ἅλιος: Difference between revisions
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(big3_3) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> argól. ἅλιιος <i>IO</i> 693 (arc.)<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ος, -ον S.<i>Ai</i>.357, E.<i>Heracl</i>.82]<br />[[marino]], [[del mar]] ref. al «viejo del mar» identificado c. Nereo ἅ. γέρων <i>Il</i>.1.556, 24.562, Hes.<i>Th</i>.1003, Forcis <i>Od</i>.13.96, 345, Proteo <i>Od</i>.4.365, γέρων ἅ. νημερτής <i>Od</i>.4.349, cf. <i>IO</i> l.c., ἁλίαι (θεαί) de las Nereidas <i>Il</i>.18.432, cf. 139<br /><b class="num">•</b>Θέτις Nonn.<i>D</i>.33.377, de Apolo, Arist.<i>Mir</i>.840<sup>a</sup>20, ναῦτα <i>Lyr.Adesp</i>.86<br /><b class="num">•</b>de cosas ἅλιοι ψάμαθοι las arenas del mar</i>, <i>Od</i>.3.38, 4.438, κῦμα A.<i>Supp</i>.14, οἶδμα <i>h.Ap</i>.417, πρών A.<i>Pers</i>.131, πρύμναι Pi.<i>O</i>.9.72, πλάτα S.<i>OC</i> 716, de lugares ἁλίαις ... ἐπὶ Στροφάσιν en las marinas islas Estrófades</i>, <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.928.6 (Corcira III a.C.).<br />-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[errado]], [[que falla el blanco]], [[βέλος]] <i>Il</i>.4.498, 15.575, 16.480, ([[ἔγχος]]) ἅ. <i>Il</i>.13.410.<br /><b class="num">2</b> [[equivocado]] ὁδός <i>Od</i>.2.273, 318, <i>h.Merc</i>.549, σκοπός <i>Il</i>.10.324.<br /><b class="num">3</b> [[que no sirve o no es útil]], como pred. [[para nada]] ἅλιον στρατὸν ἤγαγεν <i>Il</i>.4.179<br /><b class="num">•</b>de palabras, juramentos [[en vano]], [[inútil]] μῦθος <i>Il</i>.5.715, <i>h.Merc</i>.280, ἔπος <i>Il</i>.18.324, <i>Il</i>.24.92, ὅρκιον <i>Il</i>.4.158, de otros abstr. πόνος <i>Il</i>.4.26, γεωπονίη Max.537, οὐδ' ἁλίην ἀπέτεισε θεὴ χάριν Call.<i>Iou</i>.37.<br /><b class="num">II</b> adv. <br /><b class="num">1</b> neutr. como adv. [[en vano]] αἰχμὴ ... κατὰ γαίης ᾤχετ' ἐπεί ῥ' ἅλιον στιβαρῆς ἀπὸ χειρὸς ὄρουσεν <i>Il</i>.13.505, 16.615, οὐ γὰρ ἅλιον ἀφορμᾷ ποτ' (el rayo), S.<i>OC</i> 1469.<br /><b class="num">2</b> adv. -ίως [[para nada]], [[inútilmente]] θήραν τήνδ' ἁλίως ἔχομεν τόξων para nada hemos hecho la conquista de este arco</i> S.<i>Ph</i>.840. | |dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> argól. ἅλιιος <i>IO</i> 693 (arc.)<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ος, -ον S.<i>Ai</i>.357, E.<i>Heracl</i>.82]<br />[[marino]], [[del mar]] ref. al «viejo del mar» identificado c. Nereo ἅ. γέρων <i>Il</i>.1.556, 24.562, Hes.<i>Th</i>.1003, Forcis <i>Od</i>.13.96, 345, Proteo <i>Od</i>.4.365, γέρων ἅ. νημερτής <i>Od</i>.4.349, cf. <i>IO</i> l.c., ἁλίαι (θεαί) de las Nereidas <i>Il</i>.18.432, cf. 139<br /><b class="num">•</b>Θέτις Nonn.<i>D</i>.33.377, de Apolo, Arist.<i>Mir</i>.840<sup>a</sup>20, ναῦτα <i>Lyr.Adesp</i>.86<br /><b class="num">•</b>de cosas ἅλιοι ψάμαθοι las arenas del mar</i>, <i>Od</i>.3.38, 4.438, κῦμα A.<i>Supp</i>.14, οἶδμα <i>h.Ap</i>.417, πρών A.<i>Pers</i>.131, πρύμναι Pi.<i>O</i>.9.72, πλάτα S.<i>OC</i> 716, de lugares ἁλίαις ... ἐπὶ Στροφάσιν en las marinas islas Estrófades</i>, <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.928.6 (Corcira III a.C.).<br />-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[errado]], [[que falla el blanco]], [[βέλος]] <i>Il</i>.4.498, 15.575, 16.480, ([[ἔγχος]]) ἅ. <i>Il</i>.13.410.<br /><b class="num">2</b> [[equivocado]] ὁδός <i>Od</i>.2.273, 318, <i>h.Merc</i>.549, σκοπός <i>Il</i>.10.324.