доставлять: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
(2)
 
(DvTab)
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[προξενέω]], [[ἐμποιέω]], [[ἐπιφέρω]], [[ἐκπορίζω]], [[πόρω]], [[ἀλφάνω]], [[κατακομίζω]], [[ἐπιχορηγέω]], [[συνεκπορίζω]], [[προπέμπω]], [[περιάπτω]], [[περάπτω]], [[συγχορηγέω]], [[ἐξευρίσκω]], [[ἀνακομίζω]], [[ἀγκομίζω]], [[πορθμεύω]], [[διακομίζω]], [[διαπορθμεύω]], [[προϋποβάλλω]], [[πορίζω]], [[ἀγινέω]], [[παρακομίζω]], [[προσκομίζω]], [[εἰσκομίζω]], [[ἐσκομίζω]], [[πράσσω]], [[παραπέμπω]], [[ἐργάζομαι]], [[διαφορέω]], [[ἐξευπορέω]], [[συγκομίζω]], [[κατανύω]], [[κατανύτω]], [[περιποιέω]], [[κατερύω]], [[κατειρύω]]
|rueltext=[[ἀναφέρω]], [[ἐπιφέρω]], [[σκευάζω]], [[ἐπιτίθημι]], [[παραδίδωμι]], [[παρέχω]], [[ὀπάζω]], [[συντίθημι]], [[χορηγέω]], [[τεύχω]], [[προξενέω]], [[ἐμποιέω]], [[ἐκπορίζω]], [[πόρω]], [[ἀλφάνω]], [[κατακομίζω]], [[ἐπιχορηγέω]], [[συνεκπορίζω]], [[προπέμπω]], [[περιάπτω]], [[περάπτω]], [[συγχορηγέω]], [[ἐξευρίσκω]], [[ἀνακομίζω]], [[ἀγκομίζω]], [[πορθμεύω]], [[διακομίζω]], [[διαπορθμεύω]], [[προϋποβάλλω]], [[πορίζω]], [[ἀγινέω]], [[παρακομίζω]], [[προσκομίζω]], [[εἰσκομίζω]], [[ἐσκομίζω]], [[πράσσω]], [[παραπέμπω]], [[ἐργάζομαι]], [[διαφορέω]], [[ἐξευπορέω]], [[συγκομίζω]], [[κατανύω]], [[κατανύτω]], [[περιποιέω]], [[κατερύω]], [[κατειρύω]], [[εὐπορέω]], [[ἐπορέγομαι]], [[βιβάω]], [[προσάγω]], [[ἄγω]], [[εἰσφέρω]], [[προσβάλλω]], [[ἐπιμελέομαι]], [[διαφέρω]], [[φορέω]], [[ἀνύω]], [[κομίζω]], [[ἐπάγω]], [[ἐπαρκέω]], [[μεθίημι]]
}}
}}

Latest revision as of 09:25, 15 October 2019