κλάσμα: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klasma
|Transliteration C=klasma
|Beta Code=kla/sma
|Beta Code=kla/sma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fragment, morsel</b>, IG22.1425.347,368, <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ki.</span>30.12</span>, <span class="bibl">D.S.17.13</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Marc.</span>6.43</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">TG</span>19</span>, <span class="title">AP</span>6.304 (Phan.), <span class="bibl">11.153</span> (Lucill.); μελάθρων κλάσματα <span class="title">Inscr.Délos</span>400.44 (ii B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">lesion, rupture</b>, <span class="bibl">Vett.Val.110.31</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[fragment]], [[morsel]], IG22.1425.347,368, [[LXX]] ''1 Ki.''30.12, [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.13, ''Ev.Marc.''6.43, Plu.''TG''19, ''AP''6.304 (Phan.), 11.153 (Lucill.); μελάθρων κλάσματα ''Inscr.Délos''400.44 (ii B.C.).<br><span class="bld">II</span> [[lesion]], [[rupture]], Vett.Val.110.31.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1446.png Seite 1446]] τό, das Abgebrochene, Bruchstück; Lucill. 30 (XI, 153); Plut. Tib. Gr. 19; N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1446.png Seite 1446]] τό, das Abgebrochene, Bruchstück; Lucill. 30 (XI, 153); Plut. Tib. Gr. 19; [[NT|N.T.]]
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[morceau brisé]], [[fragment]].<br />'''Étymologie:''' [[κλάω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κλάσμα -τος, τό [κλάω] [[stuk]], [[brok]].
}}
{{elru
|elrutext='''κλάσμα:''' ατος τό обломок (''[[sc.]]'' τῶν δοράτων Plut.); кусок Anth., NT.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[κλάω]]; a [[piece]] ([[bit]]): [[broken]], [[fragment]].
}}
{{Thayer
|txtha=κλασματος, τό ([[κλάω]]), a [[fragment]], [[broken]] [[piece]]: plural, of remnants of [[food]], [[Xenophon]], cyn. 10,5; Diodorus 17,13; [[Plutarch]], Tib. Gr. 19; Anthol.; the Sept..)
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[κλάσμα]]) [[κλώ]]<br />[[τεμάχιο]], [[κομμάτι]], [[τμήμα]] μονάδας («ὅτε τοὺς [[πέντε]] ἄρτους ἔκλασα... καὶ πόσους κοφίνους κλασμάτων πλήρεις ἤρατε;», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθ.</b> ο μη [[ακέραιος]] [[ρητός]] [[αριθμός]], που γράφεται υπό τη [[μορφή]] <sup>α</sup>/<sub>β</sub>, όπου ο <i>α</i> λέγεται [[αριθμητής]] και ο <i>β</i> [[παρονομαστής]]<br />2<br />(χημ) το συστατικό ενός μίγματος που χαρακτηρίζεται από ορισμένες σταθερές ιδιότητες, όπως λ.χ. [[είναι]] η [[διαλυτότητα]], τα όρια ζέσης και τήξης, με [[βάση]] τις οποίες καθίσταται [[δυνατός]] ο [[διαχωρισμός]] του από το [[υπόλοιπο]] [[μίγμα]] [[κατά]] τις διεργασίες απόσταξης, διύλισης κ.ά.<br /><b>μσν.</b><br />(για γόνατα) [[λύγισμα]], [[άρθρωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπάσιμο]], [[θλάση]], [[εξάρθρωση]]<br /><b>2.</b> [[διάρρηξη]], [[εισβολή]] σε [[σπίτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρίμμα]], [[ψίχουλο]], [[απομεινάρι]]<br /><b>2.</b> [[ρήγμα]], [[ρωγμή]], [[χάσμα]], [[ράγισμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλάσμα:''' -ατος, τό ([[κλάω]]), αυτό που σπάζεται, κομμένο [[κομμάτι]], [[τεμάχιο]], σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλάσμα''': τό, τὸ θραυσθέν, ἀποκοπέν, [[τεμάχιον]], Ἀνθ. Π. 6. 304., 11. 153, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 19, Καιν. Διαθ.
|lstext='''κλάσμα''': τό, τὸ θραυσθέν, ἀποκοπέν, [[τεμάχιον]], Ἀνθ. Π. 6. 304., 11. 153, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 19, Καιν. Διαθ.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ατος (τό) :<br />morceau brisé, fragment.<br />'''Étymologie:''' [[κλάω]].
|mdlsjtxt=[[κλάσμα]], ατος, τό, [[κλάω]]<br />that [[which]] is [[broken]] off, a [[fragment]], [[morsel]], NTest., Plut.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':kl£sma 克拉士馬<br />'''詞類次數''':名詞(9)<br />'''原文字根''':破碎(果效)<br />'''字義溯源''':片,碎片,餅屑,零碎;源自([[κλάω]])*=破碎)<br />'''出現次數''':總共(9);太(2);可(4);路(1);約(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 零碎(9) 太14:20; 太15:37; 可6:43; 可8:8; 可8:19; 可8:20; 路9:17; 約6:12; 約6:13
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κομμάτι]]). Ἀπό τό [[κλάω]] (=[[σπάζω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{trml
|trtx====[[fragment]]===
Arabic: قِطْعَة‎, شَقَفَة‎, كَسْرَة‎; Hijazi Arabic: قِطْعة‎, شَقْفة‎, كَسْرة‎; Armenian: կտոր; Belarusian: аскепак, аскалёпак, асколак, фрагмент, фрагмэнт, абломак, адломак, зломак, кусок; Bulgarian: къс, парче, отломък, фрагмент; Catalan: fragment; Chinese Mandarin: 碎片, 碎屑, 斷片/断片, 碴兒/碴儿; Czech: úlomek, fragment, zlomek, střep; Danish: fragment; Dutch: [[fragment]]; Esperanto: fragmento; Finnish: sirpale, osanen, fragmentti; French: [[fragment]]; Galician: fragmento, retrinco; German: [[Fragment]], [[Bruchstück]]; Greek: [[θραύσμα]]; Ancient Greek: [[ἀγή]], [[ἄγμα]], [[ἄγος]], [[ἀπόθραυσμα]], [[ἀπόκομμα]], [[ἀπορραγάς]], [[ἀπόρρηγμα]], [[ἀποσμίλευμα]], [[ἀποσπάδιον]], [[ἀποσπάραγμα]], [[ἀπόσπασμα]], [[ἀποσπασμάτιον]], [[ἀριθμός]], [[δρύφος]], [[θραῦμα]], [[θραῦσμα]], [[κλάσμα]]; Hebrew: פָּרוּר‎, רְסִיס‎; Hungarian: töredék, darab; Indonesian: fragmen; Irish: boim; Italian: [[frammento]]; Japanese: 断片, 破片, フラグメント, 欠片; Kazakh: фрагмент, үзік, үзiндi; Korean: 조각, 파편(破片); Kurdish Central Kurdish: لەت‎; Latin: [[fragmen]], [[fragmentum]]; Macedonian: одломка; Malay: serpihan, fragmen; Maori: mōrohe, mōtete, kuru, rutunga, kongakonga, kora, korakora, tūāporo, porohanga, rutunga, tīmokamoka; Norwegian Bokmål: fragment, bruddstykke; Nynorsk: fragment; Old English: ġebrot; Old Norse: brot; Persian: قطعه‎, پارچه‎; Polish: odłamek, ułamek, fragment; Portuguese: [[fragmento]]; Romanian: bucată, fragment, fărâmă, crâmpei; Russian: [[осколок]], [[обломок]], [[кусок]], [[фрагмент]]; Sanskrit: खण्ड; Scots: pran; Scottish Gaelic: bìdeag, criomag, mìr; Serbo-Croatian Cyrillic: фра̀гмент, у̀ломак, о̀дломак, ко̀ма̄д; Roman: fràgment, ùlomak, òdlomak, kòmād; Slovak: úlomok, zlomok, kúsok, fragment; Slovene: drobec; Spanish: [[fragmento]]; Swedish: fragment; Tajik: порча; Turkish: parça, bölüm, kısım, kırıntı; Ukrainian: шмат, шматок, кусок, кусень, фрагмент, уламок, кусок; Uyghur: پارچە‎‎; Uzbek: parcha; Yiddish: פֿראַגמענט‎
}}
}}

