επιβάλλω: Difference between revisions
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπιβάλλω]])<br /><b>1.</b> [[ορίζω]] ως [[ποινή]] ή ως [[πρόστιμο]] («[[επιβάλλω]] [[ποινή]], [[πρόστιμο]], ζημίην, φυγήν, άργύριον» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐπιβάλλεται</i> (Α ἐπιβάλλει)<br />[[είναι]] απαραίτητο να, [[πρέπει]] να...<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το [[επιβάλλον]]<br />α. <b>νεοελλ.</b> i. η [[επιβλητικότητα]], η [[ικανότητα]] επιβολής<br />ii. επιβλητική [[εμφάνιση]]<br />β. <b>αρχ.</b> εφήμερο [[έντομο]]<br /><b>4.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) [[επιβεβλημένος]] (AM ἐπιβεβλημένος)<br />[[αναγκαίος]], [[αναγκαστικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] ασκώντας [[ηθική]] ή ψυχολογική [[πίεση]] («του επέβαλε να παραιτηθεί»)<br /><b>2.</b> [[κατορθώνω]] να επιτύχω ή να εφαρμόσω [[κάτι]] με την [[επιβολή]] ή τη βία («επέβαλε τον νόμο και την [[τάξη]]», «επέβαλε την [[παρουσία]] του»)<br /><b>3.</b> [[απαιτώ]], [[είναι]] απαραίτητο να («η [[κατάσταση]] του ασθενούς επιβάλλει άμεση [[επέμβαση]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[επιβάλλω]] [[προς]]...» — [[στρέφω]] την [[πλώρη]] του σκάφους [[προς]] ορισμένο [[σημείο]], [[βάζω]] [[πλώρη]]<br /><b>5.</b> <i>επιβάλλομαι</i><br />[[κατορθώνω]] να αναγνωρίσουν την [[αξία]] μου ή τη δύναμή μου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]], [[προσθέτω]] [[επάνω]] σε [[κάτι]] («ἑωυτὸν ἐπέβαλεν εἰς τὸ πῡρ»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> ρίχνομαι [[επάνω]] σε [[κάτι]] («ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος»)<br /><b>3.</b> [[τοποθετώ]] [[επάνω]] μου, [[φορώ]] («διφθέραν ἐπιβεβλημένος»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπιβάλλω]] [[βλέμμα]]» — [[κοιτάζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἐπιβάλλω]] χεῖρα» — [[απλώνω]] το [[χέρι]] μου σε [[κάτι]]<br />β) «[[ἐπιβάλλω]] πῡρ» — [[πυρπολώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναλαμβάνω]] («αὐθαίρετον δουλείαν ἐπιβαλεῖται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[προσπαθώ]], [[επιχειρώ]] («μὴ παντάπασιν ἀνήνωτον [[ἔργον]] έπιβαλλοίμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσαρμόζω]] με [[κάτι]], [[εφαρμόζω]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[χρωματίζω]], [[καλλωπίζω]]<br /><b>5.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[καταγίνομαι]] αφιερώνομαι σε [[κάτι]] («τοῖς κοινοῖς ἐπιβαλεῖν πράγμασιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[προσέχω]], [[σκέπτομαι]], [[θυμάμαι]] («ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι δίς, ἀπαρνήσῃ με [[τρίς]]<br />καὶ ἐπιβαλὼν ἔκλαιε», ΚΔ)<br /><b>7.</b> [[καταλαβαίνω]], [[εννοώ]], [[διαισθάνομαι]]<br /><b>8.</b> [[τοποθετώ]] [[αμέσως]] [[κοντά]] («ταύταις δὲ [[κατόπιν]] ἐπέβαλον τὸν τέταρτον στόλον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>9.</b> [[ακολουθώ]] [[αμέσως]] [[μετά]] από κάποιον<br /><b>10.</b> [[ακολουθώ]] [[τελευταίος]]<br /><b>11.</b> [[διακόπτω]], [[εμποδίζω]] («καὶ μεταξὺ δὲ ἀποκρινομένῳ ἐπιβάλλειν εἴπας», Θεόφρ.)<br /><b>12.</b> αναλογώ σε κάποιον, [[ανήκω]] («ἀπολαχόντες γὰρ [[μόριον]], ὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>13.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐπιβάλλει</i><br />ορίζεται ως [[αναλογία]]<br /><b>14.</b> (για μαλακή ύλη) [[πιέζω]] για να αφήσει το αποτύπωμά του («γῆν [[σημαντρίδα]] ἐπιπλάσας ἐπιβάλλει τὸν [[δακτύλιον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>15.</b> [[ορίζω]] κάποιον προϊστάμενο ή επόπτη<br /><b>16.</b> [[προκαλώ]] («μεγάλους κινδύνους καὶ φόβους ἔτι | |mltxt=(AM [[ἐπιβάλλω]])<br /><b>1.</b> [[ορίζω]] ως [[ποινή]] ή ως [[πρόστιμο]] («[[επιβάλλω]] [[ποινή]], [[πρόστιμο]], ζημίην, φυγήν, άργύριον» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐπιβάλλεται</i> (Α ἐπιβάλλει)<br />[[είναι]] απαραίτητο να, [[πρέπει]] να...<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το [[επιβάλλον]]<br />α. <b>νεοελλ.