κῦρος: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(28 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyros | |Transliteration C=kyros | ||
|Beta Code=ku=ros | |Beta Code=ku=ros | ||
|Definition=εος, τό, < | |Definition=εος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[supreme power]], [[authority]], κ. ἔχειν ἀμφί τινος A.''Supp.'' 391; τῶν πρηγμάτων τὸ κ. ἔχειν [[Herodotus|Hdt.]]6.109; ἅπαν τὸ κ. ἔχειν Th.5.38, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 450e, al.; κ. ἔχειν περί τινος Id.''Cra.''435c; <b class="b3">τὸ κ. τῆς ἐνεργείας</b> [[principle]] or [[origin]] of a function, Gal.10.459.<br><span class="bld">2</span> concrete, [[one invested with authority]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''70cc.<br><span class="bld">II</span> [[confirmation]], [[validity]], <b class="b3">ἔχειν κ.</b>, = [[κεκυρῶσθαι]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1779 (anap.), cf. ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''2110.12 (iv A.D.), etc.; ἡ νῦν… ὑπάρξει κ. ἡμέρα καλῶν S.''El.''919; <b class="b3">κ. λαβεῖν</b>, of a law, to [[be ratified]], D.C.38.17, al.:—[[κῦρος]] and all derivs. are post-Hom. (Cf. Skt. śūas 'valiant', OIr. [[caur]] 'hero', Welsh [[cawr]] 'giant'.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1537.png Seite 1537]] τό (vgl. [[κάρη]], [[κόρυς]]), eigtl. die Hauptsache, auf der Alles beruht, daher die | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1537.png Seite 1537]] τό (vgl. [[κάρη]], [[κόρυς]]), eigtl. die Hauptsache, auf der Alles beruht, daher die [[Gewalt]], [[Macht]]; ὡς οὐκ ἔχουσι [[κῦρος]] οὐδὲν ἀμφὶ σοῦ Aesch. Suppl. 386; τούτων τῶν πρηγμάτων τὸ κῦρος ἔχειν, die höchste Gewalt in Staatssachen, Her. 6, 109; τὸ δὲ κῦρος τούτων [[γνῶναι]] οὐ σύριγξ ἦν Plat. Legg. III, 700 c, vgl. Gorg. 430 e ταῖς τέχναις [[πᾶσα]] ἡ [[πρᾶξις]] καὶ τὸ [[κῦρος]] διὰ λόγων ἐστί u. ὅτι ἡ διὰ λόγο υ τὸ κῦρος ἔχουσα ῥητορική ἐστί; Crat. 433 c κῦρος ἔχει ν [[περί]] τινος; auch Sp., wie D. Cass. 53, 17, [[μοναρχία]] γάρ, εἰ καὶ τὰ [[μάλιστα]] καὶ δύο καὶ [[τρεῖς]] ἅμα τὸ κῦρός ποτε ἔσχον, ἀληθέστατα ἂν νομίζοιτο. – Daher auch Begründung, [[Veranlassung]], ἡ δὲ νῦν [[ἴσως]] πολλῶν ὑπάρξει κῦρος [[ἡμέρα]] καλῶν, Soph. El. 907, wird viel Gutes bringen. – Πάντως γὰρ ἔχει τάδε κῦρος, ist [[bestätigt]], O. C. 1776, u. so öfter bei Sp. – Davon | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> autorité souveraine, plein pouvoir;<br /><b>2</b> ratification, | |btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> [[autorité souveraine]], [[plein pouvoir]];<br /><b>2</b> [[ratification]], [[sanction]] ; garant : ἔχειν [[κῦρος]] SOPH être confirmé <i>ou</i> sanctionné.<br />'''Étymologie:''' R. Κυρ ; cf. [[κύριος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυρός]], ὁ (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[κύρης]].