μαλθακός: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(24)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαλθακός]], -ή, -όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος)<br /><b>1.</b> [[μαλακός]], [[απαλός]], [[τρυφερός]] («μαλθακαὶ πλευραί», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> [[άτολμος]], [[λιγόψυχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ασκληραγώγητος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κίναιδος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αδύνατος]], [[ασθενικός]] («καὶ τὸ [[ξίφος]] οὐ [[δύναμαι]] κατέχειν, ἀλλ' ἤδη [[μαλθακός]] εἰμι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πράος]], [[ήσυχος]], [[γλυκύς]] (α. «μαλθακὸν ὀμμάτων [[βέλος]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «λόγοισι μαλθακοῑς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[φωτιά]]) [[σιγανός]]<br /><b>4.</b> (για τον πόνο, την [[οδύνη]], τη [[θλίψη]] <b>κ.λπ.</b>) [[μέτριος]], όχι [[έντονος]]<br /><b>5.</b> (για οίνο) [[αδύνατος]]<br /><b>6.</b> (για [[νερό]] τών ελών) αυτός που μένει [[ακίνητος]], αυτός που λιμνάζει<br /><b>7.</b> (για ρυθμό) [[άτονος]], [[χαλαρός]]<br /><b>8.</b> (για την καιρική [[κατάσταση]]) [[εύκρατος]] («μαλθακὸν [[ἔτος]]... ἄπνουν καὶ θερμόν», Ιπποκρ.)<br /><b>9.</b> (για [[έδαφος]]) [[ομαλός]], [[λείος]]<br /><b>10.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μαλθακόν</i><br />α) η [[μαλθακότητα]] («πρὸς τὸ μαλθακὸν τοῡ βίου», <b>Ευρ.</b>)<br />β) ήρεμη [[διάθεση]], [[πραότητα]], [[γλυκύτητα]]<br /><b>11.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μαλθακόν</i><br />ήπια, [[γλυκά]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «μαλθακόν τι [[ἐνδίδωμι]]» — [[υποχωρώ]] από [[δειλία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μαλθακώς]] (Α <i>μαλθακῶς</i>)<br />[[μαλακά]], απαλά<br /><b>αρχ.</b><br />ήπια, ήρεμα, [[γλυκά]] («σκληρὰ μαλθακῶς λέγειν», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>m</i>|<i>d</i><sup>h</sup>- της ΙΕ ρίζας <i>meldb</i>- «[[απαλός]], [[μαλακός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>mard</i><sup>h</sup><i>a</i>-<i>ti</i>, <i>mrd</i><sup>h</sup><i>ati</i> «[[υποχωρώ]], [[μαλακώνω]]», αρχ. ισλδ. <i>mildr</i> «[[μαλθακός]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ακός</i> (του οποίου το -<i>α</i>- μπορεί να προέρχεται από <i>n</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[μάλθων]]). Συνδέεται με τους τ. [[ἀμαλδύνω]] «[[μαλακώνω]]», <i>βλαδύς</i>, [[ἀμβλύς]], [[ἀμαλός]] «[[μαλακός]], [[αδύνατος]]», [[μέλδομαι]] «[[λειώνω]]». Υπάρχει [[επίσης]] φανερή [[αντιστοιχία]] [[μεταξύ]] τών τ. [[μαλθακός]] και [[μαλακός]], οι οποίοι πιθανότατα έχουν αλληλοεπηρεαστεί στον σχηματισμό τους.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μάλθα]], [[μαλθακότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαλθάζω]], [[μαλθαίνω]], [[μαλθακεύομαι]], [[μαλθακία]], [[μαλθάκινος]], [[μαλθακύνω]], [[μαλθάκων]], [[μαλθάσσω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μαλθακίζομαι]], [[μαλθακώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μαλθακώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μαλθακευνία]], [[μαλθακόφωνος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μαλθακόσαρκος]]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαλθακός]], -ή, -όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος)<br /><b>1.