</b> i. η [[επιβλητικότητα]], η [[ικανότητα]] επιβολής<br />ii. επιβλητική [[εμφάνιση]]<br />β. <b>αρχ.</b> εφήμερο [[έντομο]]<br /><b>4.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) [[επιβεβλημένος]] (AM ἐπιβεβλημένος)<br />[[αναγκαίος]], [[αναγκαστικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] ασκώντας [[ηθική]] ή ψυχολογική [[πίεση]] («του επέβαλε να παραιτηθεί»)<br /><b>2.</b> [[κατορθώνω]] να επιτύχω ή να εφαρμόσω [[κάτι]] με την [[επιβολή]] ή τη βία («επέβαλε τον νόμο και την [[τάξη]]», «επέβαλε την [[παρουσία]] του»)<br /><b>3.</b> [[απαιτώ]], [[είναι]] απαραίτητο να («η [[κατάσταση]] του ασθενούς επιβάλλει άμεση [[επέμβαση]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[επιβάλλω]] [[προς]]...» — [[στρέφω]] την [[πλώρη]] του σκάφους [[προς]] ορισμένο [[σημείο]], [[βάζω]] [[πλώρη]]<br /><b>5.</b> <i>επιβάλλομαι</i><br />[[κατορθώνω]] να αναγνωρίσουν την [[αξία]] μου ή τη δύναμή μου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]], [[προσθέτω]] [[επάνω]] σε [[κάτι]] («ἑωυτὸν ἐπέβαλεν εἰς τὸ πῡρ»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> ρίχνομαι [[επάνω]] σε [[κάτι]] («ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος»)<br /><b>3.</b> [[τοποθετώ]] [[επάνω]] μου, [[φορώ]] («διφθέραν ἐπιβεβλημένος»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπιβάλλω]] [[βλέμμα]]» — [[κοιτάζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἐπιβάλλω]] χεῖρα» — [[απλώνω]] το [[χέρι]] μου σε [[κάτι]]<br />β) «[[ἐπιβάλλω]] πῡρ» — [[πυρπολώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναλαμβάνω]] («αὐθαίρετον δουλείαν ἐπιβαλεῖται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[προσπαθώ]], [[επιχειρώ]] («μὴ παντάπασιν ἀνήνωτον [[ἔργον]] έπιβαλλοίμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσαρμόζω]] με [[κάτι]], [[εφαρμόζω]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[χρωματίζω]], [[καλλωπίζω]]<br /><b>5.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[καταγίνομαι]] αφιερώνομαι σε [[κάτι]] («τοῖς κοινοῖς ἐπιβαλεῖν πράγμασιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[προσέχω]], [[σκέπτομαι]], [[θυμάμαι]] («ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι δίς, ἀπαρνήσῃ με [[τρίς]]<br />καὶ ἐπιβαλὼν ἔκλαιε», ΚΔ)<br /><b>7.</b> [[καταλαβαίνω]], [[εννοώ]], [[διαισθάνομαι]]<br /><b>8.</b> [[τοποθετώ]] [[αμέσως]] [[κοντά]] («ταύταις δὲ [[κατόπιν]] ἐπέβαλον τὸν τέταρτον στόλον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>9.</b> [[ακολουθώ]] [[αμέσως]] [[μετά]] από κάποιον<br /><b>10.</b> [[ακολουθώ]] [[τελευταίος]]<br /><b>11.</b> [[διακόπτω]], [[εμποδίζω]] («καὶ μεταξὺ δὲ ἀποκρινομένῳ ἐπιβάλλειν εἴπας», Θεόφρ.)<br /><b>12.</b> αναλογώ σε κάποιον, [[ανήκω]] («ἀπολαχόντες γὰρ [[μόριον]], ὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>13.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐπιβάλλει</i><br />ορίζεται ως [[αναλογία]]<br /><b>14.</b> (για μαλακή ύλη) [[πιέζω]] για να αφήσει το αποτύπωμά του («γῆν [[σημαντρίδα]] ἐπιπλάσας ἐπιβάλλει τὸν [[δακτύλιον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>15.</b> [[ορίζω]] κάποιον προϊστάμενο ή επόπτη<br /><b>16.</b> [[προκαλώ]] («μεγάλους κινδύνους καὶ φόβους ἔτι ἁπαλαῖς ψυχαῖς ἐπιβάλλουσα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>17.</b> [[συνεισφέρω]] («[[νέον]] ἀεὶ ἐπιβάλλει [φῶς]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>18.</b> [[μνημονεύω]], [[αναφέρω]] («ἀνέφελον ἐπέβαλον [[οὔποτε]] καταλύσιμον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>19.</b> [[πλειοδοτώ]] («ὀλίγου μισθωσάμενον ἄτ' οὐθενὸς ἐπιβάλλοντος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>20.</b> <b>μέσ.</b> (για [[δέντρο]]) [[βγάζω]] νέα κλαδιά<br /><b>21.</b> [[αφήνω]] ελεύθερο, λυτό<br /><b>22.</b> (για [[πληρωμή]]) [[λήγω]]<br /><b>23.</b> [[επιχειρώ]] να αλλάξω τη [[σύσταση]] τών μετάλλων. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:39, 6 February 2024
Greek Monolingual
(AM ἐπιβάλλω)
1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.)