<br /><b>(I)</b><br />το (AM κῡρος)<br />[[αξία]] βεβαιωμένη από τον νόμο, νομική [[ισχύς]], [[εγκυρότητα]] (α. «το [[συμβόλαιο]] δεν έχει [[κύρος]] [[επειδή]] δεν έχει [[υπογραφή]] συμβολαιογράφου» β. «ὁ [[νόμος]] τὸ κῡρος ἔλαβε», Δίων. Κάσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[δύναμη]], η [[επιβολή]] ή [[επίδραση]] ενός ατόμου με ισχυρή [[προσωπικότητα]], με [[θέση]] ή με [[ειδικότητα]] («τα [[λόγια]] του δεν έχουν [[κύρος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ύψιστη [[δύναμη]], [[πλήρης]] [[εξουσία]] («ἐς σέ τοι τούτων ἀνήκει τών πρηγμάτων τὸ κῡρος ἔχειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εξουσιάζει, ο [[άρχοντας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ κῡρος τῆς ἐνεργείας» — η [[αρχή]] μιας πράξης<br />β) «[[ὑπάρχω]] κῡρος τινός» — [[γίνομαι]] [[αιτία]] για [[κάτι]] («ἡ δὲ | |mltxt=[[κυρός]], ὁ (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[κύρης]].<br /><b>(I)</b><br />το (AM κῡρος)<br />[[αξία]] βεβαιωμένη από τον νόμο, νομική [[ισχύς]], [[εγκυρότητα]] (α. «το [[συμβόλαιο]] δεν έχει [[κύρος]] [[επειδή]] δεν έχει [[υπογραφή]] συμβολαιογράφου» β. «ὁ [[νόμος]] τὸ κῡρος ἔλαβε», Δίων. Κάσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[δύναμη]], η [[επιβολή]] ή [[επίδραση]] ενός ατόμου με ισχυρή [[προσωπικότητα]], με [[θέση]] ή με [[ειδικότητα]] («τα [[λόγια]] του δεν έχουν [[κύρος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ύψιστη [[δύναμη]], [[πλήρης]] [[εξουσία]] («ἐς σέ τοι τούτων ἀνήκει τών πρηγμάτων τὸ κῡρος ἔχειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εξουσιάζει, ο [[άρχοντας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ κῡρος τῆς ἐνεργείας» — η [[αρχή]] μιας πράξης<br />β) «[[ὑπάρχω]] κῡρος τινός» — [[γίνομαι]] [[αιτία]] για [[κάτι]] («ἡ δὲ νῦν [[ἴσως]] πολλῶν ὑπάρξει κῡρος [[ἡμέρα]] καλῶν» — η σημερινή [[ημέρα]] θα γίνει ίσως [[αιτία]] πολλών καλών, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. μπορεί να [[είναι]] ή υποχωρητ. παρ. από το ρ. <i>κυρῶ</i> ή προέρχεται από έναν αρχαίο τ. [[κῦρος]] (<i>ὁ</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />[[κύρος]], ὁ (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[κύρης]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κῦρος:''' εος τό<br /><b class="num">1 | |elrutext='''κῦρος:''' εος τό<br /><b class="num">1</b> [[власть]], [[право]], [[сила]]: τούτων τῶν πραγμάτων τὸ κ. ἔχειν Her. иметь право решать эти дела; κ. ἔχειν [[ἀμφί]] τινος Aesch. и περί τινος Plat. иметь законную власть над кем(чем)-л.; [[ἅπαν]] τὸ κ. ἔχειν Thuc. обладать всей полнотой власти;<br /><b class="num">2</b> [[обеспечение]], [[залог]]: ἡ [[νῦν]] πολλῶν ὑπάρξει κ. [[ἡμέρα]] [[καλῶν]] Soph. нынешний день станет залогом многих благ; [[πάντως]] γὰρ [[ἔχει]] [[τάδε]] κ. Soph. ибо это целиком (пред)определено. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κῦρος -ους, zonder contr. -εος, | |elnltext=κῦρος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ κύριος] hoogste macht:; ἅπαν τὸ κῦρον ἔχειν de volledige beslissingsbevoegdheid hebben Thuc. 5.38.2; met gen.:; τούτων... τῶν πρηγμάτων τὸ κῦρον ἔχειν de beslissing hierover in handen hebben Hdt. 6.109.4; ook met ἀμφί + gen., met περί + gen. uitbr. bevestiging:. πολλῶν... κῦρος... καλῶν bevestiging van veel moois Soph. El. 919. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Meaning: [[authority]]<br />See also: s. [[κύριος]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κῦρος]], εος,<br /><b class="num">I.</b> [[supreme]] [[power]], [[authority]], Hdt., Thuc., etc.<br /><b class="num">II.</b> [[confirmation]], [[validity]], [[certainty]], Soph. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''κῦρος''': {kũros}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Rechtskraft]]<br />'''See also''': s. [[κύριος]].<br />'''Page''' 2,54 | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[authority]], [[power]], [[ratification]], [[supreme power]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[δύναμη]]). Ἀπό ρίζα κυρ-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[κυρόω]] -ῶ (=κάνω κάτι ἔγκυρο), [[κύρωμα]], [[κύρωσις]], (κατά, ἐπι)[[κύρωσις]], [[κυρωτέον]], [[κυρωτικός]], ἀκόμη τά: [[κύριος]], [[κυριεύω]], [[κυριεία]], [[κυρίευσις]], [[κυριακός]], [[κυρία]] (=[[ἐξουσία]]), [[κυρίως]], [[κυριότης]], [[κυρέω]] -ῶ, [[κοίρανος]] (=[[ἀρχηγός]]). | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[potestas]]'', [[authority]], [[right]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.38.2/ 5.38.2]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:23, 16 November 2024
English (LSJ)
εος, τό,
A supreme power, authority, κ. ἔχειν ἀμφί τινος A.Supp. 391; τῶν πρηγμάτων τὸ κ. ἔχειν Hdt.6.109; ἅπαν τὸ κ. ἔχειν Th.5.38, cf. Pl.Grg. 450e, al.; κ. ἔχειν περί τινος Id.Cra.435c; τὸ κ. τῆς ἐνεργείας principle or origin of a function, Gal.10.459.
2 concrete, one invested with authority, Pl.Lg.70cc.
II confirmation, validity, ἔχειν κ., = κεκυρῶσθαι, S.OC1779 (anap.), cf. POxy.2110.12 (iv A.D.), etc.; ἡ νῦν… ὑπάρξει κ. ἡμέρα καλῶν S.El.919; κ. λαβεῖν, of a law, to be ratified, D.C.38.17, al.:—κῦρος and all derivs. are post-Hom. (Cf. Skt. śūas 'valiant', OIr. caur 'hero', Welsh cawr 'giant'.)
German (Pape)
[Seite 1537] τό (vgl. κάρη, κόρυς), eigtl. die Hauptsache, auf der Alles beruht, daher die Gewalt, Macht; ὡς οὐκ ἔχουσι κῦρος οὐδὲν ἀμφὶ σοῦ Aesch. Suppl. 386; τούτων τῶν πρηγμάτων τὸ κῦρος ἔχειν, die höchste Gewalt in Staatssachen, Her. 6, 109; τὸ δὲ κῦρος τούτων γνῶναι οὐ σύριγξ ἦν Plat. Legg. III, 700 c, vgl. Gorg. 430 e ταῖς τέχναις πᾶσα ἡ πρᾶξις καὶ τὸ κῦρος διὰ λόγων ἐστί u. ὅτι ἡ διὰ λόγο υ τὸ κῦρος ἔχουσα ῥητορική ἐστί; Crat. 433 c κῦρος ἔχει ν περί τινος; auch Sp., wie D. Cass. 53, 17, μοναρχία γάρ, εἰ καὶ τὰ μάλιστα καὶ δύο καὶ τρεῖς ἅμα τὸ κῦρός ποτε ἔσχον, ἀληθέστατα ἂν νομίζοιτο. – Daher auch Begründung, Veranlassung, ἡ δὲ νῦν ἴσως πολλῶν ὑπάρξει κῦρος ἡμέρα καλῶν, Soph. El. 907, wird viel Gutes bringen. – Πάντως γὰρ ἔχει τάδε κῦρος, ist bestätigt, O. C. 1776, u. so öfter bei Sp. – Davon
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 autorité souveraine, plein pouvoir;
2 ratification, sanction ; garant : ἔχειν κῦρος SOPH être confirmé ou sanctionné.
