ἡγεμονικός: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=igemonikos | |Transliteration C=igemonikos | ||
|Beta Code=h(gemoniko/s | |Beta Code=h(gemoniko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἡγεμονική, ἡγεμονικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of a leader]] or [[for a leader]], [[ready to lead]] or [[ready to guide]], πρός τι [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.3.14 (Comp.); πρὸς τὰ πονηρά Id.''Cyr.''2.2.25; κλῆμα ἡγεμονικώτατον τῆς ἀμπέλου ''Gp.''4.13.4; [[ἡγεμονικὸς τόπος]] [[vital]] [[spot]], Vett.Val.38.13.<br><span class="bld">II</span> [[capable]] of [[command]], [[authoritative]], ψυχὴ ἐν τοῖς ἥλιξι ἡ. X.''Smp.''8.16; ἡγεμονικὴ φύσις Philol.11; ἡ. τὴν φύσιν [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''252e; ἡ. τέχναι Id.''Phlb.''55d; οἱ κατ' ἀρετὴν ἡ. πρὸς πολιτικὴν ἀρχήν Arist.''Pol.''1288a12; τὸ ἄρρεν.. τοῦ θήλεος ἡγεμονικώτερον ib.1259b2; <b class="b3">ἡγεμονικωτάτη [ἐπιστήμη]</b> Id.''Metaph.''996b10; ἡγεμονικὸς καὶ πολιτικὸς [[βίος]] (''[[sc.]]'' τῆς πόλεως) Id.''Pol.''1327b5; [[ζῴδια]] viz. Aries, Leo, Sagittarius, ''Cat.Cod.Astr.''1.165, Ptol.''Tetr.''34; [[ἡγεμονικόν]], [[authoritative]], of [[knowledge]], [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 352b; [[τὸ ἡγεμονικόν]] the [[authoritative]] part of the [[soul]] ([[reason]]), especially in Stoic [[philosophy]], Zeno Stoic.1.39, etc.; but also, the [[governing]] [[part]] of the [[universe]], of the [[aether]] or [[sun]], Chrysipp.Stoic.2.186,192, Cleanth.ib.1.112. Adv. [[ἡγεμονικῶς]] = [[like a leader]], opp. [[δεσποτικῶς]], Arist.''Fr.''658; ἡ. καὶ βασιλικῶς Plb.2.64.6, cf. Procl.''in Alc.''p.52C.: Comp. [[ἡγεμονικώτερον]] [[more]] like an [[emperor]], J.''AJ''19.4.2.<br><span class="bld">2</span> = Lat. [[consularis]], Plu.''Pomp.''26.<br><span class="bld">3</span> of or [[belong]]ing to the [[prefect]] of [[Egypt]], [[ὑπηρέτης]] ''CPR''18.35 (ii A.D.); πλοῖα ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''2116.1 (iii A.D.).<br><span class="bld">4</span> [[ἡγεμονικά]], τά, [[payment]] to a [[ἡγεμών]], ἐδίδοτο Κλέωνι ἐν 'Αλεξανδρείᾳ ἡ… καὶ σῖτος ἀκόλουθος PLond.ined. 2089 (iii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> propre à diriger, à | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[propre à diriger]], [[à conduire]] ; τὸ ἡγεμονικόν PLUT la partie dirigeante de l'âme, la faculté directrice <i>ou</i> maîtresse, la raison;<br /><b>2</b> [[propre à commander]] ; qui concerne le chef;<br /><i>Cp.</i> ἡγεμονικώτερος, <i>Sp.</i> ἡγεμονικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἡγεμών]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἡγεμονικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι»)<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («[[ἡγεμονικός]] τὴν φύσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει την [[κλίση]] ή την [[τάση]] να ηγεμονεύει, να άρχει («τὸ ἄρρεν... τοῦ θήλεος ἡγεμονικώτερον», Αριστ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε ηγεμόνα, [[μεγαλειώδης]], [[μεγαλοπρεπής]]<br /><b>2.