<br /><b class="num">3</b> [[que no sirve o no es útil]], como pred. [[para nada]] ἅλιον στρατὸν ἤγαγεν <i>Il</i>.4.179<br /><b class="num">•</b>de palabras, juramentos [[en vano]], [[inútil]] μῦθος <i>Il</i>.5.715, <i>h.Merc</i>.280, ἔπος <i>Il</i>.18.324, <i>Il</i>.24.92, ὅρκιον <i>Il</i>.4.158, de otros abstr. πόνος <i>Il</i>.4.26, γεωπονίη Max.537, οὐδ' ἁλίην ἀπέτεισε θεὴ χάριν Call.<i>Iou</i>.37.<br /><b class="num">II</b> adv. <br /><b class="num">1</b> neutr. como adv. [[en vano]] αἰχμὴ ... κατὰ γαίης ᾤχετ' ἐπεί ῥ' ἅλιον στιβαρῆς ἀπὸ χειρὸς ὄρουσεν <i>Il</i>.13.505, 16.615, οὐ γὰρ ἅλιον ἀφορμᾷ ποτ' (el rayo), S.<i>OC</i> 1469.<br /><b class="num">2</b> adv. -ίως [[para nada]], [[inútilmente]] θήραν τήνδ' ἁλίως ἔχομεν τόξων para nada hemos hecho la conquista de este arco</i> S.<i>Ph</i>.840. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἅλιος]], -ία, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[θάλασσα]], ο [[θαλάσσιος]]<br /><b>2.</b> ως [[προσδιορισμός]] θεών, [[νυμφών]] κ.λπ. της θάλασσας (Νηρέας, Νηρηίδες).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἁλιεύς]], <b>αρχ.</b> [[άλιας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἐνάλιος]], [[εἰνάλιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αλιόφως</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[ἅλιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[συνήθως]] για πράγματα) [[μάταιος]], [[ανώφελος]], [[άκαρπος]], [[άσκοπος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἅλιον</i><br />[[μάταια]], άσκοπα, ανώφελα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία ποιητική, και [[μάλιστα]] επική, [[λέξη]] που αντικαταστάθηκε [[κατόπιν]] από το [[επίθετο]] [[μάταιος]]. Ετυμολογικά η λ. [[είναι]] αβέβαιης προελεύσεως. Η σύνδεσή της με τις συνώνυμες λ. [[ἠλίθιος]] «[[μάταιος]], [[ανωφελής]]», [[ἠλάσκω]] «[[περιπλανώμαι]], περιφέρομαι» και [[περαιτέρω]] με το ρ. <i>ἀλῶμαι</i> «[[περιπλανώμαι]]» δεν εξηγεί τη δάσυνση του τ. [[ἅλιος]]. Πιθανότερη θεωρείται η ετυμολογική [[σύνδεση]] του επιθ. με τις λ. <i>ἅλς</i> «[[θάλασσα]]», [[ἅλιος]] «[[θαλασσινός]]». Η σημασιολογική [[συγγένεια]] του επιθ. [[ἅλιος]] «[[μάταιος]]» με τη [[φράση]] «<i>εἰς [[ὕδωρ]] γράφειν</i>» θα δικαιολογούσε την ετυμολογική [[προέλευση]] του επιθ. από το ουσ. <i>ἅλς</i>. Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], η συχνή [[χρήση]] του επιθ. με το ουσ. [[βέλος]] οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι αρχικά το επίθ. [[ἅλιος]] προσδιόριζε το ουσ. [[βέλος]] και σήμαινε «[[βέλος]] που αστοχεί, που χάνει τον στόχο του και πέφτει στη [[θάλασσα]]». Άρα, σύμφωνα με την [[ίδια]] [[άποψη]], το [[επίθετο]] [[ἅλιος]] σήμαινε αρχικά «[[άστοχος]]», από όπου η [[σημασία]] «[[ανώφελος]], [[άσκοπος]]» και, κατ [[επέκταση]], «ματαιος».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἁλιῶ</i>].———————— <b>(III)</b><br />[[ἅλιος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[δωρικός]] [[τύπος]] [[αντί]] του [[ἥλιος]]<br /><b>2.</b> <b>Φιλοσ.</b> [[ἁλίζω]]<br />ο [[αριθμός]] [[εννέα]] στους Πυθαγόρειους. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:50, 29 September 2017
English (LSJ)
(A), α, ον, also ος, ον S.Aj.357, E.Heracl.82(lyr.): (ἅλς:—
A of the sea, of sea-gods, nymphs, etc., θυγάτηρ ἁλίοιο γέροντος, i.e. of Nereus, Il.1.556, Hes.Th.1003, cf. Od.4.365, al.; θεαὶ ἅ. sea-god-desses, Nereids, Il.18.432; of Apollo, Arist.Mir.840a20; ἅ. ψάμαθοι sea-sand, Od.3.38; ἅ. πρών A. (only in lyr.) Pers.131,879; κῦμα Id.Supp.14; πρύμναι, πλάτα, νηῦς, Pi.O.9.72, S.OC716, Orph.A.236.
