Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλονεικέω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filoneikeo
|Transliteration C=filoneikeo
|Beta Code=filoneike/w
|Beta Code=filoneike/w
|Definition=[[φιλονεικία]], [[φιλόνεικος]], v [[φιλονικέω]], [[φιλονικεία]], [[φιλόνικος]].
|Definition=[[φιλονεικία]], [[φιλόνεικος]], v [[φιλονικέω]], [[φιλονικία]], [[φιλόνικος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> [[aimer les querelles]] ; quereller : τι chercher querelle pour qch;<br /><b>2</b> [[le disputer à]].<br />'''Étymologie:''' [[φιλόνεικος]].
|btext=[[φιλονεικῶ]] :<br /><b>1</b> [[aimer les querelles]] ; quereller : τι chercher querelle pour qch;<br /><b>2</b> [[le disputer à]].<br />'''Étymologie:''' [[φιλόνεικος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 18:25, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλονεικέω Medium diacritics: φιλονεικέω Low diacritics: φιλονεικέω Capitals: ΦΙΛΟΝΕΙΚΕΩ
Transliteration A: philoneikéō Transliteration B: philoneikeō Transliteration C: filoneikeo Beta Code: filoneike/w

English (LSJ)

φιλονεικία, φιλόνεικος, v φιλονικέω, φιλονικία, φιλόνικος.

German (Pape)

[Seite 1282] ein φιλόνεικος sein, zanksüchtig, rechthaberisch sein, bes. wetteifern, den Vorrang streitig machen; Thuc. 3, 82. 5, 43; Amphis bei Ath. IV, 175 a; τινὶ πρὸς ἀρετήν, mit Einem in der Tugend, Plat. Legg. V, 731 a; προσεποιεῖτο φιλονεικεῖν πρὸς τὸ ἐμὲ εἶναι τὸν ἀποκρινόμενον Rep. I, 338 a; vgl. Gorg. 457 e; ohne πρός Prot. 360 d; περὶ ἀριστείων Legg. XI, 933 c; τούτου ἕνεκα πεφιλονείκηνται X, 907 e; πρὸς ἀλλήλους Lys. 3, 40; περί τινος, Isocr. 2, 25. 4, 85; Xen. Cyr. 1, 4,15 u. öfter; auch mit flgdm ὅπως, Mem. 2, 3,17; περί τινος Pol. 5, 93, 8.

French (Bailly abrégé)

φιλονεικῶ :
1 aimer les querelles ; quereller : τι chercher querelle pour qch;
2 le disputer à.
Étymologie: φιλόνεικος.

Russian (Dvoretsky)

