ἐπεμβαίνω: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπεμβαίνω]]) [[εμβαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρεμβαίνω]] [[μεταξύ]] άλλων [[συνήθως]] αντιμαχομένων («επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και το [[ζήτημα]] διευθετήθηκε»)<br /><b>2.</b> ανακατεύομαι [[απρόσκλητος]] σε ξένες υποθέσεις («μην επεμβαίνεις όταν δεν σού πέφτει [[λόγος]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για πόλεμο) [[επέρχομαι]], [[ξεσπώ]]<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζομαι]]<br /><b>3.</b> [[ασχολούμαι]], καταπιάνομαι με [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[προτρέπω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέκομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον ( | |mltxt=(AM [[ἐπεμβαίνω]]) [[εμβαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρεμβαίνω]] [[μεταξύ]] άλλων [[συνήθως]] αντιμαχομένων («επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και το [[ζήτημα]] διευθετήθηκε»)<br /><b>2.</b> ανακατεύομαι [[απρόσκλητος]] σε ξένες υποθέσεις («μην επεμβαίνεις όταν δεν σού πέφτει [[λόγος]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για πόλεμο) [[επέρχομαι]], [[ξεσπώ]]<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζομαι]]<br /><b>3.</b> [[ασχολούμαι]], καταπιάνομαι με [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[προτρέπω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέκομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον («οὐδοῦ ἐπεμβεβαώς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανεβαίνω]] (α. «πύργοις [[ἐπεμβάς]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «λύκους ἐπεμβεβῶτας ἑδραίαν ράχην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πατώ]], [[μπαίνω]] [[κάπου]]<br /><b>4.</b> [[εισέρχομαι]]<br /><b>5.</b> [[μπαίνω]] σε [[πλοίο]] ως [[ναύτης]] («καὶ τοῖς [[ὕστερον]] ἐπεμβάσιν ἀντὶ τῶν ἀπολιπόντων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> [[καταπατώ]] («ἐχθροῑσιν... ἐπεμβῆναι ποδί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[κατακρίνω]]<br /><b>8.</b> επιτίθεμαι σε έναν [[τόπο]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:45, 13 June 2022
English (LSJ)
A step or tread upon, in pf., stand upon, c. gen., οὐδοῦ ἐπεμβεβαώς Il. 9.582; σῆς ἐπεμβαίνων χθονός S.OC924; δίφρου ἐπεμβεβαώς mounted on a chariot, Hes.Sc.324; ὄχθων ἐπεμβάς E.Ba.1061 codd.: abs., ἐπεμβεβαώς Pi.N.4.29: also c. dat., approach, attack, πύργοις ἐπεμβάς A.Th.634, etc.; τῷ δήμῳ Hyp.Phil.Fr.10; ἐ. ἀλλοτρίαις ἕδραις Gal. UP14.14: c. acc., ῥάχιν E.Rh.783: with a Prep., εἰς πάτραν ὅτι ποτ' ἐπεμβάσῃ Id.IT649 (lyr.). 2 embark on ship-board, D.50.25. II c. dat. pers., trample upon, ἐχθροῖσιν . . ἐπεμβῆναι ποδί S.El.456: metaph., ταῖσδ' ἐπεμβαίνειν E.Hipp.668; κατ' ἐμοῦ . . μᾶλλον ἐπεμβάσει S.El.836 (lyr.); ἁμαρτήμασί τινων Plu.2.59d. 2 τῷ καιρῷ ἐπεμβαίνων taking advantage of the opportunity, D.21.203.