Étymologie: R. Κυρ ; cf. κύριος.
Greek Monolingual
κυρός, ὁ (Μ)
βλ. κύρης.
(I)
το (AM κῡρος)
αξία βεβαιωμένη από τον νόμο, νομική ισχύς, εγκυρότητα (α. «το συμβόλαιο δεν έχει κύρος επειδή δεν έχει υπογραφή συμβολαιογράφου» β. «ὁ νόμος τὸ κῡρος ἔλαβε», Δίων. Κάσσ.)
νεοελλ.
η δύναμη, η επιβολή ή επίδραση ενός ατόμου με ισχυρή προσωπικότητα, με θέση ή με ειδικότητα («τα λόγια του δεν έχουν κύρος»)
αρχ.
1. ύψιστη δύναμη, πλήρης εξουσία («ἐς σέ τοι τούτων ἀνήκει τών πρηγμάτων τὸ κῡρος ἔχειν», Ηρόδ.)
2. αυτός που εξουσιάζει, ο άρχοντας
3. φρ. α) «τὸ κῡρος τῆς ἐνεργείας» — η αρχή μιας πράξης
β) «ὑπάρχω κῡρος τινός» — γίνομαι αιτία για κάτι («ἡ δὲ νῦν ἴσως πολλῶν ὑπάρξει κῡρος ἡμέρα καλῶν» — η σημερινή ημέρα θα γίνει ίσως αιτία πολλών καλών, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπορεί να είναι ή υποχωρητ. παρ. από το ρ. κυρῶ ή προέρχεται από έναν αρχαίο τ. κῦρος (ὁ)].
(II)
κύρος, ὁ (Μ)
βλ. κύρης.
Greek Monotonic
κῦρος: -εος, τό,
I. ανώτατη εξουσία, αρχή, ύψιστη δύναμη, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
II. επιβεβαίωση, εγκυρότητα, επικύρωση, ασφάλεια, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κῦρος: εος τό
1 власть, право, сила: τούτων τῶν πραγμάτων τὸ κ. ἔχειν Her. иметь право решать эти дела; κ. ἔχειν ἀμφί τινος Aesch. и περί τινος Plat. иметь законную власть над кем(чем)-л.; ἅπαν τὸ κ. ἔχειν Thuc. обладать всей полнотой власти;
2 обеспечение, залог: ἡ νῦν πολλῶν ὑπάρξει κ. ἡμέρα καλῶν Soph. нынешний день станет залогом многих благ; πάντως γὰρ ἔχει τάδε κ. Soph. ибо это целиком (пред)определено.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κῦρος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ κύριος] hoogste macht:; ἅπαν τὸ κῦρον ἔχειν de volledige beslissingsbevoegdheid hebben Thuc. 5.38.2; met gen.:; τούτων... τῶν πρηγμάτων τὸ κῦρον ἔχειν de beslissing hierover in handen hebben Hdt. 6.109.4; ook met ἀμφί + gen., met περί + gen. uitbr. bevestiging:. πολλῶν... κῦρος... καλῶν bevestiging van veel moois Soph. El. 919.
Frisk Etymological English
Meaning: authority
See also: s. κύριος.
Middle Liddell
κῦρος, εος,
I. supreme power, authority, Hdt., Thuc., etc.
II. confirmation, validity, certainty, Soph.
Frisk Etymology German
κῦρος: {kũros}
Grammar: n.
Meaning: Rechtskraft
See also: s. κύριος.
Page 2,54
English (Woodhouse)
authority, power, ratification, supreme power
Mantoulidis Etymological
(=δύναμη). Ἀπό ρίζα κυρ-.
Παράγωγα: κυρόω -ῶ (=κάνω κάτι ἔγκυρο), κύρωμα, κύρωσις, (κατά, ἐπι)κύρωσις, κυρωτέον, κυρωτικός, ἀκόμη τά: κύριος, κυριεύω, κυριεία, κυρίευσις, κυριακός, κυρία (=ἐξουσία), κυρίως, κυριότης, κυρέω -ῶ, κοίρανος (=ἀρχηγός).