</b> [[πλουσιοπάροχος]], [[γενναιόδωρος]] («ηγεμονικά δώρα»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἡγεμονικόν</i><br />αρχοντικό και υπερήφανο [[παράστημα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἡγεμονικόν</i><br />με τρόπο που αρμόζει σε ηγεμόνα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[σημαντικός]] («[[κλῆμα]] ἡγεμονικώτατον τῆς ἀμπέλου», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να οδηγεί, να κυβερνά («πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με», <b>Θ. Λειτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ύπατο ή σε βασιλιά<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον έπαρχο της Αιγύπτου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡγεμονικόν</i><br />α) (για τη [[γνώση]]) η εξουσιαστική [[αρχή]]<br />β) το εξουσιαστικό [[μέρος]], η [[δύναμη]] της ψυχής που καθοδηγεί, ο [[λόγος]]<br />γ) (για τον αιθέρα ή τον ήλιο) αυτός που κυβερνά την [[οικουμένη]]<br /><b>4.</b> <b>πάπ.</b> (ουδ. πληθ.) <i>τὰ ἡγεμονικά</i><br />οι απολαβές, ο [[μισθός]] του ηγεμόνα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηγεμονικώς</i> και -<i>ά</i> (AM ἡγεμονικῶς)<br />με τρόπο που αρμόζει σε ηγεμόνα, σε αρχηγό<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[μεγαλοπρέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηγεμών</i> (-<i>όνος</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i> (πρβλ. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἡγεμονικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι»)<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («[[ἡγεμονικός]] τὴν φύσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει την [[κλίση]] ή την [[τάση]] να ηγεμονεύει, να άρχει («τὸ ἄρρεν... τοῦ θήλεος ἡγεμονικώτερον», Αριστ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε ηγεμόνα, [[μεγαλειώδης]], [[μεγαλοπρεπής]]<br /><b>2.</b> [[πλουσιοπάροχος]], [[γενναιόδωρος]] («ηγεμονικά δώρα»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἡγεμονικόν</i><br />αρχοντικό και υπερήφανο [[παράστημα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἡγεμονικόν</i><br />με τρόπο που αρμόζει σε ηγεμόνα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[σημαντικός]] («[[κλῆμα]] ἡγεμονικώτατον τῆς ἀμπέλου», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να οδηγεί, να κυβερνά («πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με», <b>Θ. Λειτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ύπατο ή σε βασιλιά<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον έπαρχο της Αιγύπτου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡγεμονικόν</i><br />α) (για τη [[γνώση]]) η εξουσιαστική [[αρχή]]<br />β) το εξουσιαστικό [[μέρος]], η [[δύναμη]] της ψυχής που καθοδηγεί, ο [[λόγος]]<br />γ) (για τον αιθέρα ή τον ήλιο) αυτός που κυβερνά την [[οικουμένη]]<br /><b>4.</b> <b>πάπ.</b> (ουδ. πληθ.) <i>τὰ ἡγεμονικά</i><br />οι απολαβές, ο [[μισθός]] του ηγεμόνα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηγεμονικώς</i> και -<i>ά</i> (AM ἡγεμονικῶς)<br />με τρόπο που αρμόζει σε ηγεμόνα, σε αρχηγό<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[μεγαλοπρέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηγεμών</i> (-<i>όνος</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i> ([[πρβλ]]. [[αλαζονικός]], [[κηδεμονικός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:58, 18 September 2023
English (LSJ)
ἡγεμονική, ἡγεμονικόν,
A of a leader or for a leader, ready to lead or ready to guide, πρός τι X.Mem.2.3.14 (Comp.); πρὸς τὰ πονηρά Id.Cyr.2.2.25; κλῆμα ἡγεμονικώτατον τῆς ἀμπέλου Gp.4.13.4; ἡγεμονικὸς τόπος vital spot, Vett.Val.38.13.
