κρύσταλλος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρύσταλλος:''' ὁ ([[κρύος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πάγος]], παγετώδες [[ψύχος]], [[κρύο]], Λατ. [[glacies]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἡ</i>, [[κρυστάλλινος]], [[διαυγής]], καθαρό [[φυσικό]] [[κρύσταλλο]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κρύσταλλος:''' ὁ ([[κρύος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πάγος]], παγετώδες [[ψύχος]], [[κρύο]], Λατ. [[glacies]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἡ</i>, [[κρυστάλλινος]], [[διαυγής]], καθαρό [[φυσικό]] [[κρύσταλλο]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρύσταλλος:''' ὁ, иногда Anth. ἡ<br /><b class="num">1)</b> лед (κ. [[ὕδωρ]] πεπηγός ἐστιν Arst.; ἐπὶ τοῦ κρυστάλλου στρατεύεσθαι Her.): κ. ἐπεπήγει οὐ [[βέβαιος]] Thuc. лед был непрочен;<br /><b class="num">2)</b> горный хрусталь, кристалл (λαμπρὸς ὡς κ. NT);<br /><b class="num">3)</b> хрустальный сосуд (χιονέη Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, (κρύος, κρυσταίνομαι)
A ice, Il.22.152, Od.14.477, Hdt. 4.28, S.Fr.149; κρύσταλλος ἐπεπήγει οὐ βέβαιος Th.3.23; ὁ παῖς τὸν κρύσταλλον prov., of persons who cannot keep a thing, but do not wish to let it go, Zen.5.58. 2 = νάρκη, numbness, torpor, Opp.H. 3.155. II rock-crystal, D.P.781, Str.15.1.67, Ael.NA15.8, etc.: also fem., AP9.753 (Claudian.): as Adj., οἱ κ. λίθοι D.S.2.52.
Greek (Liddell-Scott)
κρύσταλλος: ὁ, (κρύος, κρυσταίνω) καθαρὸς πάγος, «κρούσταλλο», πάγος, Λατ. glacies, Ἰλ. Χ. 152, Ὀδ. Ξ. 447, Ἡρόδ. 4. 28· κρύσταλλος ἐπεπήγει οὐ βέβαιος Θουκ. 3. 23· ― ὁ παῖς τὸν κρύσταλλον, παροιμ. «ἐπὶ τῶν μήτε κατέχειν δυναμένων μήτε μεθεῖναι βουλομένων» Ζηνοβ. V. 58 ἐν Παροιμιογρ., πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Σοφ. Ἀποσπ. 162. 2) = νάσκη, τοῖος γὰρ κρύσταλλος ἐνίζεται αὐτίκα χειρὶ Ὀππ. Ἁλ. 3. 155. ΙΙ. ὁ καὶ ἡ, κρύσταλλος λίθος, Λατ. crystallum, Διον. Ἁλ. 781, Στράβ. 717, Αἰλ., κτλ.· ὡσαύτως θηλ. Ἀνθ. Π. 9. 753.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, qqf ἡ)
1 glace, eau congelée;
2 cristal, verre transparent.
Étymologie: R. Κρυ, être glacé ; cf. κρύος.
English (Autenrieth)
clear ice, ice, Od. 14.477 and Il. 22.152.
English (Strong)
from a derivative of kruos (frost); ice, i.e. (by analogy) rock "crystal": crystal.
English (Thayer)
(κρυφαῖος) κρυφαίᾳ, κρυφαιον (κρυφᾶ), hidden, secret: twice in L T Tr WH. (Aeschylus and Pindar down.)
Greek Monolingual
ο, η (AM κρύσταλλος, ὁ)
1. κάθε στερεό υλικό του οποίου τα άτομα είναι διατεταγμένα με καθορισμένο τρόπο και το οποίο παρουσιάζει κανονικότητα στην εξωτερική του επιφάνεια ως αντανάκλαση της εσωτερικής του συμμετρίας
2. διαφανής και καθαρός πάγος ή στρώμα πάγου που σχηματίζεται με το εξωτερικό ψύχος
νεοελλ.
1. λευκό, πολύ καθαρό και διαφανές γυαλί που περιέχει συνήθως μόλυβδο
2. μτφ. καθετί διαυγές, διαφανές, σαφές
3. καθετί κρύο, παγωμένο
4. βοτ. στον πληθ. οι κρύσταλλοι
νεκρά κυτταροπλασματικά έγκλειστα που σχηματίζονται ως παραπροϊόντα της ανταλλαγής της ύλης από τις χημικές αντιδράσεις οι οποίες συντελούνται στο κυτταρόπλασμα
5. φρ. α) φυσ.-χημ. «υγρός κρύσταλλος» — υλικό το οποίο χαρακτηρίζεται από ρευστότητα αλλά διατηρεί παράλληλα και έναν βαθμό κρυσταλλικότητας, δηλ. κανονικής διάταξης τών δομικών μονάδων του
β) «ορεία κρύσταλλος» — σκληρή διαφανής και άχρωμη κρυσταλλική παραλλαγή του χαλαζία με υαλώδη λάμψη
αρχ.
1. νάρκη, λήθαργος
2. παροιμ. «ὁ παῑς τὸν κρύσταλλον» — λεγόταν για κάποιον που, ενώ δεν μπορεί να κρατήσει κάτι, δεν θέλει και να το αφήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. της λ. βλ. λ. κρύος (ΙΙ).
ΠΑΡ. κρυστάλλι, κρυσταλλίζω, κρυστάλλινος, κρυσταλλώδης, κρυσταλλώνω (κρυσταλλώ)
(μσν. νεοελλ.) κρυσταλλένιος
νεοελλ.
κρυσταλλώνας.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κρυσταλλοειδής, κρυσταλλόπηκτος, κρυσταλλοφανής
αρχ.
κρυσταλλοπήξ
μσν.
κρυσταλλοροδοκόκκινος, κρυσταλλόσαρκος, κρυσταλλόστερνος, κρυσταλόχροιος
μσν.- νεοελλ.
κρυσταλλοφόρος
νεοελλ.
κρυσταλλοποιείο, κρυσταλλουργία, κρυσταλλουργός, κρυσταλλοχιονάτος, κρυσταλλοχιονοτράχηλος, κρυσταλλωρυχείο].
Greek Monotonic
κρύσταλλος: ὁ (κρύος),
I. πάγος, παγετώδες ψύχος, κρύο, Λατ. glacies, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.
II. ἡ, κρυστάλλινος, διαυγής, καθαρό φυσικό κρύσταλλο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κρύσταλλος: ὁ, иногда Anth. ἡ
1) лед (κ. ὕδωρ πεπηγός ἐστιν Arst.; ἐπὶ τοῦ κρυστάλλου στρατεύεσθαι Her.): κ. ἐπεπήγει οὐ βέβαιος Thuc. лед был непрочен;
2) горный хрусталь, кристалл (λαμπρὸς ὡς κ. NT);
3) хрустальный сосуд (χιονέη Anth.).