ἀπόμαχος: Difference between revisions

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
(1)
mNo edit summary
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apomachos
|Transliteration C=apomachos
|Beta Code=a)po/maxos
|Beta Code=a)po/maxos
|Definition=ον, (μάχη) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unfit for service, disabled</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>3.4.32</span>, <span class="bibl">4.1.13</span>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Tact.</span>12.4</span>, <span class="bibl">Agath.3.22</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">absent from the fight</b>, of Achilles, <span class="title">AP</span>9.467 tit., cf. <span class="bibl">Agath.2.7</span>.</span>
|Definition=ἀπόμαχον, ([[μάχη]])<br><span class="bld">A</span> [[unfit for service]], [[disabled]], X.''An.''3.4.32, 4.1.13, Arr.''Tact.''12.4, Agath.3.22.<br><span class="bld">II</span> [[absent from the fight]], of [[Achilles]], ''AP''9.467 tit., cf. Agath.2.7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inútil]], [[que esta fuera de combate]] πολλοὶ γὰρ ἦσαν οἱ ἀπόμαχοι X.<i>An</i>.3.4.32, cf. 4.1.13, Arr.<i>Tact</i>.12.4, οἱ μὲν ἔτι ἀμυνόμενοι ἀντεῖχον, ἔνιοι δὲ καὶ ἀπόμαχοι ἐγίγνοντο Agath.3.22.2.<br /><b class="num">2</b> [[que permanece apartado de la lucha]] μετὰ τῶν ἀπομάχων Polyaen.4.6.17, ἀπόμαχοι ἔσεσθαι διενοοῦντο Agath.2.7.4, ἀπόμαχός ἐστιν [[Ἀχιλλεύς]] <i>AP</i> 9.467 (tít), τῷ δ' [[Ἀχιλλεύς]] τε καὶ ἡ Μυρμιδόνων [[φάλαγξ]] [[ἀπόμαχος]] ἦν Synes.<i>Insomn</i>.13 (p.174), cf. Them.<i>Or</i>.18.221a, Socr.Sch.<i>HE</i> 2.11.5<br /><b class="num"></b>milit. [[retirado]] de soldados, op. ‘[[veterano]]’, Lyd.<i>Mag</i>.1.47.<br /><b class="num">3</b> [[invencible]] ἐν τοῖς ἀληθινοῖς ἀγῶσιν [[ἀπόμαχος]] μένει de la ley de Moisés, Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.2 (p.81).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0314.png Seite 314]] ([[μάχη]]), nicht am Kampf theilnehmend, zum Kampf untauglich, von Verwundeten u. anders Beschäftigten, Xen. An. 3, 4, 32. 4, 1, 13; Arr. An. 3, 9, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0314.png Seite 314]] ([[μάχη]]), nicht am Kampf theilnehmend, zum Kampf untauglich, von Verwundeten u. anders Beschäftigten, Xen. An. 3, 4, 32. 4, 1, 13; Arr. An. 3, 9, 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui est loin du combat]] ; libéré du service actif;<br /><b>2</b> [[impropre au combat]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μάχη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόμᾰχος:'''<br /><b class="num">1</b> [[небоеспособный]] Xen.;<br /><b class="num">2</b> [[не принимающий участия в боях]] ([[Ἀχιλλεύς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόμᾰχος''': -ον, ([[μάχη]]) ὁ μὴ μαχόμενος, ὁ μὴ δυνάμενος πλέον νὰ μάχηται, [[ἀνίκανος]] πρὸς πόλεμον, [[ἄχρηστος]], Λατ. causarius, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 32., 4. 1, 13.
|lstext='''ἀπόμᾰχος''': -ον, ([[μάχη]]) ὁ μὴ μαχόμενος, ὁ μὴ δυνάμενος πλέον νὰ μάχηται, [[ἀνίκανος]] πρὸς πόλεμον, [[ἄχρηστος]], Λατ. causarius, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 32., 4. 1, 13.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est loin du combat ; libéré du service actif;<br /><b>2</b> impropre au combat.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μάχη]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inútil]], [[que esta fuera de combate]] πολλοὶ γὰρ ἦσαν οἱ ἀπόμαχοι X.<i>An</i>.3.4.32, cf. 4.1.13, Arr.<i>Tact</i>.12.4, οἱ μὲν ἔτι ἀμυνόμενοι ἀντεῖχον, ἔνιοι δὲ καὶ ἀπόμαχοι ἐγίγνοντο Agath.3.22.2.<br /><b class="num">2</b> [[que permanece apartado de la lucha]] μετὰ τῶν ἀπομάχων Polyaen.4.6.17, ἀπόμαχοι ἔσεσθαι διενοοῦντο Agath.2.7.4, ἀπόμαχός ἐστιν [[Ἀχιλλεύς]] <i>AP</i> 9.467 (tít), τῷ δ' [[Ἀχιλλεύς]] τε καὶ ἡ Μυρμιδόνων φάλαγξ [[ἀπόμαχος]] ἦν Synes.<i>Insomn</i>.13 (p.174), cf. Them.<i>Or</i>.18.221a, Socr.Sch.<i>HE</i> 2.11.5<br /><b class="num">•</b>milit. [[retirado]] de soldados, op. ‘veterano’, Lyd.<i>Mag</i>.1.47.<br /><b class="num">3</b> [[invencible]] ἐν τοῖς ἀληθινοῖς ἀγῶσιν [[ἀπόμαχος]] μένει de la ley de Moisés, Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.2 (p.81).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''ἀπόμᾰχος:''' -ον ([[μάχη]]), αυτός που [[πλέον]] δεν μάχεται, που δεν είναι [[πλέον]] σε [[θέση]] να μάχεται, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀπόμᾰχος:''' -ον ([[μάχη]]), αυτός που [[πλέον]] δεν μάχεται, που δεν είναι [[πλέον]] σε [[θέση]] να μάχεται, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἀπόμᾰχος:''' <b class="num">1)</b> небоеспособный Xen.;<br /><b class="num">2)</b> не принимающий участия в боях ([[Ἀχιλλεύς]] Anth.).
|mdlsjtxt=[[μάχη]]<br />[[past]] [[fighting]], [[past]] [[service]], Xen.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=ὁ [[ἀνίκανος]] γιά πόλεμο). Σύνθετο ἀπό τήν πρόθ. ἀπό + [[μάχη]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[μάχομαι]].
}}
{{trml
|trtx====[[invincible]]===
Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: [[onoverwinnelijk]], [[onoverwinnelijke]]; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: [[invincible]]; German: [[unbesiegbar]]; Greek: [[αήττητος]], [[ακαταμάχητος]], [[ακατανίκητος]], [[ανίκητος]], [[ανυπέρβλητος]], [[απόρθητος]]; Ancient Greek: [[ἀάατος]], [[ἀγναμπτοπόλεμος]], [[ἀδάμας]], [[ἀδάματος]], [[ἀδαμής]], [[ἀδήριτος]], [[ἀήσσητος]], [[ἀήττητος]], [[ἀκαταγώνιστος]], [[ἀκαταμάχητος]], [[ἀκατανίκητος]], [[ἀκαταπολέμητος]], [[ἀκαταπόνητος]], [[ἀκράτητος]], [[ἄληπτος]], [[ἀμάχητος]], [[ἄμαχος]], [[ἀμεσολάβητος]], [[ἀνίκατος]], [[ἀνίκητος]], [[ἀπάλαιστος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀπεριγένητος]], [[ἀπολέμητος]], [[ἀπόλεμος]], [[ἀπόμαχος]], [[ἄπορος]], [[ἀπρόσβλητος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[ἀπτόλεμος]], [[ἀτρίακτος]], [[αὐτόλιθος]], [[ἀχείρωτος]], [[δυσανταγώνιστος]], [[δυσέλεγκτος]], [[δύσμαχος]], [[δυσνίκητος]], [[δυσπάλαιστος]], [[δυσπολέμητος]], [[κραταιός]], [[ὑπέρβιος]]; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: [[invincibile]], [[imbattibile]]; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: [[invictus]]; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: [[invencível]]; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: [[непобедимый]]; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: [[invencible]]; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний
}}
}}

