ἀντίδοσις: Difference between revisions
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia DE==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpde |wkdetx=$3 }}$4") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antidosis | |Transliteration C=antidosis | ||
|Beta Code=a)nti/dosis | |Beta Code=a)nti/dosis | ||
|Definition=εως, ἡ, ([[ἀντιδίδωμι]])<br><span class="bld">A</span> [[giving in return]], [[exchange]], Arist. EN1133a6, Call.Fr.221; φορτίων ἀντίδοσις D.S.2.54; αἰχμαλώτων ἀντίδοσις 12.63; καρπῶν ἀντίδοσις D.Chr.38.22; κακῶν ἀντίδοσις App.BC1.3; ἡ εἰς τὴν σιωπὴν ἀντίδοσις Ael.NA 5.9:—[[repayment]], [[requital]], [[ὕβρεως]] Orac. ap. Luc.Alex.50; ἀντίδοσίν τινος [[in return for]] .., IG3.172.<br><span class="bld">II</span> at Athens, a [[form]] by which a [[citizen]] [[charge]]d with a [[λειτουργία]] or [[εἰσφορά]] might call upon any other [[citizen]], whom he thought richer than himself, either to [[exchange]] properties, or to [[submit]] to the [[charge]] himself, Lys.3.20, etc., cf. Cratin. 14D.; καλεῖσθαί τινα εἰς ἀντίδοσιν [[τριηραρχία]]ς ἢ [[χορηγία]]ς X.Oec.7.3; καταστὰς (sc. [[χορηγός|χορηγὸς]]) ἐξ ἀντιδόσεως D.21.156; ποιεῖσθαι ἀ. τινι Id.4.36; ἀ. ἐπ' ἐμὲ παρεσκεύασαν 28.17; cf. Isoc.15, D.42. | |Definition=-εως, ἡ, ([[ἀντιδίδωμι]])<br><span class="bld">A</span> [[giving in return]], [[exchange]], Arist. EN1133a6, Call.Fr.221; φορτίων ἀντίδοσις [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.54; αἰχμαλώτων ἀντίδοσις 12.63; καρπῶν ἀντίδοσις D.Chr.38.22; κακῶν ἀντίδοσις App.BC1.3; ἡ εἰς τὴν σιωπὴν ἀντίδοσις Ael.NA 5.9:—[[repayment]], [[requital]], [[ὕβρεως]] Orac. ap. Luc.Alex.50; ἀντίδοσίν τινος [[in return for]] .., IG3.172.<br><span class="bld">II</span> at Athens, a [[form]] by which a [[citizen]] [[charge]]d with a [[λειτουργία]] or [[εἰσφορά]] might call upon any other [[citizen]], whom he thought richer than himself, either to [[exchange]] properties, or to [[submit]] to the [[charge]] himself, Lys.3.20, etc., cf. Cratin. 14D.; καλεῖσθαί τινα εἰς ἀντίδοσιν [[τριηραρχία]]ς ἢ [[χορηγία]]ς X.Oec.7.3; καταστὰς (''[[sc.]]'' [[χορηγός|χορηγὸς]]) ἐξ ἀντιδόσεως D.21.156; ποιεῖσθαι ἀ. τινι Id.4.36; ἀ. ἐπ' ἐμὲ παρεσκεύασαν 28.17; cf. Isoc.15, D.42. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[acción de dar a cambio]], [[intercambio]] ποιεῖ δὲ τὴν ἀ. τὴν κατ' ἀναλογίαν ἡ κατὰ διάμετρον σύζευξις Arist.<i>EN</i> 1133<sup>a</sup>6, φορτίων D.S.2.54, αἰχμαλώτων D.S.12.63, καρπῶν D.Chr.38.22, κακῶν App.<i>BC</i> 1.3, καὶ τίς ἡ [[αἰτία]] τῆς τοιαύτης ἀντιδόσεως ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα Ael.<i>NA</i> 5.9, cf. Call.<i>Fr</i>.593, Luc.<i>Am</i>.27, D.C.57.15, 47.6.2, Origenes <i>Io</i>.32.22<br /><b class="num">•</b>[[castigo]], [[expiación]] ἀ. ... ὕβρεως Orác. en Luc.<i>Alex</i>.50, cf. Clem.Al.