</b> [[μαλακός]], [[απαλός]], [[τρυφερός]] («μαλθακαὶ πλευραί», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> [[άτολμος]], [[λιγόψυχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ασκληραγώγητος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κίναιδος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αδύνατος]], [[ασθενικός]] («καὶ τὸ [[ξίφος]] οὐ [[δύναμαι]] κατέχειν, ἀλλ' ἤδη [[μαλθακός]] εἰμι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πράος]], [[ήσυχος]], [[γλυκύς]] (α. «μαλθακὸν ὀμμάτων [[βέλος]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «λόγοισι μαλθακοῑς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[φωτιά]]) [[σιγανός]]<br /><b>4.</b> (για τον πόνο, την [[οδύνη]], τη [[θλίψη]] <b>κ.λπ.</b>) [[μέτριος]], όχι [[έντονος]]<br /><b>5.</b> (για οίνο) [[αδύνατος]]<br /><b>6.</b> (για [[νερό]] τών ελών) αυτός που μένει [[ακίνητος]], αυτός που λιμνάζει<br /><b>7.</b> (για ρυθμό) [[άτονος]], [[χαλαρός]]<br /><b>8.</b> (για την καιρική [[κατάσταση]]) [[εύκρατος]] («μαλθακὸν [[ἔτος]]... ἄπνουν καὶ θερμόν», Ιπποκρ.)<br /><b>9.</b> (για [[έδαφος]]) [[ομαλός]], [[λείος]]<br /><b>10.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μαλθακόν</i><br />α) η [[μαλθακότητα]] («πρὸς τὸ μαλθακὸν τοῡ βίου», <b>Ευρ.</b>)<br />β) ήρεμη [[διάθεση]], [[πραότητα]], [[γλυκύτητα]]<br /><b>11.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μαλθακόν</i><br />ήπια, [[γλυκά]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «μαλθακόν τι [[ἐνδίδωμι]]» — [[υποχωρώ]] από [[δειλία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μαλθακώς]] (Α <i>μαλθακῶς</i>)<br />[[μαλακά]], απαλά<br /><b>αρχ.</b><br />ήπια, ήρεμα, [[γλυκά]] («σκληρὰ μαλθακῶς λέγειν», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>m</i>|<i>d</i><sup>h</sup>- της ΙΕ ρίζας <i>meldb</i>- «[[απαλός]], [[μαλακός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>mard</i><sup>h</sup><i>a</i>-<i>ti</i>, <i>mrd</i><sup>h</sup><i>ati</i> «[[υποχωρώ]], [[μαλακώνω]]», αρχ. ισλδ. <i>mildr</i> «[[μαλθακός]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ακός</i> (του οποίου το -<i>α</i>- μπορεί να προέρχεται από <i>n</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[μάλθων]]). Συνδέεται με τους τ. [[ἀμαλδύνω]] «[[μαλακώνω]]», <i>βλαδύς</i>, [[ἀμβλύς]], [[ἀμαλός]] «[[μαλακός]], [[αδύνατος]]», [[μέλδομαι]] «[[λειώνω]]». Υπάρχει [[επίσης]] φανερή [[αντιστοιχία]] [[μεταξύ]] τών τ. [[μαλθακός]] και [[μαλακός]], οι οποίοι πιθανότατα έχουν αλληλοεπηρεαστεί στον σχηματισμό τους.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μάλθα]], [[μαλθακότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαλθάζω]], [[μαλθαίνω]], [[μαλθακεύομαι]], [[μαλθακία]], [[μαλθάκινος]], [[μαλθακύνω]], [[μαλθάκων]], [[μαλθάσσω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μαλθακίζομαι]], [[μαλθακώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μαλθακώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μαλθακευνία]], [[μαλθακόφωνος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μαλθακόσαρκος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μαλθακός:''' -ή, -όν ([[μαλακός]] με [[ένθεση]] του <i>θ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[μαλακός]], [[απαλός]], σε Πίνδ., Αττ.· επίρρ., [[μαλθακῶς]] κατακεῖσθαι, [[ξαπλώνω]] σε απαλά μαξιλάρια, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., [[λιπόψυχος]], παραμελημένος, [[δειλός]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· επίσης, [[αδύναμος]], [[ασθενικός]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], [[τρυφερός]], [[ευγενικός]], [[πράος]], σε Θέογν., Αττ.· επίρρ., ήπια, σε Αισχύλ., Σοφ.· το ουδ. ως επίρρ., σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλθᾰκός Medium diacritics: μαλθακός Low diacritics: μαλθακός Capitals: ΜΑΛΘΑΚΟΣ
Transliteration A: malthakós Transliteration B: malthakos Transliteration C: malthakos Beta Code: malqako/s