German (Pape)
[Seite 914] (s. βαίνω), noch dazu darauftreten, οὐδοῦ ἐπεμβεβαώς, nachdem er auf die Schwelle getreten war, darauf stand, Il. 9, 582, wie δίφρου ἐπεμβεβαώς Hes. sc. 195. 324 (τετραορίας), Pind. N. 4, 29; σῆς ἐπεμβαίνων χθονός Soph. O. C. 928; – πύργοις ἐπεμβάς, nachdem er die Thürme erstiegen hatte (feindlich), Aesch. Spt. 614, wie Qu. Sm. 7, 466; – auch mit dem accus., λύκους ἐπεμβεβῶτας ἑδραίαν ῥάχιν Eur. Rhes. 783, vgl. Bacch. 1061; Νεῖλον ἐπεμβάς Theocr. 17, 98. Auch εἰς πάτραν ἐπεμβάσει, wieder eintreten, Eur. I. T. 649 – Noch dazu einsteigen in die Schiffe, τοῖς ὕστερον ἐπεμβᾶσιν ἀντὶ τῶν ἀπολιπόντων Dem. 50, 25; hineingehen, Luc. Tim. 56; ἄκρας ἐπεμβαινούσης τῷ πελάγει, sich ins Meer hinein erstrecken, Longin. – Darauftreten, verhöhnen, beschimpfen, mißhandeln, ποδὶ ἐπεμβῆναι ἐχθροῖσιν Soph. El. 448; κατ' ἐμοῦ ἐπεμβάσει ibd. 825; gew. mit dem dat. der Person, Eur. Hipp. 668; τοῖς τετριμμένοις Polem. 2, 26; Plut. u. a. Sp.; τῷ καιρῷ τινος, die Gelegenheit zu Jemandes Schaden benutzen, Dem. 21, 203, vgl. συγγενῶν ἐπεμβῆναι ἁμαρτήμασι Plut. de adul. et amic. discr. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεμβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, βαίνω ἢ πατῶ ἐπί τινος, καὶ ἐν τῷ πρκμ. ἐπιβέβηκα, ἵσταμαι ἐπί τινος, μετὰ γεν., οὐδοῦ ἐπεμβεβαώς, «ἐπιβεβηκώς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 582· σῆς ἐπεμβαίνων χθονὸς Σοφ. Ο. Κ. 924· δίφρου ἐπεμβεβαώς, ἐπιβεβηκώς, Ἡσ. Ἀσπ. 324· ἀπολ., ἐπεμβεβαὼς Πινδ. Ν. 4. 47· ὡσαύτως μετὰ δοτ., πύργοις ἐπεμβὰς Αἰσχύλ. Θήβ. 634, καὶ συχν. μετὰ ταῦτα: μετ’ αἰτ., ἐπ. ὄχθον, ῥάχιν Εὐρ. Βάκχ. 1061, Ρῆσ. 783· μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, εἰς πάτραν ὅτι πόδ’ ἐπεμβάσει (οὕτως ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ ποτ’, ἴδε τὸ ῥῆμα βαίνω Α. ΙΙ. 4) Εὐρ. Ι. Τ. 649. 2) ἐμβαίνω εἰς πλοῖον ὡς ναύτης μετὰ τὴν ἀπέλευσιν ἄλλου, καί τοῖς ὕστερον ἐπεμβᾶσιν ἀντὶ τῶν ἀπολιπόντων Δημ. 1214. 26, κλπ. ΙΙ μετὰ δοτικ. προσώπου, καταπατῶ τι, Λατιν. insultare, ἐχθροῖσιν... ἐπεμβῆναι ποδὶ Σοφ. Ἠλ. 456: μεταφ., ταῖσδ’ ἐπεμβαίνειν Εὐρ. Ἱππ. 668· κατ’ ἐμοῦ... μᾶλλον ἐπεμβάσει Σοφ. Ἠλ. 836 (λυρ.)· ἀτυχήμασί τινος Πλούτ. 2. 59D. 2) προσβάλλω τινὰ ἔν τινι τόπῳ, οἵ τε οἱ... ἄντρῳ ἐπεμβαίνωσιν Κόϊντ. Σμ. 7. 467. 3) τῷ καιρῷ ἐπεμβαίνων, ἐπωφελούμενος ἐκ τῆς περιστάσεως, Δημ. 579. 22.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπεμβήσομαι;
1 monter sur, particul. s’embarquer;
2 fig. fouler aux pieds, piétiner : τινι, κατά τινος qqn;
3 se faire un fondement de, càd abuser de : τῷ καιρῷ τινος DÉM profiter de l’occasion pour nuire à qqn.
