ἐπίκοτος: Difference between revisions
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
(5) |
mNo edit summary |
||
(30 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epikotos | |Transliteration C=epikotos | ||
|Beta Code=e)pi/kotos | |Beta Code=e)pi/kotos | ||
|Definition= | |Definition=ἐπίκοτον,<br><span class="bld">A</span> [[wrathful]], [[vengeful]], στάσις Pi.''Fr.''109.4; μήδεα [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''601 (lyr.); [[ἐπικότους]] <b class="b3">τροφᾶς.. ἀράς</b> [[in wrath at]] the sons he had bred, Id.''Th.''786 (lyr.). Adv. [[ἐπικότως]] = [[wrathfully]], Id.''Pr.''163 (lyr.).<br><span class="bld">II</span>. Pass., [[hateful]], [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]'' 428. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0952.png Seite 952]] zürnend, aufgebracht; [[στάσις]] Pind. frg. 228; ἐπ' ἀνδρὶ δῄοισιν ἐπικότῳ, gegen die Feinde, Aesch. Ch. 619, vgl. Prom. 604; voll von Groll u. Haß, D. L. 7, 114. – Adv. ἐπικότως, Aesch. Prom. 192. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui garde rancune]], [[vindicatif]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κότος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίκοτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[гневный]], [[возмущенный]] ([[μήδεα]] Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[враждебный]] ([[στάσις]] Pind.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπίκοτος''': -ον, ὁ μετὰ κότου, ὀργῆς γινόμενος, [[ἐκδικητικός]], στάσιν ἐπίκοτον Πινδ. Ἀποσπ. 228· Ἥρας ἐπικότοισι μήδεσι Αἰσχύλ. Πρ. 602· τέκνοις δ᾿ ἀγρίας ἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶς, [[αἰαῖ]], πικρογλώσσους ἀρὰς ὁ αὐτ. ἐν. Θήβ. 787, ἴδε Ἕρμαν. ‒ Ἐπίρρ. -τως, ἐξωργισμένως, Αἰσχύλ. Πρ. 162. ΙΙ. Παθ., [[ἐπίμομφος]], «ἐπίκοτα· ἐπίμομφα· ἃ πᾶς ἄν τις μέμψαιτο. Σοφοκλῆς Ναυπλίῳ καταπλέοντι» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 386), πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 628. | |||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ἐπῐκοτος], -ον</b> [[angry]] στάσιν ἀπὸ πραπίδος ἐπίκοτον [[ἀνελών]] fr. 109. 3. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπίκοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> θυμωμένος, [[εχθρικός]], [[εκδικητικός]] («στάσιν ἐπίκοτον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μισητός]], [[απεχθής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπικότως</i><br />με [[οργή]], θυμωμένα, εχθρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κότος]] «[[οργή]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπίκοτος:''' -ον, οργισμένος, [[εκδικητικός]], σε Αισχύλ.· [[ἐπίκοτος]] τροφᾶς, εξοργισμένος [[έναντι]] των γιων που ανέθρεψε, στον ίδ.· επίρρ. <i>-τως</i>, οργισμένα, θυμωμένα. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐπί-κοτος, ον<br />[[wrathful]], [[vengeful]], Aesch.; [[ἐπίκοτος]] τροφᾶς in [[wrath]] at the [[sons]] he had [[bred]], Aesch.—adv. -τως, [[wrathfully]], Aesch. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[hateful]]=== | |||
Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: [[hatelijk]]; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: [[haineux]], [[odieux]]; German: [[häßlich]], [[gehässig]], [[hasserfüllt]]; Greek: [[μισητός]]; Ancient Greek: [[ἀνταῖος]], [[ἀξιομισής]], [[ἀπευκτός]], [[ἄπευκτος]], [[ἀπεχθήμων]], [[ἀπεχθής]], [[ἀποθύμιος]], [[ἀπόπτυστος]], [[ἀστεργής]], [[ἄφιλος]], [[δυσφιλής]], [[δυσχερής]], [[δυσώνυμος]], [[ἐπαχθής]], [[ἐπίκοτος]], [[ἐπίφθονος]], [[ἐχθοδοπός]], [[κατάπτυστος]], [[μεμισημένος]], [[μιαρός]], [[μισητός]], [[παντομισής]], [[στυγερός]], [[στυγητός]], [[Στύγιος]], [[στυγνός]]; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز, هودر; Polish: nienawistny; Russian: [[ненавистный]], [[полный ненависти]]; Spanish: [[odioso]]; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний | |||
===[[wrathful]]=== | |||
French: [[courroucé]]; Georgian: მრისხანე, შმაგი; German: [[zornig]], [[erzürnt]]; Greek: [[έξαλλος]], [[εξοργισμένος]], [[έξω φρενών]], [[οργισμένος]]; Ancient Greek: [[ἀποργής]], [[ἀρισκυδής]], [[βαρύκοτος]], [[βαρυμάνιος]], [[βαρυμήνιος]], [[βαρύμηνις]], [[δύσμηνις]], [[ἐπίκοτος]], [[θυμοπληθής]], [[κοτήεις]], [[μηνιτής]], [[περίθυμος]], [[περιοργής]], [[ὑπέρχολος]], [[χολωτός]]; Manx: corree, jymmoosagh, fargagh; Norwegian: olm; Polish: gniewny; Russian: [[гневный]], [[разгневанный]], [[рассерженный]]; Spanish: [[furioso]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:20, 8 July 2024
English (LSJ)
ἐπίκοτον,
A wrathful, vengeful, στάσις Pi.Fr.109.4; μήδεα A.Pr.601 (lyr.); ἐπικότους τροφᾶς.. ἀράς in wrath at the sons he had bred, Id.Th.786 (lyr.). Adv. ἐπικότως = wrathfully, Id.Pr.163 (lyr.).
