πανοπλία: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(CSV import)
 
Line 45: Line 45:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[full armour]], [[full array]], [[full suit of armour]], [[suit of armour]]
|woodrun=[[full armour]], [[full array]], [[full suit of armour]], [[suit of armour]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[armatura]]'', [[armor]], [[arms]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.114.1/ 3.114.1].
}}
}}

Latest revision as of 14:35, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνοπλία Medium diacritics: πανοπλία Low diacritics: πανοπλία Capitals: ΠΑΝΟΠΛΙΑ
Transliteration A: panoplía Transliteration B: panoplia Transliteration C: panoplia Beta Code: panopli/a

English (LSJ)

Ion. πανοπλίη, ἡ, suit of armour of a ὁπλίτης, i.e. shield, helmet, breast plate, greaves, sword, and lance, IG12.45.11 (prob.), Th.3.114, Isoc.16.29, SIG421.39 (Thermae, iii B. C.), etc.; γυναῖκα σκευάσαντες πανοπλίῃ Hdt.1.60; πανοπλίᾳ παντελεῖ κοσμηθεῖσα Pl.Lg. 796c; κοσμήσαντες π. Ἑλληνικῇ Hdt.4.180; πανοπλίαν ἕστηκ' ἔχουσα Ar.Av.830; π. ἔχων βαδίζεις Id.Pl.951: in plural, π. ἐπάργυροι καὶ κατάχρυσοι Onos.1.20: metaph., ἐνδύσασθε τὴν π. τοῦ θεοῦ Ep.Eph.6.11.

German (Pape)

[Seite 461] ἡ, die ganze, volle Rüstung der Schwerbewaffneten, Schild, Helm, Brustpanzer, Beinschienen, Schwert u. Lanze, die schwere Rüstung; Ar. Av. 434; πανοπλίαν λαβεῖν, Isocr. 16, 29; πανοπλίαι, Thuc. 3, 114; Pol. 3, 62, 5; bes. πανοπλίῃ σκευάζειν, Her. 1, 60; Ar. Plut. 951; πανοπλίᾳ κοσμηθεῖσα, Plat. Legg. VII, 796 b, vgl. Menex. 249 a.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
panoplie ou armure complète d'un hoplite (bouclier, casque, cuirasse, cuissards, épée et lance).
Étymologie: πάνοπλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανοπλία -ας, ἡ, Ion. πανοπλίη [πᾶς, ὅπλον] volle wapenrusting, spec. van hoplieten:; Ἀχιλλέως π. de wapenrusting van Achilles Luc. 31.7; overdr.: ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ θεοῦ trek de wapenrusting van God aan NT Eph. 6.11.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνοπλία: ион. πανοπλίη ἡ паноплия, полное вооружение (гоплита) (т. е. щит, шлем, броня, поножи, меч и копье): πανοπλίᾳ Plat., πανοπλίη Her. в полном вооружении, во всеоружии.

English (Strong)

from a compound of πᾶς and ὅπλον; full armor ("panoply"): all (whole) armour.

English (Thayer)

πανοπλίας, ἡ (from πάνοπλος wholly armed, in full armor; and this from πᾶς and ὅπλον), full armor, complete armor (i. e. a shield, sword, lance, helmet, greaves, and breastplate, (cf. Polybius 6,28, 2ff)): Θεοῦ, which God supplies (Winer's Grammar, 189 (178)), Herodotus, Plato, Isocrates, Polybius, Josephus, the Sept.; tropically, of the various appliances at God's command for punishing, Wisdom of Solomon 5:18.)

Greek Monolingual

η / Α ιων. τ. πανοπλίη, ΝΜΑ πάνοπλος
1. το σύνολο τών αμυντικών και επιθετικών όπλων που φέρει επάνω του ένας πολεμιστής, ο πλήρης οπλισμός του: η ασπίδα, η περικεφαλαία, ο θώρακας, οι κνημίδες, το ξίφος και το δόρυ
2. μτφ. το σύνολο τών πνευματικών εφοδίων για την ευδοκίμηση κάποιου στη ζωή, για τη σταδιοδρομία του.

Greek Monotonic

πᾰνοπλία: Ιων. -ίη, ἡ, ολόκληρη η πανοπλία του ὁπλίτου, δηλ. ασπίδα, περικεφαλαία, θώρακας, κνημίδες, ξίφος και δόρυ, ολόκληρη η αμυντική στολή, πανοπλία, σε Θουκ. κ.λπ.· πανοπλίᾳ, Ιων. —ίῃ, εν πλήρει εξαρτύσει, σε Ηρόδ.· ομοίως, πανοπλίαν ἔχων στῆναι, σε Αριστοφ.· τὴν πανοπλίαν λαβεῖν, στον ίδ.· μεταφ., ἡ πανοπλία τοῦ θεοῦ, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνοπλία: Ἰωνικ. -ίη, ἡ, ὁ πλήρης ὁπλισμὸς τοῦ ὁπλίτου, δηλ. ἀσπίς, περικεφαλαία, θώραξ, κνημῖδες, ξίφος καὶ δόρυ, Θουκ. 3. 114, Ἰσοκρ. 352D, κτλ.· πανοπλίᾳ. Ἰων. -ίη, ἐν πλήρει ὁπλισμῷ, de pied en cap, Ἡρόδ. 1. 60, Πλάτ. Νόμ. 796Β· κοσμήσαντες π. Ἑλληνικῇ Ἡρόδ. 4. 180 οὕτω, πανοπλίαν ἔχων στῆναι, βαδίζειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 830, Πλ. 951· τὴν π. λαβεῖν ὁ αὐτ. Ὄρν. 434· - μεταφορ., ἐνδύσθασθε τὴν π. τοῦ θεοῦ Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. Ϛ΄, 11.

Middle Liddell

πᾰν-οπλία, ἡ,
the full armour of an ὁπλίτης, i. e. shield, helmet, breastplate, greaves, sword, and lance, a full suit of armour, panoply, Thuc., etc.; πανοπλίᾳ, ionic -ίῃ, in full armour, cap-à-pie, Hdt.; so, πανοπλίαν ἔχων στῆναι Ar.; τὴν π. λαβεῖν Ar.:— metaph., ἡ π. τοῦ θεοῦ NTest.

Chinese

原文音譯:panopl⋯a 潘-哦普利阿
詞類次數:名詞(3)
原文字根:每一-器具 相當於: (חֲלִיצָה‎)
字義溯源:全副盔甲,盔甲兵器,全副軍裝;由(πᾶς)*=眾人,所有)與(ὅπλον)*=器具)組成
出現次數:總共(3);路(1);弗(2)
譯字彙編
1) 全副軍裝(2) 弗6:11; 弗6:13;
2) 盔甲兵器(1) 路11:22

English (Woodhouse)

full armour, full array, full suit of armour, suit of armour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

armatura, armor, arms, 3.114.1.