English (LSJ)

ή, όν, Aeol. μόλθακος Alc.Oxy.1789.1 ii 3:—

   A soft,    I of things subject to touch, ἄνθεα h.Hom.30.15; δρόσος, γυῖα, Pi.P.5.99, N.4.4; γνόφαλλον Alc.34; τύλα Sapph.50; σιαγόνας μαλθακὰς τίθησι, of a boxer, S.Fr.112; μέχρις οὗ (ευ Pap.) . . τὸ βρέγμα τῷ σκίπωνι μαλθακὸν θῶμαι Herod.8.8; of ground, stoneless, χῶρός ἐστι μ. A.Fr.199.5; τὰ μ. γαίας E.Hipp.1226; χρώς Id.Med.1075; μ. τινά, opp. στερεόν, Pl.Phdr.239c; μ. ὕδατα, of marsh water, Hp.Aër.1; μ. πῦρ a slow fire, Id.Ulc.12; μ. νηδύες relaxed, Id.Aër.7: Comp. ωτέρα σικυοῦ Theopomp.Com.72: Sup., Eup.319. Adv. -κῶς, κατακεῖσθαι to recline on soft cushions, Ar.Ach.70; φιλήσατόν με μ. ib. 1200.    II mostly metaph., faint-hearted, cowardly, αἰχμητής Il. 17.588; ὄκνος Alc.Oxy.l.c.; μηδὲ μ. γένῃ A.Eu.74; τὸ μ. βίου E. Supp.883; μ. τι ἐνδιδόναι show signs of relenting, Id.Hel.508; also, weak, feeble, Ar.V.714.    b = κίναιδος, Cael.Aur.TP4.131.    2 in good sense, gentle, mild, ὕπνος Hes.Fr.121.4; μαλθακὰ κωτίλλων Thgn.852; οἶνος ὡς -ώτατος mild, weak, Hp.Morb.2.44; μ. φωνά, ἀοιδά, κοινωνία, φθέγμα, Pi.P.4.137, N.9.49, P.1.98,8.31; μ. ὀμμάτων βέλος A.Ag.742 (lyr.); μ. λόγοι S.Ph.629; γῆρυς Ar.Av.233 (lyr.); ἐς τὸ μ. προσάγεσθαι to bring to a mild temper, E.Or.714; ὀργὴ γέροντος μ. mellow temper, S.Fr.894; μεταστρέφεσθαι πρὸς τὸ -ώτερον Ar.Ra. 539 (lyr.); of pain, -ωτέρας ποιεῖν [τὰς ὠδῖνας] Pl.Tht.149d. Adv. gently, mildly, τὸν κρατοῦντα -κῶς A.Ag.951; σκληρὰ μ. λέγειν S.OC 774: neut. as Adv., μαλθακόν σφ' ἐπόψεται A.Ag.1642: Comp. -ωτέρως, παραμυθούμενοι Pl Sph.230a.—Mainly poet., esp. Lyr. and Trag. (μαλακός being the Prose word), but also in Hp. and Pl.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθακός: -ή, -όν, (μαλακὸς τῇ παρεμβολῇ τοῦ θ), μαλακός. II. ἐπὶ πραγμάτων ὑποκειμένων εἰς τὴν ἁφήν, μ. ἄνθεα Ὁμ. Ὕμν. 30. 15· δρόσος, γυῖα Πινδ. Π. 5. 133, Ν. 4. 4· σιαγόνες Σοφ. Ἀποσπ. 114· ἐπὶ ἐδάφους, ὁμαλός, λεῖος, οὐχὶ τραχὺς ἢ ἀνώμαλος, χῶρός ἐστι μ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 198· τὰ μ. γαίας Εὐρ. Ἱππ. 1226· χρὼς ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1057· μ. σῶμα, ἀντίθετ. τῷ στερεόν, Πλάτ. Φαῖδρ. 239C· μ. νηδύς, χαλαρά, Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· μ. τι ἐνδιδόναι, ἴδε μαλακὸς ΙΙΙ. 2· - ἐπίρρ., μαλθακῶς κατακεῖσθαι, κατακεῖσθαι ἐπὶ μαλακῶν στρωμάτων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 70, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Σφιγγ.» 2, καὶ ἴδε μαλακὸς Ι· μ. φιλεῖν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1200. ΙΙ. Τὸ πλεῖστον μεταφ. ὀλιγόψυχος, ἀπρόθυμος, δειλός, αἰχμητὴς Ἰλ. Ρ. 588· οὕτω, μηδὲ μ. γένῃ Αἰσχύλ. Εὐμ. 74· τὸ μ. βίον Εὐρ. Ἱππ. 883· οἱ μ. = κίναιδοι, Λοβ. Ἀγλαόφ. 1008· - ὡσαύτως ἀδύνατος, ἀσθενής, Ἀριστοφ. Σφ. 714. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, μαλακός, ἥσυχος, ἤπιος, θελκτήριος, ὕπνος Ἡσ. Ἀποσπ. 43. 4· μαλθακὰ κωτίλλειν Θέογν. 882· μ. οἶνος, ἤπιος, «ἀδύνατος», Ἱππ. 474. 47· μ. φωνά, ἀοιδά, κοινωνία, φθέγμα Πινδ. Π. 4. 243· μ. ὀμμάτων βέλος Αἰσχύλ. Ἀγ. 742· μ. λόγοι Σοφ. Φ. 629· γῆρυς Ἀριστοφ. Ὄρν. 233· ἐς τὸ μ. προσάγεσθαι, ἄγεσθαι εἰς ἠπιωτέραν διάθεσιν, Εὐρ. Ὀρ. 714· μεταστρέφεσθαι πρὸς τὸ μαλθακώτερον Ἀριστοφ. Βάτρ. 539· ἐπὶ πόνου, μαλθακωτέρας ποιεῖν [τὰς ὠδῖνας] Πλάτ. Θεαίτ. 149D· - ἐπίρρ., ἡσύχως, ἠπίως, πρᾴως, τὸν κρατοῦντα μαλθακῶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 951· σκληρὰ μ. λέγειν Σοφ. Ο. Κ. 774· οὕτως, οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., μαλθακόν σφ’ ἐπόψεται Αἰσχύλ. Ἀγ. 1642· καὶ οὐδ. πληθ., μαλθακὰ κωτίλλων Θέογν. 852· - συγκρ. -ωτέρως Πλάτ. Σοφ. 230Α. - Ἡ λέξις μετὰ τῶν παραγώγων αὐτῆς εἶναι ποιητική, τὸ πλεῖστον ἀπαντῶσα παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Τραγ., ὁ δὲ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ τύπος εἶναι τὸ μαλακός· ἀλλὰ ὁ τύπος μαλθακός, ἀπαντᾷ ὡσαύτως παρ’ Ἱππ. καὶ Πλάτ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. μαλακός.