φιλονεικεω:
1 рьяно, завзято спорить (μὴ φιλονεικῶν, ἀλλὰ παραμυθούμενος Plat.; ἐφιλονεικήσαμεν πρὸς ἀλλήλους περί τινος Lys.): τούτου ἕνεκα πεφιλονείκηνται (οἱ λόγοι) Plat. ради этого-то и был поднят этот спор;
2 соперничать, соревноваться: φ. τινι πρὸς ἀρετήν Plat. соперничать с кем-л. в добродетели; περὶ καλλίστων φ. Isocr. соревноваться в прекрасном;
3 упорствовать, настаивать: φ. μοι δοκεῖς τὸ ἐμὲ εἶναι τὸν ἀποκρινόμενον Plat. ты, кажется мне, упорно требуешь, чтобы отвечал (именно) я; τὰ χείρω φιλονεικῆσαι Thuc. из упрямства предпочесть худшее.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλονεικέω: (τὸ ὀρθὸν φιλονικέω, ἴδε ἐν τέλει), ἀγαπῶ τὰς ἔριδας, τὰς λογομαχίας ἀγωνίζομαι ἐπιμόνως, ἀντιμάχομαι, ἐρίζω ἐπιμόνως, εἶμαι φίλερις, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, φρονήματι φ. ἠναντιοῦτο, ἀγόμενος ἐκ φατριαστικοῦ πνεύματος, Θουκ. 5. 43, Λυσί. 165. 2· φιλονεικοῦντας, ἀλλ’ οὐ ζητοῦντας τὸ προκείμενον Πλάτ. Γοργ. 457Ε, πρβλ. Πολ. 499Ε, Λυσί. 913 Reisk.· οἵτινες… νενικηκότες ἤδη… οὕτω φιλονεικοῦσιν, ὥστε… Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 16. ― Κεῖται δέ, ἀπολ., ἴδε ἀνωτ.· ― φ. πρός τινα περί τινος Λυσ. 100. 1· τινὶ πρός τι Πλάτ. Νόμ. 731Α· καὶ ἄνευ τοῦ προσώπου, φ. περί τινος Ἰσοκρ. 19Ε, 217C, Πλάτ. Νόμ. 935C· ― μετ’ αἰτ., φ. τὸ ἐμὲ εἶναι τὸν ἀποκρινόμενον, θέλεις καὶ καλὰ ἐγὼ νὰ ἀποκριθῶ, Πλάτ. Πρωτ. 360Ε· ἀλλ’ ἡ αἰτιατ. εἶναι κατὰ τὸ πλεῖστον οὐδ. ἐπιθ., τὰ χείρω φ., εἶμαι τοσοῦτον ἰσχυρογνώμων ὥστε νὰ ἐκλέξω τὸ χεῖρον, Θουκ. 5. 111· μηδὲν φιλονείκει Δημ. 501. 5· ― ὡσαύτως, φ. τοῦτο, ὅπως… Πλάτ. Φίληβ. 14Β· καί, φ. ὅπως… Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 17· ― ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 15, ἀντὶ ἐφιλονείκησαν αὐτούς, πιθανῶς διορθωτέον αὐτοῖς ἢ πρὸς αὐτούς. ― Παθ., πεφιλονείκηνται οἱ λόγοι μή… Πλάτ. Νόμ. 907C. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἁμιλλώμενοι καὶ φ. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 15· φ. περὶ τῶν καλλίστων Ἰσοκρ. 57Ε· φ. ὅπως… ὁ αὐτ. 105C· φιλονεικητέον ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 135Β. ― Περὶ τοῦ τύπου φιλονικέω, ἴδε φιλόνεικος ἐν τέλει.

Greek Monolingual

και φιλονεικώ / φιλονικῶ και φιλονεικῶ, φιλονεικέω, ΝΜΑ φιλόνικος / φιλόνεικος
1. αγαπώ τις έριδες, μού αρέσει να διαπληκτίζομαι, καβγαδίζω, τσακώνομαι, μαλώνω
αρχ.
1. (με θετ. σημ.) αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι
2. προσπαθώ, αγωνίζομαι, πασχίζω («κἄν μυριάκις φιλονεικήσωμεν», Ιω. Χρυσ.)
3. αμφισβητώ («φιλονεικεῖν τὴν ἀκατάληπτον καὶ ἄρρητον τοῦ Θεοῦ πρόνοιαν», Ιωάνν. Χρυσ.)
4. είμαι συνηθισμένος, συνηθίζω να...

Greek Monotonic

φῐλονεικέω: μέλ. -ήσω (φιλόνεικος
1. αγαπώ τις διαμάχες, μετέχω σε λεκτική διαμάχη, είμαι εριστικός, φιλονεικῶν, έξω από εριστικότητα ή ομαδικό πνεύμα, σε Θουκ., Πλάτ.· φιλονεικέω πρός τινα, σε Λυσ.· με αιτ., φιλονεικεῖς, τὸ ἐμὲ εἶναι τὸν ἀποκρινόμενον, ανυπομονείς να είμαι απολογούμενος, σε Πλάτ.· τὰ χείρω φιλονεικέω, είμαι τόσο ισχυρογνώμων ώστε να επιλέξω το χειρότερο, σε Θουκ.
2. με θετική σημασία, μάχομαι με άμιλλα, φιλονεικέω περὶ τῶν καλλίστων, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

φῐλονεικέω, fut. -ήσω φιλόνεικος
1. to be fond of strife, engage in eager rivalry, be contentious, φιλονεικῶν out of contentiousness or party spirit, Thuc., Plat.; φ. πρός τινα Lys.:—c. acc., φ. τὸ ἐμὲ εἶναι τὸν ἀποκρινόμενον to be eager that I should be the answerer, Plat.; τὰ χείρω φ. to be so obstinate as to choose the worst, Thuc.
2. in good sense, to struggle emulously, φ. περὶ τῶν καλλίστων Isocr.