ἀπόμαχος: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
(5)
mNo edit summary
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apomachos
|Transliteration C=apomachos
|Beta Code=a)po/maxos
|Beta Code=a)po/maxos
|Definition=ον, (μάχη) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unfit for service, disabled</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>3.4.32</span>, <span class="bibl">4.1.13</span>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Tact.</span>12.4</span>, <span class="bibl">Agath.3.22</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">absent from the fight</b>, of Achilles, <span class="title">AP</span>9.467 tit., cf. <span class="bibl">Agath.2.7</span>.</span>
|Definition=ἀπόμαχον, ([[μάχη]])<br><span class="bld">A</span> [[unfit for service]], [[disabled]], X.''An.''3.4.32, 4.1.13, Arr.''Tact.''12.4, Agath.3.22.<br><span class="bld">II</span> [[absent from the fight]], of [[Achilles]], ''AP''9.467 tit., cf. Agath.2.7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inútil]], [[que esta fuera de combate]] πολλοὶ γὰρ ἦσαν οἱ ἀπόμαχοι X.<i>An</i>.3.4.32, cf. 4.1.13, Arr.<i>Tact</i>.12.4, οἱ μὲν ἔτι ἀμυνόμενοι ἀντεῖχον, ἔνιοι δὲ καὶ ἀπόμαχοι ἐγίγνοντο Agath.3.22.2.<br /><b class="num">2</b> [[que permanece apartado de la lucha]] μετὰ τῶν ἀπομάχων Polyaen.4.6.17, ἀπόμαχοι ἔσεσθαι διενοοῦντο Agath.2.7.4, ἀπόμαχός ἐστιν [[Ἀχιλλεύς]] <i>AP</i> 9.467 (tít), τῷ δ' [[Ἀχιλλεύς]] τε καὶ ἡ Μυρμιδόνων [[φάλαγξ]] [[ἀπόμαχος]] ἦν Synes.<i>Insomn</i>.13 (p.174), cf. Them.<i>Or</i>.18.221a, Socr.Sch.<i>HE</i> 2.11.5<br /><b class="num"></b>milit. [[retirado]] de soldados, op. ‘[[veterano]]’, Lyd.<i>Mag</i>.1.47.<br /><b class="num">3</b> [[invencible]] ἐν τοῖς ἀληθινοῖς ἀγῶσιν [[ἀπόμαχος]] μένει de la ley de Moisés, Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.2 (p.81).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0314.png Seite 314]] ([[μάχη]]), nicht am Kampf theilnehmend, zum Kampf untauglich, von Verwundeten u. anders Beschäftigten, Xen. An. 3, 4, 32. 4, 1, 13; Arr. An. 3, 9, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0314.png Seite 314]] ([[μάχη]]), nicht am Kampf theilnehmend, zum Kampf untauglich, von Verwundeten u. anders Beschäftigten, Xen. An. 3, 4, 32. 4, 1, 13; Arr. An. 3, 9, 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui est loin du combat]] ; libéré du service actif;<br /><b>2</b> [[impropre au combat]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μάχη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόμᾰχος:'''<br /><b class="num">1</b> [[небоеспособный]] Xen.;<br /><b class="num">2</b> [[не принимающий участия в боях]] ([[Ἀχιλλεύς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόμᾰχος''': -ον, ([[μάχη]]) ὁ μὴ μαχόμενος, ὁ μὴ δυνάμενος πλέον νὰ μάχηται, [[ἀνίκανος]] πρὸς πόλεμον, [[ἄχρηστος]], Λατ. causarius, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 32., 4. 1, 13.
|lstext='''ἀπόμᾰχος''': -ον, ([[μάχη]]) ὁ μὴ μαχόμενος, ὁ μὴ δυνάμενος πλέον νὰ μάχηται, [[ἀνίκανος]] πρὸς πόλεμον, [[ἄχρηστος]], Λατ. causarius, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 32., 4. 1, 13.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est loin du combat ; libéré du service actif;<br /><b>2</b> impropre au combat.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μάχη]].
