.4.22, cf. Lys.7.27, 8.7
•acusar de c. dat. de cosa ἀτυχία ᾗ με διαβάλλουσιν el infortunio por el que me acusan Antipho 2.4.4, c. ὡς y part. pred. ἄλλος πρὸς ἄλλον ... ὡς λυμαινόμενον τὴν πολιτείαν X.HG 2.3.23
•c. complet. acusar de que διέβαλλον τοὺς Ἴωνας ὡς δι' ἐκείνους ἀπολοίατο αἱ νέες Hdt.8.90, διαβαλὼν αὐτοὺς ὡς οὐδὲν ἀληθὲς ἐν νῷ ἔχουσιν acusándoles de no tener propósitos sinceros Th.5.45, Λακεδαιμονίους ... διαβαλεῖν ἐς τοὺς ... Ἕλληνας ὡς καταπροδόντες τὸ ἑαυτῶν προυργιαίτερον ἐποιήσαντο Th.3.109, cf. Pl.Ep.334a, I.AI 12.176, με ... διαβαλεῖ ... ὅτι ... Ar.Ach.502, cf. Lys.12.58, διαβάλλοντες ἵν' ἔχωσι δημεύειν τὰ κτήματα Arist.Pol.1305a6, en v. pas. Θασίους διαβληθέντας ὑπὸ τῶν ἀστυγειτόνων ὡς ἀπόστασιν μηχανῴατο Hdt.6.46, cf. 9.17, Eu.Luc.16.1, ἐπὶ βίῳ μὴ σώφρονι διαβεβλημένων de los acusados de vida desordenada Hdn.2.6.6, c. εἰς y ac.: εἰς κιναιδίαν Luc.Demon.50, c. ac. de rel. τι πρὸς τὴν ὠμότητα ... διαβληθείς Luc.Macr.14
•abs. lanzar calumnias o infundios, introducir falacias, mover a sospecha εὖ δὲ διαβαλών Th.3.42, cf. Aeschin.3.226, Men.Dysc.463, διαβάλλειν τε καὶ ἀπολύσασθαι διαβολάς introducir falacias y a continuación refutarlas como técnica sofística y retórica, Pl.Phdr.267d, cf. Arist.Rh.1415b18, 37, D.18.14, 20, part. subst. ὁ διαβάλλων calumniador Hdt.7.10η, Th.3.4, Pl.Ap.19b
•sin intención falaz elevar una queja ante Δημητρίῳ PTeb.23.4 (II a.C.).
2 referir maliciosamente c. ac. de cosas y abstr. ἃ ... ὑποικουρεῖτε ... διαβαλῶ contaré lo que hacéis a escondidas Ar.Th.1169, τοὺς νόμους Is.11.4, διαβαλεῖν τὸ πρᾶγμα D.28.2 (pero v. B III 2), διαβάλλοι ... ἄν τις τὰ πολλὰ τῶν ἰδίων alguno podría interpretar falazmente la mayor parte de las propiedades en un argumento filosófico, Arist.Top.133b21, τὸ πράγμα ἐς βασιλέα διέβαλλον implicaron maliciosamente en el asunto al emperador Procop.Arc.22.19
•en v. pas. ser interpretado torcidamente ἢ ἔπειτε ... διαβληθῇ (γράμματα) πρὸς Ξέρξην Hdt.8.22, τὰ περὶ τὴν καπηλείαν καὶ ἐμπορίαν ... διαβέβληται las clases que se dedican a la venta al por menor y al comercio son mal vistas Pl.Lg.918d
•de opiniones y teorías discutir, poner en tela de juicio, censurar ἔπος un verso desde el punto de vista filológico, Plu.Thes.34, cf. S.E.M.7.90, c. dos ac. οὓς ... διαβάλλων τὴν φλυαρίαν Str.1.3.1
•rechazar, derribar, refutar teorías u opiniones, Gal.5.289, en v. pas. τοῦ Χρυσίππου διαβληθήσεται δόξα Gal.5.480, cf. Plu.2.930b.