<i>Prot</i>.2.26.3, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.4841.3 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[recompensa]] τοῖς ... μεγαλοψύχοις Gr.Naz.M.36.373C, cf. Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.164.7.<br /><b class="num">2</b> en Atenas [[antídosis]] práctica legal por la cual un ciudadano encargado de una liturgia podía pasarla a otro más rico obligándole, en el caso de que se negara, al intercambio de fortunas ὅταν γέ με εἰς ἀ. καλῶνται τριηραρχίας ἢ χορηγίας X.<i>Oec</i>.7.3, τούτοις ἀντιδόσεις ποιούμεθα D.4.36, ἀντίδοσιν ἐπ' ἐμὲ παρεσκεύασαν D.28.17, περὶ τριηραρχίας εἰς ἀ. Plu.2.839c, cf. Cratin.264E, Lys.3.20, Isoc.8.128, 15.8, D.21.156, como tít. de un discurso de Isoc., Arist.<i>Rh</i>.1418<sup>b</sup>27, Plu.2.957a. | |dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[acción de dar a cambio]], [[intercambio]] ποιεῖ δὲ τὴν ἀ. τὴν κατ' ἀναλογίαν ἡ κατὰ διάμετρον σύζευξις Arist.<i>EN</i> 1133<sup>a</sup>6, φορτίων [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.54, αἰχμαλώτων [[Diodorus Siculus|D.S.]]12.63, καρπῶν D.Chr.38.22, κακῶν App.<i>BC</i> 1.3, καὶ τίς ἡ [[αἰτία]] τῆς τοιαύτης ἀντιδόσεως ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα Ael.<i>NA</i> 5.9, cf. Call.<i>Fr</i>.593, Luc.<i>Am</i>.27, D.C.57.15, 47.6.2, Origenes <i>Io</i>.32.22<br /><b class="num">•</b>[[castigo]], [[expiación]] ἀ. ... ὕβρεως Orác. en Luc.<i>Alex</i>.50, cf. Clem.Al.<i>Prot</i>.2.26.3, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.4841.3 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[recompensa]] τοῖς ... μεγαλοψύχοις Gr.Naz.M.36.373C, cf. Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.164.7.<br /><b class="num">2</b> en Atenas [[antídosis]] práctica legal por la cual un ciudadano encargado de una liturgia podía pasarla a otro más rico obligándole, en el caso de que se negara, al intercambio de fortunas ὅταν γέ με εἰς ἀ. καλῶνται τριηραρχίας ἢ χορηγίας X.<i>Oec</i>.7.3, τούτοις ἀντιδόσεις ποιούμεθα D.4.36, ἀντίδοσιν ἐπ' ἐμὲ παρεσκεύασαν D.28.17, περὶ τριηραρχίας εἰς ἀ. Plu.2.839c, cf. Cratin.264E, Lys.3.20, Isoc.8.128, 15.8, D.21.156, como tít. de un discurso de Isoc., Arist.<i>Rh</i>.1418<sup>b</sup>27, Plu.2.957a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀντίδοσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀντίδοσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[воздаяние]], [[возмещение]], [[отплата]] (ὕβρεως Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[обмен]] (αἰχμαλώτων Diod.): αἱ τῶν φορτίων ἀντιδόσεις Diod. товарообмен; ἀ. κατ᾽ ἀναλογίαν Arst. пропорциональный обмен;<br /><b class="num">3</b> [[антидоза]], [[обмен имуществом]] (афинск. гражданин, считавший, что возложенная на него обществ. обязанность сопряжена с непосильными для него расходами, мог предложить своему более богатому согражданину на выбор: или принять эту обязанность на себя, или поменяться имуществом) Lys., Isocr., Dem., Arst., Plut.: καλεῖσθαί τινα εἰς ἀντίδοσιν τριηραρχίας Xen. вызывать кого-л. в суд по поводу принятия на себя (вместо другого) триерархии; καταστῆναι χορηγὸς ἐξ ἀντιδόσεως Dem. принять на себя обязанности хорега в порядке антидозы. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 51: | Line 51: | ||
Die Antidosis-Rede des Isokrates (Περὶ τῆς ἀντιδόσεως) ist eine nicht gehaltene, fiktive Gerichtsrede, die der Redner 354/353 v. Chr. verfasste, ein autobiographisches Alterswerk, in dem Isokrates gegen die Anklage wegen seines verderblichen Einflusses auf die Jugend sein Leben, seinen – nach seiner Ansicht häufig verkannten – Charakter und die Grundlagen seines Bildungskonzepts der athenischen Öffentlichkeit in lobpreisenden Tönen ausführlich darstellt. Durch ihren autobiographisch-historischen Wert ist die Rede ein interessantes Dokument der Literatur des 4. Jh. v. Chr. | Die Antidosis-Rede des Isokrates (Περὶ τῆς ἀντιδόσεως) ist eine nicht gehaltene, fiktive Gerichtsrede, die der Redner 354/353 v. Chr. verfasste, ein autobiographisches Alterswerk, in dem Isokrates gegen die Anklage wegen seines verderblichen Einflusses auf die Jugend sein Leben, seinen – nach seiner Ansicht häufig verkannten – Charakter und die Grundlagen seines Bildungskonzepts der athenischen Öffentlichkeit in lobpreisenden Tönen ausführlich darstellt. Durch ihren autobiographisch-historischen Wert ist die Rede ein interessantes Dokument der Literatur des 4. Jh. v. Chr. | ||
}} | }} | ||
= | {{wkpel | ||
Η αντίδοσις ήταν νόμος που λειτουργούσε μέσα στο πλαίσιο των Λειτουργιών της Αθηναϊκής πολιτείας. Όταν ένα πολίτης οριζόταν να εκτελέσει μια από τις λειτουργίες, αν έκρινε ότι αυτή ήταν δυσανάλογη με τις οικονομικές του δυνατότητες, μπορούσε να την αρνηθεί υποδεικνύοντας άλλον, πλουσιότερο συμπολίτη του. Ο δεύτερος όφειλε είτε να δεχθεί τη λειτουργία είτε να ανταλλάξει την περιουσία του με τον πρώτο. Η διαδικασία αυτή λεγόταν αντίδοσις. | |wkeltx=Η αντίδοσις ήταν νόμος που λειτουργούσε μέσα στο πλαίσιο των Λειτουργιών της Αθηναϊκής πολιτείας. Όταν ένα πολίτης οριζόταν να εκτελέσει μια από τις λειτουργίες, αν έκρινε ότι αυτή ήταν δυσανάλογη με τις οικονομικές του δυνατότητες, μπορούσε να την αρνηθεί υποδεικνύοντας άλλον, πλουσιότερο συμπολίτη του. Ο δεύτερος όφειλε είτε να δεχθεί τη λειτουργία είτε να ανταλλάξει την περιουσία του με τον πρώτο. Η διαδικασία αυτή λεγόταν αντίδοσις. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[punishment]]=== | |||