II capable of command, authoritative, ψυχὴ ἐν τοῖς ἥλιξι ἡ. X.Smp.8.16; ἡγεμονικὴ φύσις Philol.11; ἡ. τὴν φύσιν Pl.Phdr.252e; ἡ. τέχναι Id.Phlb.55d; οἱ κατ' ἀρετὴν ἡ. πρὸς πολιτικὴν ἀρχήν Arist.Pol.1288a12; τὸ ἄρρεν.. τοῦ θήλεος ἡγεμονικώτερον ib.1259b2; ἡγεμονικωτάτη [ἐπιστήμη] Id.Metaph.996b10; ἡγεμονικὸς καὶ πολιτικὸς βίος (sc. τῆς πόλεως) Id.Pol.1327b5; ζῴδια viz. Aries, Leo, Sagittarius, Cat.Cod.Astr.1.165, Ptol.Tetr.34; ἡγεμονικόν, authoritative, of knowledge, Pl.Prt. 352b; τὸ ἡγεμονικόν the authoritative part of the soul (reason), especially in Stoic philosophy, Zeno Stoic.1.39, etc.; but also, the governing part of the universe, of the aether or sun, Chrysipp.Stoic.2.186,192, Cleanth.ib.1.112. Adv. ἡγεμονικῶς = like a leader, opp. δεσποτικῶς, Arist.Fr.658; ἡ. καὶ βασιλικῶς Plb.2.64.6, cf. Procl.in Alc.p.52C.: Comp. ἡγεμονικώτερον more like an emperor, J.AJ19.4.2.
2 = Lat. consularis, Plu.Pomp.26.
3 of or belonging to the prefect of Egypt, ὑπηρέτης CPR18.35 (ii A.D.); πλοῖα POxy.2116.1 (iii A.D.).
4 ἡγεμονικά, τά, payment to a ἡγεμών, ἐδίδοτο Κλέωνι ἐν 'Αλεξανδρείᾳ ἡ… καὶ σῖτος ἀκόλουθος PLond.ined. 2089 (iii B.C.).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 propre à diriger, à conduire ; τὸ ἡγεμονικόν PLUT la partie dirigeante de l'âme, la faculté directrice ou maîtresse, la raison;
2 propre à commander ; qui concerne le chef;
Cp. ἡγεμονικώτερος, Sp. ἡγεμονικώτατος.
Étymologie: ἡγεμών.
Russian (Dvoretsky)
ἡγεμονικός:
1 способный (при)вести, могущий направить (πρὸς τὴν φιλίαν, πρὸς τὰ πονηρά Xen.);
2 способный руководить, умеющий управлять (φύσις τινός Plat.; ἀνήρ Xen., Plut.);
3 пользующийся авторитетом (ἐν τοῖς ἥλιξι Xen.);
4 руководящий, ведущий (τέχναι Plat.; ἐπιστήμη Arst.; τάξις Plut.);
5 (= лат. imperatorius) имеющий опыт или звание военачальника (ἡγεμονικοὶ καὶ στρατηγικοὶ ἄνδρες Plut. - ср. 2).
German (Pape)
[Seite 1150] zum Anführer gehörig, ihn betreffend, ihm eigen; οὐκ ἰσχυρὸν οὐδ' ἡγεμονικὸν οὐδ' ἀρχικὸν εἶναι τὴν ἐπιστήμην Plat. Prot. 352 b; εἰ φιλόσοφός τε καὶ ἡγεμονικὸς τὴν φύσιν, zum Anführer geeignet, Phaedr. 252 e; ἡγεμονικώτερος πρὸς τὴν πρᾶξιν, geeigneter den Anfang zu machen, Xen. Mem. 2, 3, 14; auch πρὸς τὰ πονηρά, dazu verleitend, Cyr. 2, 2, 25; Ὀδυσσέα τὸν ἡγεμονικώτατον ἄνδρα, der sich am besten auf das Anführen verstand, Pol. 9, 16, 1; ἡγεμ ονικοὶ καὶ στρατηγικοὶ κατελέγησαν ἄνδρες Plut. Pomp. 26; οἱ ἡγεμόνες ὑπολαμβάνοντες ἡγεμονικὴν εἶναι τὴν πρώτην χώραν Pol. 10, 22, 2; ἡγ. ἐμπειρία ibd. 4; ἡγεμονικωτέρα τάξις, die Stellung, die sich besser für den Anführer ziemt, Plut. Poplic. 12; – τὸ ἡγεμονικόν, bei den Philosophen das leitende Princip, S. Emp. adv. Math. 7, 380, oft; D. L. 7, 159; Cic. de N. D. 2, 11. – Adv. ἡγεμονικῶς, z. B. συμφορὰν ὑπομένειν, eines Feldherrn würdig, Plut. Sertor. 27.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἡγεμονικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι»)
2. ο ικανός να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («ἡγεμονικός τὴν φύσιν», Πλάτ.)
