ὀρός: Difference between revisions
βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρός:''' ὁ, Λατ. [[serum]], το υδαρές [[μέρος]], η [[περιεκτικότητα]] του γάλακτος σε [[νερό]], [[ορός]] του γάλακτος, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ὀρός:''' ὁ, Λατ. [[serum]], το υδαρές [[μέρος]], η [[περιεκτικότητα]] του γάλακτος σε [[νερό]], [[ορός]] του γάλακτος, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρός:''' ион. [[οὐρός]], Arst., Plut. [[ὀρρός]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> молочная сыворотка, пахтанье Hom., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> водянистая часть, жижа (ὀ. φλέγματος Plat.; ὀ. [[σπερματικός]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A the watery or serous part of milk, whey, ναῖον δ' ὀρῷ ἄγγεα πάντα Od.9.222 ; ὀρὸν πίνων 17.225, cf. Hp.Mul.1.29, Acut.2, Arist. HA521b27, al., Eust.1626.1, 1818.23. 2 the watery part or serum of the blood, Pl.Ti.83d. 3 the watery part of wood-tar, ὀρὸς πίσσης Hp.Ulc.12, Thphr.HP3.9.2, Paul.Aeg.3.74. 4 σπερματικὸς ὀρός seminal fluid, Placit.5.23:—the form ὀρρός is f.l. in Hp. Il.cc., Arist. l.c., Ruf.Ren.Ves.14, etc.; the form οὐρός was coined by Nic. Th.708. (Cf. Skt. sarás, Adj. 'fluid', Lat. serum.)
German (Pape)
[Seite 385] ὁ, die Molken, der wässerige Theil der geronnenen Milch, serum; ναῖον δ' ὀρῷ ἄγγεα, Od. 9, 222; ὀρὸν πίνων, 17, 225; Eust. erkl. ἡ τοῦ γάλακτος ὑποστάθμη od. ὑδατώδης τοῦ γάλακ τος ὑπόστασις, Arist. H. A. 3, 20; Theophr. u. A.; – auch der wässerige Theil des Blutes, φλέγματος, Plat. Tim. 83 d, vgl. ὀῤῥός; u. des Theeres, sonst ὀρόπισσα; u. übh. eine Feuchtigkeit, ὁ σπερματικὸς ὀῤῥός, Plut. placit. phil. 5, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρός: ἀκολούθως ὀρρός (ἴδε κατωτ.)· οὖρος Νικ. Θηρ. 708· ὁ· - τὸ ὑδατῶδες μέρος τοῦ γάλακτος, «τυρόγαλον», ναῖον δ’ ὀρῷ ἄγγεα πάντα Ὀδ. Ι. 222· ὀρὸν πίνων Ρ. 225, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 6, Εὐστ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἄνωτ. 2) τὸ ὑδατῶδες μέρος τοῦ αἵματος, Πλάτ. Τίμ. 83D. 3) τὸ ὑγρὸν μέρος τῆς πίσσης, ὀρὸς πίσσης Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9, 2· ἀλλαχοῦ ὀρόπισσα, ὀρρόπισσα, ἴδε Δουκάγγ. 4) ὀρὸς σπερματικός, Πλούτ. 2. 909Ε. - Ὁ τύπος ὀρρὸς πρῶτον ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ., ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν αὐτὸν καὶ παρ’ Ἱπποκράτει ἐν τῷ περὶ Διαίτ. Ὀξ. 383. (Πρβλ. Σανσκρ. saras (ὡσαύτως saram, ὕδωρ), Λατ. serum· πρβλ. τυρός.)
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 petit-lait;
2 liquide séminal.
Étymologie: cf. skr. saras, saram « eau ».
English (Autenrieth)
whey, Od. 9.222 and Od. 17.225.
Greek Monolingual
και, εσφ. ανάγν., ορρός, ο (ΑΜ ὀρός και εσφ. ανάγν. ὀρρός)
1. το υδαρές υπόλειμμα του γάλακτος μετά την αφαίρεση της τυρίνης και του βουτύρου, το μετά την πήξη του γάλακτος υδατώδες υπόλειμμα, τα τυρόγαλο
2. το υγρό που απομένει στην πληγή μετά την πήξη του αίματος
νεοελλ.
1. (αιματολ.) κίτρινο υδατώδες υγρό που εξιδρώνεται από έναν θρόμβο ολικού πηγμένου αίματος ή που αποχωρίζεται από τα ερυθρά αιμοσφαίρια απινιδωμένου αίματος κατά τη φυγοκέντρησή του
2. φρ. α) «φυσιολογικός ορός» — θεραπευτικό διάλυμα του οποίου η ωσμωτική πίεση είναι ίση με του ορού του αίματος, όπως λ.χ. του χλωριούχου νατρίου ή της γλυκόζης
β) «θεραπευτικός ορός» — ορός ανθρώπου ή ζώου που έχει ανοσοποιηθεί κατά μικροβίων διαφόρων λοιμωδών νοσημάτων με αυξανόμενες δόσεις αντιγόνων ή έχει υποβληθεί σε διάφορες θεραπείες
γ) «αντιλεμφοκυτταρικός ορός» — ορός ικανός να ελαττώνει ή να αναστέλλει την ανοσιακή δραστηριότητα τών λεμφοκυττάρων
αρχ.
1. το υγρό μέρος της πίσσας
2) φρ. «σπερματικὸς ὀρός» και απλώς «ὀρός» — το ρευστό του σπέρματος, το υδατώδες μέρος του ανθρώπινου ή ζωικού σπέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. όν. (πρβλ. τροφός, θορός) με ιωνική ψίλωση που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ser- «ρέω, κυλώ» και συνδέεται με αρχ. ινδ. sara- «ρέω» (< sisarti «ρέω, χύνομαι»)και λατ. serum «ορός». Τα βυζαντινά χειρόγραφα δίνουν τ. ὀρρός, που οφείλεται πιθ. σε εσφ. ανάγν. του τ. ὀρός. Στη Νέα Ελληνική έχουμε μία σειρά επιστημονικών όρων με α' συνθετικό ορο-, από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν προέλθει από μετάφραση στην Ελληνική του λατ. serum (οροαιματώδης, πρβλ. αγγλ. serosanguinus, οροαντίδραση, πρβλ. γαλλ. seroreaction).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό ορο-) οροαιματώδης, οροαιμάτωμα, οροαλβουμίνη, οροαντίδραση, οροβλεννογόνος, ορόγαλα, ορογόνος, οροδιάγνωση, οροεμβολιασμός, οροεξασθένηση, οροθεραπεία, οροϊνώδης, ορολεύκωμα, ορολογία (Ι), ορονοσία, οροπυώδης, οροστέγεια, οροσυγκόλληση, οροσφαιρίνη].
Greek Monotonic
ὀρός: ὁ, Λατ. serum, το υδαρές μέρος, η περιεκτικότητα του γάλακτος σε νερό, ορός του γάλακτος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρός: ион. οὐρός, Arst., Plut. ὀρρός ὁ
1) молочная сыворотка, пахтанье Hom., Arst.;
2) водянистая часть, жижа (ὀ. φλέγματος Plat.; ὀ. σπερματικός Plut.).