ἅλιος (B), α, ον: (perh. cf. ἠλίθιος):—mostly of things,
A fruitless, idle, ἔπος, μῦθος, Il.18.324, 5.715; πόνος 4.26; βέλος 5.18; ὅρκιον 4.158; in Od. only with ὁδός 2.273, 318; of a person, Il.10.324: neut. as Adv., in vain, 13.505, cf. 4.179, S.OC1469: reg. Adv. -ίως Id.Ph. 840.—Ep. word, used by S. in lyr.
(C), ὁ, Dor.for ἥλιος. II (ἁλίζω), Pythag. name for nine, Theol.Ar.57.
German (Pape)
[Seite 97] 1) vom Meere, zum Meere gehörig, γέρων, Meergreis, Hom. z. B. Od. 4, 349; ἀθανάτῃς ἁλίῃσιν Iliad. 18, 86, ἀλλάων ἁλιάων 432, ἅλιαι θεαί 24, 84, Nereiden, wie ἅλιος für Poseidon Secund. 1 (Plan. 214); ψάμαθοι Od. 3, 38; – Pind. γέρων P. 9, 97, κόραι Νηρῆος Ol. 2, 32, πρύμναι 9, 78; κῦμα Aesch. Suppl. 14 Eur. Hel. 1321, οἶδμα 520, selbst πέλαγος Andr. 994; πρῶνα Aeschyl. Pers. 129, ήϊόνες Eur. Tr. 825; Soph. νύμφαι Phil. 1456, πλάτη O. C. 720; Ai. 351, wo Herm. ἅλιος schreibt; Eur. Heracl. 83; Eur. wie sp. D. oft. – 2) nichtig, vergeblich, μάταιος (weil das Meer unfruchtbar ist), ohne Wirkung, oft Hom., meist als Prädicatsnomen, z. B. οὐχ ἅλιον βέλος ἔκφυγε χειρός Iliad. 5, 18, οὐχ ἅλιον βέλος ἧκε 4, 498, χειρὸς ἄπο ἅλιον πηδῆσαι ἄκοντα 14, 455, ἅλιον στρατὸν ἤγαγεν ἐνθάδε 4, 179, ἅλιον θεῖναι πόνον 4, 26; ἅλιον τὸν μῦθον ὑπέστημεν Μενελάῳ 5, 715; ἅλιον ἔπος ἔκβαλον 18, 324; οὐδ' ἅλιον ἔπος ἔσσεται 24, 92; ἅλιον πέλει ὅρκιον 4, 158; οὔ τοι ἔπειθ' ἁλίη ὁδὸς ἔσσεται Od. 2, 273 vgl. 318; ἅλιος σκοπὸς ἔσσομαι Iliad. 10, 324; – ἅλιον vielleicht advb. Iliad. 13, 505 vgl. 16, 615; vgl. Soph. O. C. 1468 ch., wo Herm. des Metrums wegen ἅλια ändert; ἁλίως Soph. Phil. 829. u. compos., dor. für ἥλιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἅλιος: ὁ Δωρ. ἀντὶ ἥλιος.
French (Bailly abrégé)
1α ou ος, ον :
de la mer, marin ; ἅλιαι θεαί ou abs. ἅλιαι les déesses de la mer, les Néréides.
Étymologie: ἅλς¹.
2α, ον :
vain, inutile ; neutre adv. • ἅλιον vainement.
Étymologie: DELG étym. obsc.
3dor. c. ἥλιος.
English (Autenrieth)
(2): fruitless, ineffectual, vain, in vain; adv. ἅλιον.
English (Autenrieth)
(1) (ἅλς): of the sea; γέρων, Nereus (Il. 1.556), Proteus (Od. 4.365), θεαί, and as subst. ἅλιαι, the Nereids, Od. 24.47.