2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει)
είναι απαραίτητο να, πρέπει να...
3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον
α. νεοελλ. i. η επιβλητικότητα, η ικανότητα επιβολής
ii. επιβλητική εμφάνιση
β. αρχ. εφήμερο έντομο
4. (μτχ. παθ. παρακμ.) επιβεβλημένος (AM ἐπιβεβλημένος)
αναγκαίος, αναγκαστικός
νεοελλ.
1. αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι ασκώντας ηθική ή ψυχολογική πίεση («του επέβαλε να παραιτηθεί»)
2. κατορθώνω να επιτύχω ή να εφαρμόσω κάτι με την επιβολή ή τη βία («επέβαλε τον νόμο και την τάξη», «επέβαλε την παρουσία του»)
3. απαιτώ, είναι απαραίτητο να («η κατάσταση του ασθενούς επιβάλλει άμεση επέμβαση»)
4. φρ. «επιβάλλω προς...» — στρέφω την πλώρη του σκάφους προς ορισμένο σημείο, βάζω πλώρη
5. επιβάλλομαι
κατορθώνω να αναγνωρίσουν την αξία μου ή τη δύναμή μου
αρχ.-μσν.
1. τοποθετώ, προσθέτω επάνω σε κάτι («ἑωυτὸν ἐπέβαλεν εἰς τὸ πῡρ»)
2. μέσ. ρίχνομαι επάνω σε κάτι («ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος»)
3. τοποθετώ επάνω μου, φορώ («διφθέραν ἐπιβεβλημένος»)
4. φρ. «ἐπιβάλλω βλέμμα» — κοιτάζω
μσν.
1. φρ. α) «ἐπιβάλλω χεῖρα» — απλώνω το χέρι μου σε κάτι
β) «ἐπιβάλλω πῡρ» — πυρπολώ
αρχ.
1. αναλαμβάνω («αὐθαίρετον δουλείαν ἐπιβαλεῖται», Θουκ.)
2. μέσ. προσπαθώ, επιχειρώ («μὴ παντάπασιν ἀνήνωτον ἔργον έπιβαλλοίμεθα», Πλάτ.)
3. προσαρμόζω με κάτι, εφαρμόζω σε κάτι
4. χρωματίζω, καλλωπίζω
5. (ενεργ. και μέσ.) καταγίνομαι αφιερώνομαι σε κάτι («τοῖς κοινοῖς ἐπιβαλεῖν πράγμασιν», Πλούτ.)
6. προσέχω, σκέπτομαι, θυμάμαι («ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι δίς, ἀπαρνήσῃ με τρίς
καὶ ἐπιβαλὼν ἔκλαιε», ΚΔ)
7. καταλαβαίνω, εννοώ, διαισθάνομαι
8. τοποθετώ αμέσως κοντά («ταύταις δὲ κατόπιν ἐπέβαλον τὸν τέταρτον στόλον», Πολ.)
9. ακολουθώ αμέσως μετά από κάποιον
10. ακολουθώ τελευταίος
11. διακόπτω, εμποδίζω («καὶ μεταξὺ δὲ ἀποκρινομένῳ ἐπιβάλλειν εἴπας», Θεόφρ.)
12. αναλογώ σε κάποιον, ανήκω («ἀπολαχόντες γὰρ μόριον, ὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε», Ηρόδ.)
13. απρόσ. ἐπιβάλλει
ορίζεται ως αναλογία
14. (για μαλακή ύλη) πιέζω για να αφήσει το αποτύπωμά του («γῆν σημαντρίδα ἐπιπλάσας ἐπιβάλλει τὸν δακτύλιον», Ηρόδ.)
15. ορίζω κάποιον προϊστάμενο ή επόπτη
16. προκαλώ («μεγάλους κινδύνους καὶ φόβους ἔτι ἁπαλαῖς ψυχαῖς ἐπιβάλλουσα», Πλάτ.)
17. συνεισφέρω («νέον ἀεὶ ἐπιβάλλει [φῶς]», Πλάτ.)
18. μνημονεύω, αναφέρω («ἀνέφελον ἐπέβαλον οὔποτε καταλύσιμον», Σοφ.)
19. πλειοδοτώ («ὀλίγου μισθωσάμενον ἄτ' οὐθενὸς ἐπιβάλλοντος», Αριστοτ.)
20. μέσ. (για δέντρο) βγάζω νέα κλαδιά
21. αφήνω ελεύθερο, λυτό
22. (για πληρωμή) λήγω
23. επιχειρώ να αλλάξω τη σύσταση τών μετάλλων.