3. αυτός που έχει την κλίση ή την τάση να ηγεμονεύει, να άρχει («τὸ ἄρρεν... τοῦ θήλεος ἡγεμονικώτερον», Αριστ.)
νεοελλ.
1. αυτός που αρμόζει σε ηγεμόνα, μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής
2. πλουσιοπάροχος, γενναιόδωρος («ηγεμονικά δώρα»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡγεμονικόν
αρχοντικό και υπερήφανο παράστημα
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡγεμονικόν
με τρόπο που αρμόζει σε ηγεμόνα
μσν.-αρχ.
1. πολύ σημαντικός («κλῆμα ἡγεμονικώτατον τῆς ἀμπέλου», Γεωπ.)
2. αυτός που έχει την ιδιότητα να οδηγεί, να κυβερνά («πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με», Θ. Λειτ.)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ύπατο ή σε βασιλιά
2. αυτός που ανήκει στον έπαρχο της Αιγύπτου
3. το ουδ. ως ουσ. τo ἡγεμονικόν
α) (για τη γνώση) η εξουσιαστική αρχή
β) το εξουσιαστικό μέρος, η δύναμη της ψυχής που καθοδηγεί, ο λόγος
γ) (για τον αιθέρα ή τον ήλιο) αυτός που κυβερνά την οικουμένη
4. πάπ. (ουδ. πληθ.) τὰ ἡγεμονικά
οι απολαβές, ο μισθός του ηγεμόνα.
επίρρ...
ηγεμονικώς και -ά (AM ἡγεμονικῶς)
με τρόπο που αρμόζει σε ηγεμόνα, σε αρχηγό
νεοελλ.
με μεγαλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ηγεμών (-όνος) + κατάλ. -ικός (πρβλ. αλαζονικός, κηδεμονικός)].
Greek (Liddell-Scott)
ἡγεμονικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς ἡγεμόνα, ἕτοιμος, ἐπιτήδειος πρὸς ὁδηγίαν, πρὸς τι Ξεν. Ἀπομν. 2. 3. 14· πρὸς τὰ πονηρὰ ὁ αὐτ. Κύρ. 2. 2, 25. ΙΙ. ἱκανὸς νὰ διοικήσῃ, κυβερνητικός, ἀρχικός, Λατ. princeps, ψυχὴ ἐν τοῖς ἥλιξι ἡγ. ὁ αὐτ. Συμπ. 8, 16· ἡγ. φύσις Φιλόλαος παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 8· ἡγεμονικὸς τὴν φύσιν Πλάτ. Φαίδρ. 252Ε· ἡγ. τέχνη ὁ αὐτ. Φιλήβ. 55D· οἱ κατ’ ἀρετὴν ἡγ. Ἀριστ. Πολ. 3, 17, 4· τὸ ἄρρεν... τοῦ θήλεος ἡγεμονικώτερον αὐτόθι 1. 12, 1· ἡγ. καὶ πολιτικὸς βίος αὐτόθι 7. 6, 7· -ἡγεμονικόν, κυβερνητική, ἡγεμονικὴ ἀρχή, Πλάτ. Πρωτ. 352Β· τὸ ἡγεμονικόν, τὸ κυβερνητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς (ὁ νοῦς, τὸ λογικόν), Ζήνων παρὰ Διογ. Λ. 7. 159, πρβλ. Πλούτ. 2. 898F, πρβλ. Cic. N. D. 2. 11. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον ἡγεμόνος, στρατηγοῦ, στρατηγικῶς, ἀντίθετον δεσποτικῶς, Ἀριστ. Πολ. Ἀποσπ. 81. 2) ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ Consularis, Πλούτ. Πομπ. 26.
Greek Monotonic
ἡγεμονικός: -ή, -όν,
I. ο κατάλληλος να προηγείται ή να οδηγεί, σε Ξεν.
II. 1. ο ικανός να διοικεί, ο κυβερνητικός, ο αρχηγικός, στον ίδ. κ.λπ.
2. χρησιμ. ως μετάφραση του Ρωμ. Consularis, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἡγεμονικός, ή, όν
I. ready to lead or guide, Xen.
II. fit to command, authoritative, leading, Xen., etc.
2. = Rom. Consularis, Plut.