Étymologie: ἐπί, ἐμβαίνω.
English (Slater)
ἐπεμβαίνω
1 mount οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.29)
Greek Monolingual
(AM ἐπεμβαίνω) εμβαίνω
νεοελλ.
1. παρεμβαίνω μεταξύ άλλων συνήθως αντιμαχομένων («επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και το ζήτημα διευθετήθηκε»)
2. ανακατεύομαι απρόσκλητος σε ξένες υποθέσεις («μην επεμβαίνεις όταν δεν σού πέφτει λόγος»)
μσν.
1. (για πόλεμο) επέρχομαι, ξεσπώ
2. παρουσιάζομαι
3. ασχολούμαι, καταπιάνομαι με κάτι
4. προτρέπω
αρχ.
1. στέκομαι κοντά σε κάποιον («οὐδοῦ ἐπεμβεβαώς», Ομ. Ιλ.)
2. ανεβαίνω (α. «πύργοις ἐπεμβάς», Αισχύλ.
β. «λύκους ἐπεμβεβῶτας ἑδραίαν ράχην», Ευρ.)
3. πατώ, μπαίνω κάπου
4. εισέρχομαι
5. μπαίνω σε πλοίο ως ναύτης («καὶ τοῖς ὕστερον ἐπεμβάσιν ἀντὶ τῶν ἀπολιπόντων», Δημοσθ.)
6. καταπατώ («ἐχθροῑσιν... ἐπεμβῆναι ποδί», Σοφ.)
7. κατακρίνω
8. επιτίθεμαι σε έναν τόπο.
Greek Monotonic
ἐπεμβαίνω: μέλ. -εμβήσομαι, αόρ. βʹ -ενέβην,
I. 1. πατώ το πόδι μου ή επιβαίνω σε, και στον παρακ., ίσταμαι, στέκομαι σε, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· επίσης με δοτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· μερικές φορές με αιτ., σε Ευρ.
2. επιβιβάζομαι, μπαρκάρω πάνω σε πλοίο, σε Δημ.
II. 1. με δοτ. προσ., καταπατώ, Λατ. insultare, σε Σοφ., Ευρ.
2. τῷ καιρῷ ἐπ., επωφελούμαι της ευκαιρίας, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεμβαίνω: (fut. ἐπεμβήσομαι)
1) (тж. ἐ. πόδα Eur.) ступать, вступать, входить (οὐδοῦ Hom.; χθονός Soph.; εἰς πάτραν Eur.; Νεῖλον Theocr.);
2) подниматься, всходить (πύργοις Aesch.; ἑδραίαν ῥάχιν, ἐλάτην ὑψαύχενα Eur.): ἐ. δοίφρου Hes. садиться на колесницу;
3) садиться на корабль Dem.;
4) перен. наступать, попирать (ἐχθροῖσι ποδί Soph. и τῷ ἐχθρῷ Plut.): κατ᾽ ἐμοῦ μᾶλλον ἐπεμβάσει Soph. (этим) ты меня еще больше оскорбишь;
5) наносить ущерб, причинять вред (τῷ καιρῷ τινος Dem.; τῇ τύχῃ τινός Plut.).
Middle Liddell
fut. -εμβήσομαι aor2 -ενέβην
I. to step or tread upon, and in perf. to stand upon, c. gen., Il., Soph.: also c. dat., Aesch., etc.; sometimes c. acc., Eur.
2. to embark on ship-board, Dem.
II. c. dat. pers. to trample upon, Lat. insultare, Soph., Eur.
2. τῷ καιρῷ ἐπ. to take advantage of the opportunity, Dem.