Albanian: dënim, ndëshkim; Arabic: عِقَاب, جَزَاء, مُجَازَاة; Armenian: պատիժ, պատժում; Old Armenian: պատիժ, պատուհաս; Asturian: castigu; Azerbaijani: cəza; Bashkir: яза; Belarusian: пакаранне, кара; Bengali: সাজা, দণ্ড; Bulgarian: наказание; Burmese: ဒဏ်, အပြစ်; Catalan: punició, puniment; Cherokee: ᎤᏓᏍᏛᏗᏍᏗ; Chinese Mandarin: 懲罰/惩罚, 刑罰/刑罚; Cornish: kessydhyans; Czech: trest; Danish: straf; Dutch: [[bestraffing]], [[straf]]; Esperanto: puno; Estonian: karistus; Faroese: revsing; Finnish: rankaiseminen, rankaisu; French: [[punition]], [[châtiment]]; Galician: castigo, punición; Georgian: დასჯა; German: [[Strafe]], [[Bestrafung]]; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌱𐌴𐌹𐍄; Greek: [[τιμωρία]]; Ancient Greek: [[ἀνταπόδομα]], [[ἀνταπόδοσις]], [[ἀντίδοσις]], [[ἀντιμισθία]], [[ἀντίποινα]], [[δίκη]], [[ἐκδικία]], [[ἔκτεισις]], [[ἔκτεισμα]], [[ἐπεξέλευσις]], [[ἐπιζάμια]], [[ἐπιζήμια]], [[ἐπίπλαξις]], [[ἐπίπληξις]], [[ἐπιπομπή]], [[ἐπισκοπή]], [[ἐπιτίμησις]], [[ἐπιτίμιον]], [[τὰ ἐπίχειρα]], [[εὔθυνα]], [[ζημία]], [[ζημίωμα]], [[ζημίωσις]], [[κατάκριμα]], [[κέντημα]], [[κόλασμα]], [[κολασμός]], [[κυφωνισμός]], [[νέμεσις]], [[ποίνημα]], [[τὰ ἐπιζάμια]], [[τὰ ἐπιζήμια]], [[τιμώρημα]], [[τιμώρησις]], [[τιμωρία]], [[τίσις]], [[ὑπεξέλευσις]]; Hebrew: עונש \ עֹנֶשׁ, עֲנִישָׁה; Hindi: सज़ा, दण्ड; Hungarian: büntetés; Icelandic: refsing; Indonesian: hukuman; Italian: [[punizione]], [[pena]], [[castigo]]; Japanese: 罰, 懲罰, 処罰, 刑罰; Kazakh: жаза; Khmer: ទណ្ឌ, ទណ្ឌកម្ម, ទណ្ឌកិច្ច; Korean: 처벌(處罰), 벌(罰), 형벌(刑罰), 징벌(懲罰); Kurdish Northern Kurdish: ceza; Kyrgyz: жаза; Lao: ໂທດ, ທັນ; Latin: [[supplicium]], [[poena]]; Latvian: sods, sodīšana; Lithuanian: bausmė; Luxembourgish: Strof; Macedonian: казна, казнување; Malay: hukuman, seksa, dera; Malayalam: ശിക്ഷ; Mongolian Cyrillic: шийтгэл; Norman: peunnition; Norwegian Bokmål: straff; Occitan: puniment; Old English: wīte; Pashto: جزاء, ايداد, مجازات; Persian: تنبیه, جزا, مجازات; Polish: karanie, kara; Portuguese: [[punição]]; Quechua: wanay; Romanian: pedepsire, pedeapsă; Russian: [[наказание]], [[кара]]; Sanskrit: दण्ड, दम, निग्रह; Scottish Gaelic: peanasachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: ка̏зна; Roman: kȁzna; Slovak: trest; Slovene: kazen; Spanish: [[castigo]]; Swedish: straff; Tajik: ҷазо, сазо, муҷозот; Tamil: தண்டம், தண்டனம்; Tatar: җәза; Thai: โทษ, ทัณฑ์; Turkish: ceza; Turkmen: jeza; Ukrainian: покарання, кара; Urdu: سَزا, دَنْڈ; Uyghur: جازا; Uzbek: jazo; Vietnamese: hình phạt, trừng trị, sự phạt; Yiddish: שטראָף; Zazaki: ceza | |||
}} |
Latest revision as of 07:50, 27 March 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἀντιδίδωμι)
A giving in return, exchange, Arist. EN1133a6, Call.Fr.221; φορτίων ἀντίδοσις D.S.2.54; αἰχμαλώτων ἀντίδοσις 12.63; καρπῶν ἀντίδοσις D.Chr.38.22; κακῶν ἀντίδοσις App.BC1.3; ἡ εἰς τὴν σιωπὴν ἀντίδοσις Ael.NA 5.9:—repayment, requital, ὕβρεως Orac. ap. Luc.Alex.50; ἀντίδοσίν τινος in return for .., IG3.172.
II at Athens, a form by which a citizen charged with a λειτουργία or εἰσφορά might call upon any other citizen, whom he thought richer than himself, either to exchange properties, or to submit to the charge himself, Lys.3.20, etc., cf. Cratin. 14D.; καλεῖσθαί τινα εἰς ἀντίδοσιν τριηραρχίας ἢ χορηγίας X.Oec.7.3; καταστὰς (sc. χορηγὸς) ἐξ ἀντιδόσεως D.21.156; ποιεῖσθαι ἀ. τινι Id.4.36; ἀ. ἐπ' ἐμὲ παρεσκεύασαν 28.17; cf. Isoc.15, D.42.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 acción de dar a cambio, intercambio ποιεῖ δὲ τὴν ἀ. τὴν κατ' ἀναλογίαν ἡ κατὰ διάμετρον σύζευξις Arist.EN 1133a6, φορτίων D.S.2.54, αἰχμαλώτων D.S.12.63, καρπῶν D.Chr.38.22, κακῶν App.BC 1.3, καὶ τίς ἡ αἰτία τῆς τοιαύτης ἀντιδόσεως ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα Ael.NA 5.9, cf. Call.Fr.593, Luc.Am.27, D.C.57.15, 47.6.2, Origenes Io.32.22
•castigo, expiación ἀ. ... ὕβρεως Orác. en Luc.Alex.50, cf. Clem.Al.Prot.2.26.3, IG 22.4841.3 (IV d.C.)
•recompensa τοῖς ... μεγαλοψύχοις Gr.Naz.M.36.373C, cf. Gr.Nyss.Or.Catech.164.7.
2 en Atenas antídosis práctica legal por la cual un ciudadano encargado de una liturgia podía pasarla a otro más rico obligándole, en el caso de que se negara, al intercambio de fortunas ὅταν γέ με εἰς ἀ. καλῶνται τριηραρχίας ἢ χορηγίας X.Oec.7.3, τούτοις ἀντιδόσεις ποιούμεθα D.4.36, ἀντίδοσιν ἐπ' ἐμὲ παρεσκεύασαν D.28.17, περὶ τριηραρχίας εἰς ἀ. Plu.2.839c, cf. Cratin.264E, Lys.3.20, Isoc.8.128, 15.8, D.21.156, como tít. de un discurso de Isoc., Arist.Rh.1418b27, Plu.2.957a.
German (Pape)
[Seite 251] ἡ, das Dafürhingeben, der Austausch, φορτίων D. Sic. 2, 54; bes. in Athen das gerichtliche Anerbieten, sein Vermögen gegen das eines andern Bürgers zu vertauschen. »Dies Anerbieten that derjenige, welcher sich zu einer Liturgie, Leistung an den Staat, insofern ungerechter Weise aufgerufen glaubte, als ein Anderer, den sein größeres Vermögen eher dazu verpflichtete, übergangen worden. Letzterer mußte den Tausch eingehen oder die Leistung selbst übernehmen.« Hermann's Staatsalterthümer §. 182, der andere Schriften darüber citirt; Isocr. περὶ ἀντιδόσεως; vgl. Dem. Mid. 17; καλεῖσθαί τινα εἰς ἀντίδοσιν τριηραρχίας, dazu vor Gericht laden, Xen. Oec. 7, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de donner en retour, échange, particul. échange de fortune, lorsqu'un citoyen astreint à l'obligation de la triérarchie prétendait s'en décharger sur un autre plus riche et le forçait, en cas de refus, à l'échange de leur fortune.
Étymologie: ἀντιδίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίδοσις: εως ἡ
1 воздаяние, возмещение, отплата (ὕβρεως Luc.);
2 обмен (αἰχμαλώτων Diod.): αἱ τῶν φορτίων ἀντιδόσεις Diod. товарообмен; ἀ. κατ᾽ ἀναλογίαν Arst. пропорциональный обмен;
3 антидоза, обмен имуществом (афинск. гражданин, считавший, что возложенная на него обществ. обязанность сопряжена с непосильными для него расходами, мог предложить своему более богатому согражданину на выбор: или принять эту обязанность на себя, или поменяться имуществом) Lys., Isocr., Dem., Arst., Plut.: καλεῖσθαί τινα εἰς ἀντίδοσιν τριηραρχίας Xen. вызывать кого-л. в суд по поводу принятия на себя (вместо другого) триерархии; καταστῆναι χορηγὸς ἐξ ἀντιδόσεως Dem. принять на себя обязанности хорега в порядке антидозы.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίδοσις: ἡ, (ἀντιδίδωμι) τὸ διδόναι τι ἀντὶ τοῦ λαμβανομένου, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5. 8, Καλλ. Ἀποστ. 221· φορτίων Διόδ. 2. 54· αἰχμαλώτων 12. 63· κακῶν Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 3· ἡ εἰς τὴν σιωπὴν ἀντ. Αἰλ. π. Ζ. 5. 9. - ἀνταπόδοσις, ὕβρεως Λουκ. Ἀλέξ. 50: - ἀντίδοσίν τινος, εἰς ἀνταπόδοσιν διὰ…, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 822. ΙΙ. διαδικασία τις παρὰ τοῖς ἐν Ἀθήναις δικαστηρίοις, καθ’ ἣν πᾶς πολίτης, προσκαλούμενος εἰς λειτουργίαν τινὰ ἢ εἰσφορὰν δυσανάλογον πρὸς τὴν περιουσίαν αὑτοῦ, ἠδύνατο νὰ καλέσῃ πάντα ἄλλον πολίτην ὃν ἐνόμιζεν ἑαυτοῦ μὲν πλουσιώτερον οὐχὶ δὲ ἀναλόγως φορολογούμενον, νὰ ἀνταλλάξωσι τὰς ἑαυτῶν περιουσίας ἢ νὰ ὑποβληθῇ ἐκεῖνος εἰς τὸ βάρος τῆς εἰσφορᾶς ἢ λειτουργίας· ὁ τελευταῖος ὤφειλε κατὰ τὸν νόμον ἢ νὰ δεχθῇ τὴν ἀνταλλαγὴν τῆς περιουσίας ἢ νὰ ἀναλάβῃ τὴν λειτουργίαν, Λυσ. 98. 9 κλ.· οὐ γὰρ δὴ ὅταν γέ με εἰς ἀντίδοσιν καλῶνται τριηραρχίας ἢ χορηγίας Ξεν. Οἰκ. 7. 3· καταστὰς χορηγὸς ἐξ ἀντιδόσεως Δημ. 565. 8· ποιεῖσθαι ἀντ. τινι Δημ. 50. 20· ἀντίδοσιν ἐπ’ ἐμὲ παρεσκεύασαν 840. 27· πρβλ. Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδόσεως, Δημ πρὸς Φαίνιππ. Οὐολφ. Λεπτίν. σ. CXXIII, Βοικχ. ΙΙ. Οἰ. 2. 368, ἴδε προσέτι το ῥῆμα ἀντιδίδωμι ΙΙ.
Greek Monolingual
ἀντίδοσις, ἡ (AM)
ανταπόδοση
μσν.
τιμωρία
αρχ.
ένσταση Αθηναίου πολίτη, στον οποίο είχε επιβληθεί πολυδάπανη λειτουργία, με την οποία ζητούσε να ανταλλάξει την περιουσία του με άλλον, πλουσιότερο.
Greek Monotonic
ἀντίδοσις: -εως, ἡ (ἀντιδίδωμι),
I. προσφορά σε αντάλλαγμα, σε ανταπόδοση, σε Αριστ., Λουκ.
II. στην Αθήνα, διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου, κατά την οποία κάποιος πολίτης στον οποίο είχε ανατεθεί μια λειτουργία ή εισφορά που θεωρούσε δυσανάλογη ως προς την περιουσία του, μπορούσε να προτείνει σε κάποιον άλλο πολίτη, τον οποίο θεωρούσε πλουσιότερο από εκείνον και μη υποκείμενο στην ίδια φορολογία, να ανταλλάξουν τις περιουσίες τους ή να αναλάβει εκείνος το βάρος της εισφοράς, σε Ξεν., Δημ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἀντιδίδωμι
I. a giving in return, exchange, Arist., Luc.
II. at Athens, a form by which a citizen charged with a λειτουργία or public charge might call upon any other citizen whom he thought richer than himself either to exchange properties, or to take the charge upon himself, Xen., Dem., etc.
English (Woodhouse)
Wikipedia EN
Antidosis (Ancient Greek ἀντίδοσις) is the title of a spoken treatise by the ancient Greek rhetorician Isocrates. The Antidosis can be viewed as a defense, an autobiography, or rhetorical treatise. However, since Isocrates wrote it when he was 82 years old, it is generally seen by some people as an autobiography. The title term, "antidosis", literally translates as "an exchange" and was applied in ancient Greek courts as a peculiar law pertaining to an exchange of estates between two parties. If one of the 1,200 wealthiest Athenians eligible was tasked with the performance of a public liturgy and financing one of the many public concerns of Athens, he could avoid the duty by nominating a richer man who was more qualified than himself to perform it. If the supposedly richer man disagreed with the terms, then the entirety of their estates would be exchanged and the now more wealthy man would have to perform the liturgy, as originally planned. The law inspired Isocrates' Antidosis, which was written in the form of a court case where Isocrates had to defend himself from a charge of corrupting the youth by teaching them how to speak well in order for them to gain an unfair advantage over their peers. Although this work is put forward by Isocrates as his imagined defense in a legal case, it is more a treatise on morality and teaching.
Wikipedia DE
Antidosis (altgriechisch ἀντίδοσις, wörtlich Gegengabe, Tausch) war ein Rechtsbehelf des attischen Rechtssystems gegen die Heranziehung zu Leistungen.
Die Verpflichtung zu einer Leiturgie (λειτουργία, leiturgia) wie der Durchführung der alljährlichen Theateraufführungen oder dem Bau von Kriegsschiffen ergab sich aus Listen der vermögendsten Mitglieder einer deme, die aufgrund von Vermögensangaben erstellt wurden. Ein Bürger, der zu einer Liturgie herangezogen werden sollte, hatte die Möglichkeit, einen anderen zu benennen, der reicher und für die ehrenvolle, aber belastende Aufgabe geeigneter sei. Wenn der Benannte einräumte, reicher zu sein, hatte er die Liturgie zu übernehmen. Machte er jedoch geltend, ärmer zu sein, konnte der, der ihn benannt hatte, einen Gerichtsentscheid erzwingen, dass beide ihre gesamten Vermögen austauschten; er als neuer Inhaber des als größer angesehenen Vermögens musste dann die Liturgie erfüllen.
Dieser Vermögenstausch, der Antidosis genannt wurde und auf ein Gesetz Solons zurückgehen soll, stellte demnach ein feinsinniges Instrument dar, mit dem der Argwohn der Reichen eher gegen andere Reiche als gegen den Staat gerichtet wurde.
Obwohl einige Antidosis-Herausforderungen überliefert sind, ist kein Fall belegt, in dem der Tausch tatsächlich durchgeführt wurde.
Die Antidosis-Rede des Isokrates (Περὶ τῆς ἀντιδόσεως) ist eine nicht gehaltene, fiktive Gerichtsrede, die der Redner 354/353 v. Chr. verfasste, ein autobiographisches Alterswerk, in dem Isokrates gegen die Anklage wegen seines verderblichen Einflusses auf die Jugend sein Leben, seinen – nach seiner Ansicht häufig verkannten – Charakter und die Grundlagen seines Bildungskonzepts der athenischen Öffentlichkeit in lobpreisenden Tönen ausführlich darstellt. Durch ihren autobiographisch-historischen Wert ist die Rede ein interessantes Dokument der Literatur des 4. Jh. v. Chr.
Wikipedia EL
Η αντίδοσις ήταν νόμος που λειτουργούσε μέσα στο πλαίσιο των Λειτουργιών της Αθηναϊκής πολιτείας. Όταν ένα πολίτης οριζόταν να εκτελέσει μια από τις λειτουργίες, αν έκρινε ότι αυτή ήταν δυσανάλογη με τις οικονομικές του δυνατότητες, μπορούσε να την αρνηθεί υποδεικνύοντας άλλον, πλουσιότερο συμπολίτη του. Ο δεύτερος όφειλε είτε να δεχθεί τη λειτουργία είτε να ανταλλάξει την περιουσία του με τον πρώτο. Η διαδικασία αυτή λεγόταν αντίδοσις.
Translations
punishment
Albanian: dënim, ndëshkim; Arabic: عِقَاب, جَزَاء, مُجَازَاة; Armenian: պատիժ, պատժում; Old Armenian: պատիժ, պատուհաս; Asturian: castigu; Azerbaijani: cəza; Bashkir: яза; Belarusian: пакаранне, кара; Bengali: সাজা, দণ্ড; Bulgarian: наказание; Burmese: ဒဏ်, အပြစ်; Catalan: punició, puniment; Cherokee: ᎤᏓᏍᏛᏗᏍᏗ; Chinese Mandarin: 懲罰/惩罚, 刑罰/刑罚; Cornish: kessydhyans; Czech: trest; Danish: straf; Dutch: bestraffing, straf; Esperanto: puno; Estonian: karistus; Faroese: revsing; Finnish: rankaiseminen, rankaisu; French: punition, châtiment; Galician: castigo, punición; Georgian: დასჯა; German: Strafe, Bestrafung; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌱𐌴𐌹𐍄; Greek: τιμωρία; Ancient Greek: ἀνταπόδομα, ἀνταπόδοσις, ἀντίδοσις, ἀντιμισθία, ἀντίποινα, δίκη, ἐκδικία, ἔκτεισις, ἔκτεισμα, ἐπεξέλευσις, ἐπιζάμια, ἐπιζήμια, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιπομπή, ἐπισκοπή, ἐπιτίμησις, ἐπιτίμιον, τὰ ἐπίχειρα, εὔθυνα, ζημία, ζημίωμα, ζημίωσις, κατάκριμα, κέντημα, κόλασμα, κολασμός, κυφωνισμός, νέμεσις, ποίνημα, τὰ ἐπιζάμια, τὰ ἐπιζήμια, τιμώρημα, τιμώρησις, τιμωρία, τίσις, ὑπεξέλευσις; Hebrew: עונש \ עֹנֶשׁ, עֲנִישָׁה; Hindi: सज़ा, दण्ड; Hungarian: büntetés; Icelandic: refsing; Indonesian: hukuman; Italian: punizione, pena, castigo; Japanese: 罰, 懲罰, 処罰, 刑罰; Kazakh: жаза; Khmer: ទណ្ឌ, ទណ្ឌកម្ម, ទណ្ឌកិច្ច; Korean: 처벌(處罰), 벌(罰), 형벌(刑罰), 징벌(懲罰); Kurdish Northern Kurdish: ceza; Kyrgyz: жаза; Lao: ໂທດ, ທັນ; Latin: supplicium, poena; Latvian: sods, sodīšana; Lithuanian: bausmė; Luxembourgish: Strof; Macedonian: казна, казнување; Malay: hukuman, seksa, dera; Malayalam: ശിക്ഷ; Mongolian Cyrillic: шийтгэл; Norman: peunnition; Norwegian Bokmål: straff; Occitan: puniment; Old English: wīte; Pashto: جزاء, ايداد, مجازات; Persian: تنبیه, جزا, مجازات; Polish: karanie, kara; Portuguese: punição; Quechua: wanay; Romanian: pedepsire, pedeapsă; Russian: наказание, кара; Sanskrit: दण्ड, दम, निग्रह; Scottish Gaelic: peanasachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: ка̏зна; Roman: kȁzna; Slovak: trest; Slovene: kazen; Spanish: castigo; Swedish: straff; Tajik: ҷазо, сазо, муҷозот; Tamil: தண்டம், தண்டனம்; Tatar: җәза; Thai: โทษ, ทัณฑ์; Turkish: ceza; Turkmen: jeza; Ukrainian: покарання, кара; Urdu: سَزا, دَنْڈ; Uyghur: جازا; Uzbek: jazo; Vietnamese: hình phạt, trừng trị, sự phạt; Yiddish: שטראָף; Zazaki: ceza