Latest revision as of 23:31, 7 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόμᾰχος Medium diacritics: ἀπόμαχος Low diacritics: απόμαχος Capitals: ΑΠΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: apómachos Transliteration B: apomachos Transliteration C: apomachos Beta Code: a)po/maxos

English (LSJ)

ἀπόμαχον, (μάχη)
A unfit for service, disabled, X.An.3.4.32, 4.1.13, Arr.Tact.12.4, Agath.3.22.
II absent from the fight, of Achilles, AP9.467 tit., cf. Agath.2.7.

Spanish (DGE)

-ον
1 inútil, que esta fuera de combate πολλοὶ γὰρ ἦσαν οἱ ἀπόμαχοι X.An.3.4.32, cf. 4.1.13, Arr.Tact.12.4, οἱ μὲν ἔτι ἀμυνόμενοι ἀντεῖχον, ἔνιοι δὲ καὶ ἀπόμαχοι ἐγίγνοντο Agath.3.22.2.
2 que permanece apartado de la lucha μετὰ τῶν ἀπομάχων Polyaen.4.6.17, ἀπόμαχοι ἔσεσθαι διενοοῦντο Agath.2.7.4, ἀπόμαχός ἐστιν Ἀχιλλεύς AP 9.467 (tít), τῷ δ' Ἀχιλλεύς τε καὶ ἡ Μυρμιδόνων φάλαγξ ἀπόμαχος ἦν Synes.Insomn.13 (p.174), cf. Them.Or.18.221a, Socr.Sch.HE 2.11.5
milit. retirado de soldados, op. ‘veterano’, Lyd.Mag.1.47.
3 invencible ἐν τοῖς ἀληθινοῖς ἀγῶσιν ἀπόμαχος μένει de la ley de Moisés, Gr.Nyss.V.Mos.2 (p.81).

German (Pape)

[Seite 314] (μάχη), nicht am Kampf theilnehmend, zum Kampf untauglich, von Verwundeten u. anders Beschäftigten, Xen. An. 3, 4, 32. 4, 1, 13; Arr. An. 3, 9, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est loin du combat ; libéré du service actif;
2 impropre au combat.
Étymologie: ἀπό, μάχη.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόμᾰχος:
1 небоеспособный Xen.;
2 не принимающий участия в боях (Ἀχιλλεύς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμᾰχος: -ον, (μάχη) ὁ μὴ μαχόμενος, ὁ μὴ δυνάμενος πλέον νὰ μάχηται, ἀνίκανος πρὸς πόλεμον, ἄχρηστος, Λατ. causarius, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 32., 4. 1, 13.

Greek Monolingual

ο (Α ἀπόμαχος, -ον)
νεοελλ.
1. απόστρατος
2. αυτός που έχει αποσυρθεί από την εργασία ή την υπηρεσία του
αρχ.
εκείνος που δεν μπορεί πλέον να μάχεται.

Greek Monotonic

ἀπόμᾰχος: -ον (μάχη), αυτός που πλέον δεν μάχεται, που δεν είναι πλέον σε θέση να μάχεται, σε Ξεν.

Middle Liddell

μάχη
past fighting, past service, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=ὁ ἀνίκανος γιά πόλεμο). Σύνθετο ἀπό τήν πρόθ. ἀπό + μάχη. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα μάχομαι.

Translations

invincible

Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний