διαμαρτύρομαι: Difference between revisions
(1a) |
m (Text replacement - "''' (ῠ)<b class="num">1)" to "''' (ῠ)<br /><b class="num">1)") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαμαρτύρομαι:''' (ῠ)<b class="num">1)</b> призывать всех в свидетели, торжественно клясться в своей правоте ([[βοᾶν]] καὶ δ. Dem.);<br /><b class="num">2)</b> клятвенно утверждать: διαμαρτύροιο ἄν, ὅτι σὺ … Plat. ведь ты стал бы, пожалуй, всячески утверждать, что ты …;<br /><b class="num">3)</b> заклинать, умолять, настойчиво просить (Xen.; ποιεῖν или μὴ ποιεῖν τι Aeschin., Polyb., Plut.). | |elrutext='''διαμαρτύρομαι:''' (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> призывать всех в свидетели, торжественно клясться в своей правоте ([[βοᾶν]] καὶ δ. Dem.);<br /><b class="num">2)</b> клятвенно утверждать: διαμαρτύροιο ἄν, ὅτι σὺ … Plat. ведь ты стал бы, пожалуй, всячески утверждать, что ты …;<br /><b class="num">3)</b> заклинать, умолять, настойчиво просить (Xen.; ποιεῖν или μὴ ποιεῖν τι Aeschin., Polyb., Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:25, 14 January 2019
English (LSJ)
[ῡ], aor. 1 -μαρτῡράμην: pf. -μεμαρτύρημαι [ῠ], Dep.:—abs.,
A call gods and men to witness, protest solemnly, esp. in case of falsehood or wrong, βοᾶν καὶ δ. D.18.23,143; δ. μή .., c. inf., Id.33.20; δ. ὅπως μή .., c. fut., Id.42.28; δ. τινὶ μὴ ποιεῖν protest against his doing, Aeschin.2.89: c. inf., Plb.1.33.5,al.; call to witness, ὑμῖν τὸν οὐρανόν LXXJu.7.28. 2 generally, protest, asseverate, Pl.Phd.101a, etc., PSI4.422(iii B.C.): c. acc., bear witness to, τὸ εὐαγγέλιον Act.Ap.20.24; testify, LXXDe.32.46, al.; τῇ Ἱερουσαλὴμ τὰς ἀνομίας αὐτῆς ib.Ez.16.2. 3 abs., beg earnestly of one, conjure him, X.Cyr.7.1.9; δ. καὶ παρακαλεῖν Act.Ap.2.40; δ. τινὰ ἵνα . . 1 Ep.Ti.5.21.
German (Pape)
[Seite 589] 1) dep. med., Götter u. Menschen zu Zeugen anrufen, beschwören, gegen erlittenes Unrecht od. falsche Anklage, seq. μή, c. inf., Dem. 33, 20 u. öfter, ὅπως μὴ φανήσονται 42, 28. – 2) bezeugen, Plat. Phaedr. 260 e Phaed. 100 e. – 3) auch = beschwören, dringend bitten, Xen. Cyr. 7, 1, 17; μὴ ποιεῖν, das nicht zu thun, Pol. 1, 33, 5. 3, 15, 5 u. Sp.; καὶ κωλύειν 3, 110, 4.
Greek (Liddell-Scott)
διαμαρτύρομαι: [ῠ], ἐπικαλοῦμαι θεοὺς καὶ ἀνθρώπους μάρτυρας, ἰδίως ἐν περιπτώσει ψευδολογίας ἢ ἀδικήματος, Λατ. obtestari, Δημ. 232. 28., 275. 17, κτλ.· δ. μὴ..., μετ᾽ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 899. 5· δ. ὅπως μὴ..., μετὰ μέλλ., ὁ αὐτ. 1047. 24· - τινι μὴ ποιεῖν, διαμαρτύρομαι, ἐγείρω ἔνστασιν ἐναντίον τῆς πράξεως, ἣν μέλλει τις νὰ πράξῃ, Αἰσχίν. 40. 9, καὶ συχνὸν παρὰ Πολυβ. 2) καθόλου, ἐπιμαρτύρομαι, σοβαρῶς διακηρύττω, Πλάτ. Φαίδωνι 101Α, κτλ. 3) ἀπολ., ζητῶ ἐπιμόνως παρά τινος, ἐξορκίζω, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 9. Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 468.
French (Bailly abrégé)
1 protester en prenant les dieux et les hommes à témoin;
2 p. ext. protester, affirmer en gén.
3 protester pour empêcher, interdire par une protestation.
Étymologie: διά, μαρτύρομαι.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tb. tard. v. act. διαμαρτύρω Thdt.M.80.1868B, Chrys.M.59.85]
I posit.
1 asegurar mediante testigos προὔλεγον καὶ διεμαρτυρόμην dije públicamente y aseguré con testigos D.6.29, c. inf. διεμαρτύρετ' ἐξάγειν aseguró por medio de testigos que intentaba echarle D.32.19
•tb. v. act. c. ac. poner por testigo διεμάρτυρε αὐτοῖς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν puso ante ellos el cielo y la tierra por testigos Thdt.l.c.
•c. dat. ser testimonio ante alguien ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς Eu.Luc.16.28
•tb. v. act. διαμάρτυρε τῷ λαῷ τούτῳ Chrys.l.c.
2 aseverar con pasión, asegurar, declarar c. ὅτι, διότι: διαμαρτύροιο ἂν ὅτι ... Pl.Phd.101a, cf. Phdr.260e, Chrm.174e, διαμαρτύρονται οἱ γεωργοὶ διότι «τὸ ὕδωρ ἀφίομεν ...» PCair.Zen.467.9, cf. PSI 422.7 (III a.C.), c. ac. τοὺς παραβαίνοντας ὁποίας τίσουσι δίκας Thdt.M.80.1864B
•abs. siendo suj. ‘la ley’ declarar solemnemente ὁ νόμος αὐτὸς διαμαρτύρεται D.34.42, cf. PLugd.Bat.20.58.9 (III a.C.).
3 rogar encarecidamente que, pedir con insistencia c. inf. Ῥωμαῖοι μὲν οὖν διεμαρτύροντο Ζακανθαίων ἀπέχεσθαι Plb.3.15.5, cf. 18.50.5, διεμαρτύραντο τοῖς ἐφόροις ἀποδιοπομπεῖσθαι πᾶν τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον Plu.Lys.17
•pedir que c. ἵνα: διαμαρτύρομαι ... ἵνα ταῦτα φυλάξῃς te pido que observes estas cosas 1Ep.Ti.5.21, cf. PLond.1912.82 (I d.C.)
•abs., X.Cyr.7.1.17.
4 dar testimonio de c. ac. τοὺς λόγους ... οὓς ἐγὼ διαμαρτύρομαι LXX De.32.46, διαμάρτυραι τῇ Ιερουσαλημ τὰς ἀνομίας αὐτῆς sé testigo para Jerusalén de sus pecados LXX Ez.16.2, τὸν λόγον τοῦ Κυρίου Act.Ap.8.25, τὸ εὐαγγέλιον Act.Ap.20.24
•c. inf. dar testimonio de que διαμαρτυρόμενος τοῖς Ἰουδαίοις εἶναι τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν Act.Ap.18.5, c. ὅτι: ὅτι οὗτος ἐστιν ... κριτής Act.Ap.10.42, c. interr. indir. διαμαρτυράμενον ἐφ' οἵαν σπεύδουσι μεταβολήν I.AI 6.39
•abs., c. otras constr. διεμαρτυράμην ἐν αὐτοῖς LXX 2Es.23.21, ἑτέροις τε λόγοις πλείοσιν διεμαρτύρατο y con otras muchas razones dio su testimonio, Act.Ap.2.40, πᾶσαι γλῶσσαι περὶ τούτου διαμαρτύρονται Mac.Aeg.Serm.B 60.3.3.
II neg. protestar c. ἐπί y dat. διαμαρτυρόμενος ... ἐπὶ τῷ τετολμηκέναι protestando por haber osado Plb.5.57.2, c. complet. c. ὡς Plu.Luc.24
•c. μή e inf. protestar de, incitar a que no, prohibir que διαμαρτυραμένου τοῦ ἀνθρώπου ... μὴ ἀποφαίνεσθαι D.33.20, διαμαρτύρασθαι Φιλίππῳ ταῦτα μὴ ποιεῖν protestar ante Filipo de que hicieran estas cosas Aeschin.2.89, cf. Plb.1.33.5, διεμαρτύρετο μὴ βαδίζειν Plu.Crass.16, cf. D.S.15.52, μὴ διδόναι D.S.18.62, μὴ λογομαχεῖν 2Ep.Ti.2.14, c. ὅπως μή y fut. διεμαρτυρόμην ὅπως μή μοι ὕστερον κατεσκευασμένοι δανεισταὶ φανήσονται protestaba para que luego no me apareciesen deudores amañados D.42.28
•abs. βοᾶν καὶ διαμαρτύρεσθαι D.18.23, cf. 143, διαμαρτυρομένων ἡμῶν D.44.37, Thphr.Fr.97.1, cf. D.48.46, D.S.15.43, Plu.Nic.12, c. ac. int. πολλὰ διαμαρτυρομένου ... τοῦ Λευκίου Plb.3.110.4.
English (Strong)
from διά and μαρτυρέω; to attest or protest earnestly, or (by implication) hortatively: charge, testify (unto), witness.