English (Autenrieth)

= μαλακός, fig. effeminate, cowardly, Il. 17.588†.

English (Slater)

μαλθᾰκός (-ᾶς, -ᾷ, -άν; -ῷ, -όν, -ά acc.: cf. μαλακός.)
   1 soft, gentle ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες (O. 2.90) οὐδέ μιν φόρμιγγες ὑπωρόφιαι κοινανίαν μαλθακὰν παίδων ὀάροισι δέκονται (P. 1.98) μαλθακᾷ φωνᾷ (P. 4.137) δρόσῳ μαλθακᾷ (P. 5.99) φθέγματι μαλθακῷ (P. 8.31) οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα, τόσσον εὐλογία pr. (N. 4.4) νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ (N. 9.49) ὦ παῖδες, ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι (Boeckh: μαλθακωρας codd.) fr. 122. 8. pro subs., τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι gentleness (P. 8.6)

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM μαλθακός, -ή, -όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος)
1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.)
2. άτολμος, λιγόψυχος
νεοελλ.
ασκληραγώγητος
μσν.-αρχ.
κίναιδος
αρχ.
1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ' ἤδη μαλθακός εἰμι», Αριστοφ.)
2. πράος, ήσυχος, γλυκύς (α. «μαλθακὸν ὀμμάτων βέλος», Αισχύλ.
β. «λόγοισι μαλθακοῑς», Σοφ.)
3. (για φωτιά) σιγανός
4. (για τον πόνο, την οδύνη, τη θλίψη κ.λπ.) μέτριος, όχι έντονος
5. (για οίνο) αδύνατος
6. (για νερό τών ελών) αυτός που μένει ακίνητος, αυτός που λιμνάζει
7. (για ρυθμό) άτονος, χαλαρός
8. (για την καιρική κατάσταση) εύκρατος («μαλθακὸν ἔτος... ἄπνουν καὶ θερμόν», Ιπποκρ.)
9. (για έδαφος) ομαλός, λείος
10. το ουδ. ως ουσ. τὸ μαλθακόν
α) η μαλθακότητα («πρὸς τὸ μαλθακὸν τοῡ βίου», Ευρ.)
β) ήρεμη διάθεση, πραότητα, γλυκύτητα
11. (το ουδ. ως επίρρ.) μαλθακόν
ήπια, γλυκά
12. φρ. «μαλθακόν τι ἐνδίδωμι» — υποχωρώ από δειλία.
επίρρ...
μαλθακώςμαλθακῶς)
μαλακά, απαλά
αρχ.
ήπια, ήρεμα, γλυκά («σκληρὰ μαλθακῶς λέγειν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα m

Greek Monotonic

μαλθακός: -ή, -όν (μαλακός με ένθεση του θ
I. μαλακός, απαλός, σε Πίνδ., Αττ.· επίρρ., μαλθακῶς κατακεῖσθαι, ξαπλώνω σε απαλά μαξιλάρια, σε Αριστοφ.
II. 1. μεταφ., λιπόψυχος, παραμελημένος, δειλός, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· επίσης, αδύναμος, ασθενικός, σε Αριστοφ.
2. με θετική σημασία, τρυφερός, ευγενικός, πράος, σε Θέογν., Αττ.· επίρρ., ήπια, σε Αισχύλ., Σοφ.· το ουδ. ως επίρρ., σε Αισχύλ.