Latest revision as of 07:26, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλάσμα Medium diacritics: κλάσμα Low diacritics: κλάσμα Capitals: ΚΛΑΣΜΑ
Transliteration A: klásma Transliteration B: klasma Transliteration C: klasma Beta Code: kla/sma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A fragment, morsel, IG22.1425.347,368, LXX 1 Ki.30.12, D.S.17.13, Ev.Marc.6.43, Plu.TG19, AP6.304 (Phan.), 11.153 (Lucill.); μελάθρων κλάσματα Inscr.Délos400.44 (ii B.C.).
II lesion, rupture, Vett.Val.110.31.

German (Pape)

[Seite 1446] τό, das Abgebrochene, Bruchstück; Lucill. 30 (XI, 153); Plut. Tib. Gr. 19; N.T.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
morceau brisé, fragment.
Étymologie: κλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλάσμα -τος, τό [κλάω] stuk, brok.

Russian (Dvoretsky)

κλάσμα: ατος τό обломок (sc. τῶν δοράτων Plut.); кусок Anth., NT.

English (Strong)

from κλάω; a piece (bit): broken, fragment.

English (Thayer)

κλασματος, τό (κλάω), a fragment, broken piece: plural, of remnants of food, Xenophon, cyn. 10,5; Diodorus 17,13; Plutarch, Tib. Gr. 19; Anthol.; the Sept..)