English (Slater)
ᾰλιος
1 of, by the sea μετὰ κόραισι Νηρῆος ἁλίαις (O. 2.29) ἁλίαισιν πρύμναις Τήλεφος ἔμβαλεν (O. 9.72) ἁλίοιο γέροντος i. e. Nereus. (P. 9.94) ἁλίῳ (Pae. 6.149) ἁλίαι[ fr. 140a. 51 (25). ἁλίου δελφῖνος fr. 140b. 15. ἐπ' οἶδμἅλιον fr. 221. 4.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): argól. ἅλιιος IO 693 (arc.)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [-ος, -ον S.Ai.357, E.Heracl.82]
marino, del mar ref. al «viejo del mar» identificado c. Nereo ἅ. γέρων Il.1.556, 24.562, Hes.Th.1003, Forcis Od.13.96, 345, Proteo Od.4.365, γέρων ἅ. νημερτής Od.4.349, cf. IO l.c., ἁλίαι (θεαί) de las Nereidas Il.18.432, cf. 139
•Θέτις Nonn.D.33.377, de Apolo, Arist.Mir.840a20, ναῦτα Lyr.Adesp.86
•de cosas ἅλιοι ψάμαθοι las arenas del mar, Od.3.38, 4.438, κῦμα A.Supp.14, οἶδμα h.Ap.417, πρών A.Pers.131, πρύμναι Pi.O.9.72, πλάτα S.OC 716, de lugares ἁλίαις ... ἐπὶ Στροφάσιν en las marinas islas Estrófades, IG 92.928.6 (Corcira III a.C.).
-α, -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1errado, que falla el blanco, βέλος Il.4.498, 15.575, 16.480, (ἔγχος) ἅ. Il.13.410.
2 equivocado ὁδός Od.2.273, 318, h.Merc.549, σκοπός Il.10.324.
3 que no sirve o no es útil, como pred. para nada ἅλιον στρατὸν ἤγαγεν Il.4.179
•de palabras, juramentos en vano, inútil μῦθος Il.5.715, h.Merc.280, ἔπος Il.18.324, Il.24.92, ὅρκιον Il.4.158, de otros abstr. πόνος Il.4.26, γεωπονίη Max.537, οὐδ' ἁλίην ἀπέτεισε θεὴ χάριν Call.Iou.37.
II adv.
1 neutr. como adv. en vano αἰχμὴ ... κατὰ γαίης ᾤχετ' ἐπεί ῥ' ἅλιον στιβαρῆς ἀπὸ χειρὸς ὄρουσεν Il.13.505, 16.615, οὐ γὰρ ἅλιον ἀφορμᾷ ποτ' (el rayo), S.OC 1469.
2 adv. -ίως para nada, inútilmente θήραν τήνδ' ἁλίως ἔχομεν τόξων para nada hemos hecho la conquista de este arco S.Ph.840.
Greek Monolingual
(I)
ἅλιος, -ία, -ον και -ος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα, ο θαλάσσιος
2. ως προσδιορισμός θεών, νυμφών κ.λπ. της θάλασσας (Νηρέας, Νηρηίδες).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς.
ΠΑΡ. ἁλιεύς, αρχ. άλιας.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἐνάλιος, εἰνάλιος
νεοελλ.
αλιόφως].———————— (II)
ἅλιος, -ία, -ον (Α)
1. (συνήθως για πράγματα) μάταιος, ανώφελος, άκαρπος, άσκοπος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἅλιον
μάταια, άσκοπα, ανώφελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία ποιητική, και μάλιστα επική, λέξη που αντικαταστάθηκε κατόπιν από το επίθετο μάταιος. Ετυμολογικά η λ. είναι αβέβαιης προελεύσεως. Η σύνδεσή της με τις συνώνυμες λ. ἠλίθιος «μάταιος, ανωφελής», ἠλάσκω «περιπλανώμαι, περιφέρομαι» και περαιτέρω με το ρ. ἀλῶμαι «περιπλανώμαι» δεν εξηγεί τη δάσυνση του τ. ἅλιος. Πιθανότερη θεωρείται η ετυμολογική σύνδεση του επιθ. με τις λ. ἅλς «θάλασσα», ἅλιος «θαλασσινός». Η σημασιολογική συγγένεια του επιθ. ἅλιος «μάταιος» με τη φράση «εἰς ὕδωρ γράφειν» θα δικαιολογούσε την ετυμολογική προέλευση του επιθ. από το ουσ. ἅλς. Κατ’ άλλη άποψη, η συχνή χρήση του επιθ. με το ουσ. βέλος οδηγεί στην υπόθεση ότι αρχικά το επίθ. ἅλιος προσδιόριζε το ουσ. βέλος και σήμαινε «βέλος που αστοχεί, που χάνει τον στόχο του και πέφτει στη θάλασσα». Άρα, σύμφωνα με την ίδια άποψη, το επίθετο ἅλιος σήμαινε αρχικά «άστοχος», από όπου η σημασία «ανώφελος, άσκοπος» και, κατ επέκταση, «ματαιος».
ΠΑΡ. αρχ. ἁλιῶ].———————— (III)
ἅλιος, ο (Α)
1. δωρικός τύπος αντί του ἥλιος
2. Φιλοσ. ἁλίζω
ο αριθμός εννέα στους Πυθαγόρειους.