English (Thayer)
deponent middle; imperfect διεμαρτυρομην ( ); 1st aorist διεμαρτυράμην; in the Sept. mostly for הֵעִיד; often in Greek writings from Xenophon down; see a multitude of examples from them in Winer s De verb. comp. etc. Part v., p. 20ff; to call gods and men to witness (διά, with the interposition of gods and men; cf. Ellicott (after Winer's) on to testify, i. e. earnestly, religiously to charge: followed by an imperative ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί Χριστοῦ Ἰησοῦ, Xenophon, Cyril 7,1, 17 σύ μή πρότερον ἐμβαλλε τοῖς πολεμίοις, διαμαρτύρομαι, πρίν, etc.); also with ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κτλ. followed by ἵνα (cf. Buttmann, 237 (204)), μή, to attest, testify to, solemnly affirm: ὅτι, to give solemn testimony to one, to confirm a thing by (the interposition of) testimony, to testify, cause it to be believed: τόν λόγον τοῦ κυρίου, τόν εὐαγγέλιον, τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, εἰς and an accusative of the place unto which the testimony is borne: τά περί ἐμοῦ εἰς Ἱερουσαλήμ, τοῖς Ἰουδαίοις τόν Χριστόν Ἰησοῦν, the Messianic dignity of Jesus, Ἰουδαίοις ... τήν ... μετάνοιαν καί πίστιν, the necessity of repentance and faith, τῇ Ἱερουσαλήμ τάς ἀνομίας, into what sins she has fallen, Ezekiel 16:2).
Greek Monolingual
(AM διαμαρτύρομαι) μαρτύρομαι
1. διατυπώνω προφορική ή γραπτή ένσταση για λόγια ή πράξεις άλλου ή άλλων, που, κατά τη γνώμη μου, με ζημίωσαν ηθικά ή υλικά
2. εξανίσταμαι, εξεγείρομαι, ξεσπώ σε διαμαρτυρίες
αρχ.
1. επικαλούμαι ως μάρτυρες θεούς και ανθρώπους
2. διακηρύσσω με σοβαρότητα, διαβεβαιώνω
3. ζητώ επίμονα, εξορκίζω.
Greek Monotonic
διαμαρτύρομαι: [ῡ], αποθ.:
1. επικαλούμαι θεούς και ανθρώπους ως μάρτυρες, Λατ. obtestari, σε Δημ.· δ. μή..., με απαρ., στον ίδ.· δ. τινι μὴ ποιεῖν, εγείρω ένσταση εναντίον της πράξεώς του, σε Αισχίν.
2. γενικά, διαμαρτύρομαι, διακηρύττω σοβαρά, σε Πλάτ.
3. απόλ., ζητώ επίμονα από κάποιον, εξορκίζω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διαμαρτύρομαι: (ῠ)
1) призывать всех в свидетели, торжественно клясться в своей правоте (βοᾶν καὶ δ. Dem.);
2) клятвенно утверждать: διαμαρτύροιο ἄν, ὅτι σὺ … Plat. ведь ты стал бы, пожалуй, всячески утверждать, что ты …;
3) заклинать, умолять, настойчиво просить (Xen.; ποιεῖν или μὴ ποιεῖν τι Aeschin., Polyb., Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-μαρτύρομαι protest aantekenen, met ὡς:; δ. ὡς πόλεμον... διώκοι Λεύκολλος te protesteren dat Lucullus oorlog nastreefde Plut. Luc. 24.1; ook abs. door getuigenverklaringen bevestigen:; προὔλεγον καὶ διεμαρτυρόμην ik verklaarde openlijk en onder getuigen Dem. 6.29; stellig beweren:; διαμαρτύροιο ἂν ὅτι jij zou kunnen verzekeren dat Plat. Phaed. 101a; NT getuigenis geven, met dat.: ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς opdat hij getuigenis aflegt voor hen NT Luc. 16.28; met acc.: δ. τὸ εὐαγγέλιον getuigen van het evangelie NT Act. Ap. 20.24. dringend vragen, bezweren:; διεμαρτύραντο τοῖς ἐφόροις ἀποδιοπομπεῖσθαι zij vroegen de eforen dringend de stad ritueel te reinigen Plut. Lys. 17.2; met μή + inf.: διεμαρτύρετο μὴ βαδίζειν hij verbood hem verder te gaan Plut. Crass. 16.6.
Middle Liddell
1. Dep. to protest solemnly, Lat. obtestari, Dem.; δ. μή . . , c. inf., Dem.:— δ. τινι μὴ ποιεῖν to protest against his doing, Aeschin.
2. generally, to protest, asseverate, Plat.
3. absol. to beg earnestly, conjure, Xen.