Greek Monolingual

το (AM κλάσμα) κλώ
τεμάχιο, κομμάτι, τμήμα μονάδας («ὅτε τοὺς πέντε ἄρτους ἔκλασα... καὶ πόσους κοφίνους κλασμάτων πλήρεις ἤρατε;», ΚΔ)
νεοελλ.
1. μαθ. ο μη ακέραιος ρητός αριθμός, που γράφεται υπό τη μορφή α/β, όπου ο α λέγεται αριθμητής και ο β παρονομαστής
2
(χημ) το συστατικό ενός μίγματος που χαρακτηρίζεται από ορισμένες σταθερές ιδιότητες, όπως λ.χ. είναι η διαλυτότητα, τα όρια ζέσης και τήξης, με βάση τις οποίες καθίσταται δυνατός ο διαχωρισμός του από το υπόλοιπο μίγμα κατά τις διεργασίες απόσταξης, διύλισης κ.ά.
μσν.
(για γόνατα) λύγισμα, άρθρωση
μσν.-αρχ.
1. σπάσιμο, θλάση, εξάρθρωση
2. διάρρηξη, εισβολή σε σπίτι
αρχ.
1. τρίμμα, ψίχουλο, απομεινάρι
2. ρήγμα, ρωγμή, χάσμα, ράγισμα.

Greek Monotonic

κλάσμα: -ατος, τό (κλάω), αυτό που σπάζεται, κομμένο κομμάτι, τεμάχιο, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κλάσμα: τό, τὸ θραυσθέν, ἀποκοπέν, τεμάχιον, Ἀνθ. Π. 6. 304., 11. 153, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 19, Καιν. Διαθ.

Middle Liddell

κλάσμα, ατος, τό, κλάω
that which is broken off, a fragment, morsel, NTest., Plut.

Chinese

原文音譯:kl£sma 克拉士馬
詞類次數:名詞(9)
原文字根:破碎(果效)
字義溯源:片,碎片,餅屑,零碎;源自(κλάω)*=破碎)
出現次數:總共(9);太(2);可(4);路(1);約(2)
譯字彙編
1) 零碎(9) 太14:20; 太15:37; 可6:43; 可8:8; 可8:19; 可8:20; 路9:17; 約6:12; 約6:13

Mantoulidis Etymological

(=κομμάτι). Ἀπό τό κλάω (=σπάζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

fragment

Arabic: قِطْعَة‎, شَقَفَة‎, كَسْرَة‎; Hijazi Arabic: قِطْعة‎, شَقْفة‎, كَسْرة‎; Armenian: կտոր; Belarusian: аскепак, аскалёпак, асколак, фрагмент, фрагмэнт, абломак, адломак, зломак, кусок; Bulgarian: къс, парче, отломък, фрагмент; Catalan: fragment; Chinese Mandarin: 碎片, 碎屑, 斷片/断片, 碴兒/碴儿; Czech: úlomek, fragment, zlomek, střep; Danish: fragment; Dutch: fragment; Esperanto: fragmento; Finnish: sirpale, osanen, fragmentti; French: fragment; Galician: fragmento, retrinco; German: Fragment, Bruchstück; Greek: θραύσμα; Ancient Greek: ἀγή, ἄγμα, ἄγος, ἀπόθραυσμα, ἀπόκομμα, ἀπορραγάς, ἀπόρρηγμα, ἀποσμίλευμα, ἀποσπάδιον, ἀποσπάραγμα, ἀπόσπασμα, ἀποσπασμάτιον, ἀριθμός, δρύφος, θραῦμα, θραῦσμα, κλάσμα; Hebrew: פָּרוּר‎, רְסִיס‎; Hungarian: töredék, darab; Indonesian: fragmen; Irish: boim; Italian: frammento; Japanese: 断片, 破片, フラグメント, 欠片; Kazakh: фрагмент, үзік, үзiндi; Korean: 조각, 파편(破片); Kurdish Central Kurdish: لەت‎; Latin: fragmen, fragmentum; Macedonian: одломка; Malay: serpihan, fragmen; Maori: mōrohe, mōtete, kuru, rutunga, kongakonga, kora, korakora, tūāporo, porohanga, rutunga, tīmokamoka; Norwegian Bokmål: fragment, bruddstykke; Nynorsk: fragment; Old English: ġebrot; Old Norse: brot; Persian: قطعه‎, پارچه‎; Polish: odłamek, ułamek, fragment; Portuguese: fragmento; Romanian: bucată, fragment, fărâmă, crâmpei; Russian: осколок, обломок, кусок, фрагмент; Sanskrit: खण्ड; Scots: pran; Scottish Gaelic: bìdeag, criomag, mìr; Serbo-Croatian Cyrillic: фра̀гмент, у̀ломак, о̀дломак, ко̀ма̄д; Roman: fràgment, ùlomak, òdlomak, kòmād; Slovak: úlomok, zlomok, kúsok, fragment; Slovene: drobec; Spanish: fragmento; Swedish: fragment; Tajik: порча; Turkish: parça, bölüm, kısım, kırıntı; Ukrainian: шмат, шматок, кусок, кусень, фрагмент, уламок, кусок; Uyghur: پارچە‎‎; Uzbek: parcha; Yiddish: פֿראַגמענט‎