3 estropear, echar a perder c. ac. y dat. instrum. ὀνοματίοις τισὶ τὰ ὅλα διέβαλε Longin.43.2.
II frec. c. dos compl. de pers. malquistar c. dos ac. de pers. ἐμὲ καὶ Ἀγάθωνα Pl.Smp.222d, cf. R.498c, c. ac. de pers. y giro prep. πρὸς τὴν κακίαν διαβαλοῦμεν αὐτούς los malquistaremos con la maldad Plu.2.809f, sólo c. dat. de pers. ἀλλήλοις Arist.Pol.1313b16
•en v. med.-pas. esp. en perf. estar indispuesto con, avenirse mal c. dat. de pers., asimilados y abstr. θυγατρὶ ... διαβεβλημένος Hdt.1.118, cf. 5.35, 6.64, τῷ Τισαφέρνει Th.8.81, 83, μοι And.2.24, τῷ σώματι Pl.Phd.67e
•c. πρός y ac. estar mal dispuesto hacia, mirar con malos ojos πρὸς αὐτήν (τὴν φιλοσοφίαν) Isoc.15.175, πρὸς ἐπιβουλεύοντα Arist.Rh.1404b20, cf. Plb.30.19.2, πρὸς τὴν ἀποικίαν διεβέβλητο Plu.Cor.13, ψυχὴ διαβέβληται πρὸς μάχην Arr.Epict.2.26.3, περὶ τὰς φιλίας Vett.Val.39.12
•tb. c. ac. de anim. hacer irreconciliable τὸν ἰχθῦν διέβαλεν πρὸς τὴν βρῶσιν Plu.2.730f.
III indic. ‘engaño’
1 seducir, embaucar, engañar ἐκεῖνον εὖ Hdt.5.50, cf. 5.97, E.Fr.435, Cratin.436, POxy.1665.25 (III d.C.), 900.13 (IV d.C.)
•en v. med. mismo sent. Ξέρξην διεβάλετο Hdt.9.116, cf. Ar.Au.1648, Th.1214, Crates Com.54, τὸν γέροντα διαβαλοῦμαι Archipp.38, en v. pas. διαβεβλημένος ὑπὸ Ἀμάσιος Hdt.3.1, κεῖναι διεβλήθησαν τρόπῳ τοιῷδε Hp.Nat.Puer.30, cf. Pl.Phdr.255a, Plu.2.563c
•διαβαλόμενος dud., quizá complicado en fraude, ICr.4.72.9.26 (Gortina V a.C.) (aunque se ha interpr. como el que está comprometido (a pagar) por escrito op. διαϝειπάμενος ‘el que está comprometido (a pagar) de palabra’).
2 dar largas con pretextos de deudores διαβάλλων με μίαν (ἡμέραν) ἐκ μιᾶς dándome largas cada día, PFam.Teb.43.41 (II d.C.), cf. PFlor.36.23 (IV d.C.)
•en v. med. διαβαλλόμενος aduciendo pretextos, BGU 1105.14 (I d.C.).
English (Strong)
from διά and βάλλω; (figuratively) to traduce: accuse.
English (Thayer)
1st aorist passive διεβλήθην:
1. properly, to throw over or across, to send over, (τί διά τίνος).
2. very often, from Herodotus down, to traduce, calumniate, slander, accuse, defame (cf. Latin perstringere, German durchziehen, διά as it were from one to another; see Winer, De verb. comp. etc. Part v., p. 17)), not only of those who bring a false charge against one (διεβλητο πρός αὐτόν ἀδίκως, Josephus, Antiquities 7,11, 3), but also of those who disseminate the truth concerning a Prayer of Manasseh , but do so maliciously, insidiously, with hostility (cf. Lucian's Essay de calumn. non temere credend.) (Sept.; Theod.); so διεβλήθη αὐτῷ ὡς διασκορπίζων, Herodotus 5,35, et al.; τινα πρός τινα, Herodotus 5,96, et al.; followed by ὡς with participle, Xenophon, Hell. 2,3, 23; Plato, epistles 7, p. 334a.). (Synonym: see κατηγορέω.)