II. Pass., hateful, S.Fr. 428.
German (Pape)
[Seite 952] zürnend, aufgebracht; στάσις Pind. frg. 228; ἐπ' ἀνδρὶ δῄοισιν ἐπικότῳ, gegen die Feinde, Aesch. Ch. 619, vgl. Prom. 604; voll von Groll u. Haß, D. L. 7, 114. – Adv. ἐπικότως, Aesch. Prom. 192.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui garde rancune, vindicatif.
Étymologie: ἐπί, κότος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκοτος:
1 гневный, возмущенный (μήδεα Aesch.);
2 враждебный (στάσις Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκοτος: -ον, ὁ μετὰ κότου, ὀργῆς γινόμενος, ἐκδικητικός, στάσιν ἐπίκοτον Πινδ. Ἀποσπ. 228· Ἥρας ἐπικότοισι μήδεσι Αἰσχύλ. Πρ. 602· τέκνοις δ᾿ ἀγρίας ἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶς, αἰαῖ, πικρογλώσσους ἀρὰς ὁ αὐτ. ἐν. Θήβ. 787, ἴδε Ἕρμαν. ‒ Ἐπίρρ. -τως, ἐξωργισμένως, Αἰσχύλ. Πρ. 162. ΙΙ. Παθ., ἐπίμομφος, «ἐπίκοτα· ἐπίμομφα· ἃ πᾶς ἄν τις μέμψαιτο. Σοφοκλῆς Ναυπλίῳ καταπλέοντι» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 386), πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 628.
English (Slater)
ἐπῐκοτος], -ον angry στάσιν ἀπὸ πραπίδος ἐπίκοτον ἀνελών fr. 109. 3.
Greek Monolingual
ἐπίκοτος, -ον (Α)
1. θυμωμένος, εχθρικός, εκδικητικός («στάσιν ἐπίκοτον», Πίνδ.)
2. μισητός, απεχθής.
επίρρ...
ἐπικότως
με οργή, θυμωμένα, εχθρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κότος «οργή»].
Greek Monotonic
ἐπίκοτος: -ον, οργισμένος, εκδικητικός, σε Αισχύλ.· ἐπίκοτος τροφᾶς, εξοργισμένος έναντι των γιων που ανέθρεψε, στον ίδ.· επίρρ. -τως, οργισμένα, θυμωμένα.
Middle Liddell
ἐπί-κοτος, ον
wrathful, vengeful, Aesch.; ἐπίκοτος τροφᾶς in wrath at the sons he had bred, Aesch.—adv. -τως, wrathfully, Aesch.
Translations
hateful
Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: hatelijk; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: haineux, odieux; German: häßlich, gehässig, hasserfüllt; Greek: μισητός; Ancient Greek: ἀνταῖος, ἀξιομισής, ἀπευκτός, ἄπευκτος, ἀπεχθήμων, ἀπεχθής, ἀποθύμιος, ἀπόπτυστος, ἀστεργής, ἄφιλος, δυσφιλής, δυσχερής, δυσώνυμος, ἐπαχθής, ἐπίκοτος, ἐπίφθονος, ἐχθοδοπός, κατάπτυστος, μεμισημένος, μιαρός, μισητός, παντομισής, στυγερός, στυγητός, Στύγιος, στυγνός; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز, هودر; Polish: nienawistny; Russian: ненавистный, полный ненависти; Spanish: odioso; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний
wrathful
French: courroucé; Georgian: მრისხანე, შმაგი; German: zornig, erzürnt; Greek: έξαλλος, εξοργισμένος, έξω φρενών, οργισμένος; Ancient Greek: ἀποργής, ἀρισκυδής, βαρύκοτος, βαρυμάνιος, βαρυμήνιος, βαρύμηνις, δύσμηνις, ἐπίκοτος, θυμοπληθής, κοτήεις, μηνιτής, περίθυμος, περιοργής, ὑπέρχολος, χολωτός; Manx: corree, jymmoosagh, fargagh; Norwegian: olm; Polish: gniewny; Russian: гневный, разгневанный, рассерженный; Spanish: furioso