|mltxt=ο (Α [[ἀπόμαχος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απόστρατος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αποσυρθεί από την [[εργασία]] ή την [[υπηρεσία]] του<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί [[πλέον]] να μάχεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόμᾰχος:''' -ον ([[μάχη]]), αυτός που [[πλέον]] δεν μάχεται, που δεν είναι [[πλέον]] σε [[θέση]] να μάχεται, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μάχη]]<br />[[past]] [[fighting]], [[past]] [[service]], Xen.
}}
}}
{{DGE
{{mantoulidis
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inútil]], [[que esta fuera de combate]] πολλοὶ γὰρ ἦσαν οἱ ἀπόμαχοι X.<i>An</i>.3.4.32, cf. 4.1.13, Arr.<i>Tact</i>.12.4, οἱ μὲν ἔτι ἀμυνόμενοι ἀντεῖχον, ἔνιοι δὲ καὶ ἀπόμαχοι ἐγίγνοντο Agath.3.22.2.<br /><b class="num">2</b> [[que permanece apartado de la lucha]] μετὰ τῶν ἀπομάχων Polyaen.4.6.17, ἀπόμαχοι ἔσεσθαι διενοοῦντο Agath.2.7.4, ἀπόμαχός ἐστιν [[Ἀχιλλεύς]] <i>AP</i> 9.467 (tít), τῷ δ' [[Ἀχιλλεύς]] τε καὶ ἡ Μυρμιδόνων φάλαγξ [[ἀπόμαχος]] ἦν Synes.<i>Insomn</i>.13 (p.174), cf. Them.<i>Or</i>.18.221a, Socr.Sch.<i>HE</i> 2.11.5<br /><b class="num">•</b>milit. [[retirado]] de soldados, op. ‘veterano’, Lyd.<i>Mag</i>.1.47.<br /><b class="num">3</b> [[invencible]] ἐν τοῖς ἀληθινοῖς ἀγῶσιν [[ἀπόμαχος]] μένει de la ley de Moisés, Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.2 (p.81).
|mantxt=(=[[ἀνίκανος]] γιά πόλεμο). Σύνθετο ἀπό τήν πρόθ. ἀπό + [[μάχη]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[μάχομαι]].
}}
}}
{{grml
{{trml
|mltxt=ο (Α [[ἀπόμαχος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απόστρατος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αποσυρθεί από την [[εργασία]] ή την [[υπηρεσία]] του<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί [[πλέον]] να μάχεται.
|trtx====[[invincible]]===
Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: [[onoverwinnelijk]], [[onoverwinnelijke]]; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: [[invincible]]; German: [[unbesiegbar]]; Greek: [[αήττητος]], [[ακαταμάχητος]], [[ακατανίκητος]], [[ανίκητος]], [[ανυπέρβλητος]], [[απόρθητος]]; Ancient Greek: [[ἀάατος]], [[ἀγναμπτοπόλεμος]], [[ἀδάμας]], [[ἀδάματος]], [[ἀδαμής]], [[ἀδήριτος]], [[ἀήσσητος]], [[ἀήττητος]], [[ἀκαταγώνιστος]], [[ἀκαταμάχητος]], [[ἀκατανίκητος]], [[ἀκαταπολέμητος]], [[ἀκαταπόνητος]], [[ἀκράτητος]], [[ἄληπτος]], [[ἀμάχητος]], [[ἄμαχος]], [[ἀμεσολάβητος]], [[ἀνίκατος]], [[ἀνίκητος]], [[ἀπάλαιστος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀπεριγένητος]], [[ἀπολέμητος]], [[ἀπόλεμος]], [[ἀπόμαχος]], [[ἄπορος]], [[ἀπρόσβλητος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[ἀπτόλεμος]], [[ἀτρίακτος]], [[αὐτόλιθος]], [[ἀχείρωτος]], [[δυσανταγώνιστος]], [[δυσέλεγκτος]], [[δύσμαχος]], [[δυσνίκητος]], [[δυσπάλαιστος]], [[δυσπολέμητος]], [[κραταιός]], [[ὑπέρβιος]]; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: [[invincibile]], [[imbattibile]]; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: [[invictus]]; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: [[invencível]]; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: [[непобедимый]]; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: [[invencible]]; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний
}}
}}

Latest revision as of 23:31, 7 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόμᾰχος Medium diacritics: ἀπόμαχος Low diacritics: απόμαχος Capitals: ΑΠΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: apómachos Transliteration B: apomachos Transliteration C: apomachos Beta Code: a)po/maxos

English (LSJ)

ἀπόμαχον, (μάχη)
A unfit for service, disabled, X.An.3.4.32, 4.1.13, Arr.Tact.12.4, Agath.3.22.
II absent from the fight, of Achilles, AP9.467 tit., cf. Agath.2.7.

Spanish (DGE)

-ον
1 inútil, que esta fuera de combate πολλοὶ γὰρ ἦσαν οἱ ἀπόμαχοι X.An.3.4.32, cf. 4.1.13, Arr.Tact.12.4, οἱ μὲν ἔτι ἀμυνόμενοι ἀντεῖχον, ἔνιοι δὲ καὶ ἀπόμαχοι ἐγίγνοντο Agath.3.22.2.
2 que permanece apartado de la lucha μετὰ τῶν ἀπομάχων Polyaen.4.6.17, ἀπόμαχοι ἔσεσθαι διενοοῦντο Agath.2.7.4, ἀπόμαχός ἐστιν Ἀχιλλεύς AP 9.467 (tít), τῷ δ' Ἀχιλλεύς τε καὶ ἡ Μυρμιδόνων φάλαγξ ἀπόμαχος ἦν Synes.Insomn.13 (p.174), cf. Them.Or.18.221a, Socr.Sch.HE 2.11.5
milit. retirado de soldados, op. ‘veterano’, Lyd.Mag.1.47.
3 invencible ἐν τοῖς ἀληθινοῖς ἀγῶσιν ἀπόμαχος μένει de la ley de Moisés, Gr.Nyss.V.Mos.2 (p.81).

German (Pape)

[Seite 314] (μάχη), nicht am Kampf theilnehmend, zum Kampf untauglich, von Verwundeten u. anders Beschäftigten, Xen. An. 3, 4, 32. 4, 1, 13; Arr. An. 3, 9, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est loin du combat ; libéré du service actif;
2 impropre au combat.
Étymologie: ἀπό, μάχη.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόμᾰχος:
1 небоеспособный Xen.;
2 не принимающий участия в боях (Ἀχιλλεύς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμᾰχος: -ον, (μάχη) ὁ μὴ μαχόμενος, ὁ μὴ δυνάμενος πλέον νὰ μάχηται, ἀνίκανος πρὸς πόλεμον, ἄχρηστος, Λατ. causarius, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 32., 4. 1, 13.

Greek Monolingual

ο (Α ἀπόμαχος, -ον)
νεοελλ.
1. απόστρατος
2. αυτός που έχει αποσυρθεί από την εργασία ή την υπηρεσία του
αρχ.
εκείνος που δεν μπορεί πλέον να μάχεται.

Greek Monotonic

ἀπόμᾰχος: -ον (μάχη), αυτός που πλέον δεν μάχεται, που δεν είναι πλέον σε θέση να μάχεται, σε Ξεν.

Middle Liddell

μάχη
past fighting, past service, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=ὁ ἀνίκανος γιά πόλεμο). Σύνθετο ἀπό τήν πρόθ. ἀπό + μάχη. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα μάχομαι.

Translations

invincible

Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний