ἄμαχος: Difference between revisions
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
(T22) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[μάχη]]), in Greek writings (from [[Pindar]] [[down]]) [[commonly]] [[not]] to be withstood, [[invincible]]; [[more]] [[rarely]] abstaining from [[fighting]] ([[Xenophon]], Cyril 4,1, 16; [[Hell]]. 4,4, 9); in the N. T. [[twice]] [[metaphorically]], [[not]] [[contentious]]: [[Titus]] 3:2. | |txtha=([[μάχη]]), in Greek writings (from [[Pindar]] [[down]]) [[commonly]] [[not]] to be withstood, [[invincible]]; [[more]] [[rarely]] abstaining from [[fighting]] ([[Xenophon]], Cyril 4,1, 16; [[Hell]]. 4,4, 9); in the N. T. [[twice]] [[metaphorically]], [[not]] [[contentious]]: [[Titus]] 3:2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμαχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν παίρνει ή δεν πήρε [[μέρος]] σε [[μάχη]] ή σε πόλεμο<br /><b>2.</b> ο μη [[επιρρεπής]] [[προς]] τη [[μάχη]], [[φιλειρηνικός]], [[απόλεμος]]<br /><b>3.</b> ο μη [[μάχιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[ακαταμάχητος]], [[ακαταγώνιστος]], [[αήττητος]]<br /><b>2.</b> (για τόπους ή τοποθεσίες) [[απόρθητος]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα) [[ακαταπολέμητος]], [[ακατάσχετος]]<br /><b>4.</b> (απρόσωπη [[έκφραση]]) <i>ἄμαχόν ἐστι</i> (<span style="color: red;">+</span> απαρέμφ.)<br />[[είναι]] αδύνατον να...<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἄμαχον πρᾱγμα», για [[γυναίκα]] της οποίας η [[ομορφιά]] [[είναι]] ακαταμάχητη, που [[κανείς]] δεν μπορεί να της αντισταθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μάχη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A without battle: hence, I with whom no one fights, unconquerable, of persons, Hdt.5.3, A.Pers.856 (lyr.), Ar.Lys.253,1014 (lyr.); χεῖρες Pi.I.6(5).41; δύναμις Pl.Mx. 240d, Isoc.5.139: c.inf., πολύποδες . . πᾶν ὅτι οὖν φαγεῖν ἄ. Ael.VH1.1, etc.: of places, impregnable, Hdt.1.84: of things, irresistible, κακόν Pi.P.2.76; κῦμα θαλάσσης A.Pers.90: of feelings, ἄλγος Id.Ag.733; φθόνος E.Rh.456; ἄ. πρᾶγμα, of a woman whose beauty is irresistible, X.Cyr.6.1.36; ἄ. φιλοφροσύνη Plu.2.667d; ἄ. κάλλος Aristaenet.1.24; ἄ. τρυφή Ael.NA16.23:—ἄμαχόν [ἐστι] c. inf., like ἀμήχανον, 'tis impossible to do... Pi.O.13.13. Adv. -ως irresistibly, Luc.Merc. Cond.3; incontestably, S.E.M.8.266. II Act., not having fought, taking no part in the battle, X.Cyr.4.1.16; ἄ. διάγειν to remain without fighting, Id.HG4.4.9: ἄμαχον, τό, non-combatants, Ael. Tact.2.2, cf. D.C.53.12; ἄ. νίκη gained without fighting, Eun.VS p.472 B. 2 disinclined to fight, not contentious, <*>Ep. Ti.3.3, Ep.Tit.3.2, cf. Inscr.Cos 325; ἄ. ἐβίωσα Epigr Gr. 387.6 (Apamea Cibotus).
German (Pape)
[Seite 118] unüberwindlich, unwiderstehlich, Tragg., δαίμων Aesch. Ag. 746; βασιλεύς Pers. 840; κῦμα 90; ἄλγος Ag. 615; θεὸς Ἀφροδίτη Soph. Ant. 793; φθόνος Eur. Rhes. 456. Ebenso Pind., χεῖρες I. 5, 38; κακόν P. 2, 76; in Prosa, Her. 1, 84. 5, 3; ἡ Περσῶν δύναμις Menex. 240 d; ἀνήρ Charm. 154 d; καὶ ἀνίκητος Rep. II, 375 b; καὶ ἀήττητος Plut. Alc. 34; πρᾶγμα, unwiderstehliche Gewalt, von einer schönen Frau, Xen. Cyr. 6, 1, 36; wogegen es überh. kein Mittel giebt; unmöglich, κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος Pind. Ol. 13, 13. Vei Xen. Cyr. 4, 1, 16: die nach nicht gekämpft haben; ἄμαχοι διήγαγον, sie blieben ohne Kampf, Hell. 4, 4, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμᾰχος: -ον, ἄνευ μάχης‧ ὅθεν, ἀκαταμάχητος, ἀκαταγώνιστος, ἀήττητος, ἐπὶ προσώπων, Ἡρόδ. 5. 3, Πίνδ., ἐν λυρ. χωρίοις των τραγ., Ἀριστοφ. Λυσ. 253. 1014 (ἐν ἰάμβοις), Πλάτ., κτλ.: ἐπὶ θέσεων, τοποθεσιῶν = ἀπόρθητος, Ἡρόδ. 1. 84: ὡσαύτως ἐπὶ πραγμ., ἀκατάσχετος, ἀκαταπολέμητος, κακόν, Πινδ. ΙΙ. 2. 139: κῦμα θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 90: ἐπὶ αἰσθήσεως ἢ αἰσθήματος, ἄλγος, ὁ αὐτ. Ἀγ. 733‧ φθόνος, Εὐρ. Ρῆσ. 457: ἄμ. πρᾶγμα, ἐπὶ γυναικὸς εἰς τὴν καλλονὴν τῆς ὁποίας δέν δύναταὶ τις να ἀντιστῇ, ἐγώ γάρ σε συγκαθεῖρξα τούτῳ τῷ ἀμάχῳ πράγματι, ὁμοῦ μὲ τὸ ἀκαταμάχητον τοῦτο πλάσμα, Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 6. 1. 36: οὕτως, ἄμ. κάλλος, Ἀρισταίν. 1. 24: ἄμ. τροφή, Αἰλ. περὶ Ζ. 16. 23: - ἄμαχόν (ἐστί) μετ’ ἀπαρ., ὡς τὸ ἀμήχανον, = εἶναι ἀδύνατον νὰ .., Πίνδ. Ο. 13.16. ΙΙ. ἐνεργ. = ὁ μὴ πολεμήσας, ὁ μὴ λαβὼν μέρος εἰς μάχην τινά, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 1, 16: ἄμ. διάγειν, διαμένειν ἄνευ μάχης, συμπλοκῆς, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 4, 9. 2) ὁ μὴ ἔχων διάθεσιν πρὸς μάχην, φιλήσυχος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 855: ὁ μὴ φίλερις ἢ φιλόνικος, Ἐπιστολ. πρὸς Τιμόθ. Α΄, γ΄, 3, πρὸς Τίτ. γ΄, 2: ἄμ. ἐβίωσα, Συλλ. Ἐπιγρ. 387. 6. - Ἐπίρρ. -χως, = ἄνευ μάχης ἢ ἀγῶνος, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 266: πρβλ. ἀμαχεί.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui ne combat pas, càd :
1 qui ne prend pas part au combat;
2 non belliqueux, pacifique;
II. qu’on ne peut pas combattre, invincible, imprenable, irrésistible.
Étymologie: ἀ, μάχη.
English (Slater)
ᾰμᾰχος, -ον
1 unconquerable Ἕκτορα Τροίας ἄμαχον ἀστραβῆ κίονα (O. 2.82) ἄμαχον κακὸν ἀμφοτέροις διαβολιᾶν ὑποφάτιες (P. 2.76) ὁ δἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους (sc. Ἡρακλέης.) (I. 6.41) c. inf., impossible ἄμαχον δὲ κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος (O. 13.13) dub., ἄμαχοί (τινες) εἰς σοφίαν ?fr. 353.
Spanish (DGE)
(ἄμᾰχος) -ον
• Morfología: [compar. ἀμαχώτερος Ar.Lys.1014, sup. ἀμαχώτατος Thgn.1157]
I 1inexpugnable ἀκρόπολις Hdt.1.84
•fig. difícil de conquistar o lograr πλοῦτος καὶ σοφίη ... ἀμαχώτατον αἰεί Thgn.1157.
2 contra quien no se puede luchar, invencible, irresistible δαίμων B.16.23, βασιλεύς A.Pers.855, Θρηίκων δὲ ἔθνος ... ἄ. Hdt.5.3, de los escitas, Str.7.3.9, οἱ Ἰουδαῖοι I.AI 15.115, γυναῖκες Ar.Lys.253, cf. 1014, γεωργός Men.Dysc.775, de un atleta, Luc.Herm.33, χεῖρες Pi.I.6.41, θυμός Pl.R.375b, ἡ Περσῶν δύναμις Pl.Mx.240d, ἡ βασιλέως δύναμις Isoc.5.139, κῦμα θαλάσσας A.Pers.90, οἱ πολύποδες ... πᾶν ... φαγεῖν ἄμαχοι Ael.VH 1.1
•de la belleza ἄ. πρᾶγμα de una mujer de belleza irresistible X.Cyr.6.1.36, κάλλος ἄ. Men.Dysc.193, Aristaenet.1.24.12, ἄ. τρυφή Ael.NA 16.23
•de cosas negativas irresistible, inaguantable κακόν Pi.P.2.76, ἄλγος A.A.733, φθόνος E.Rh.456, τρόπος Men.Dysc.870.
3 ἄμαχον c. inf. es imposible ἄμαχον δὲ κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος Pi.O.13.13.
II 1de pers. que no combate, que no entra en batalla οἱ δ' ἄλλοι (πολέμιοι) X.Cyr.4.1.16, ἡμέραν ἄμαχοι διήγαγον pasaron el día sin entrar en combate X.HG 4.4.9, ἄ. νίκην νικήσαντες Eun.VS 472
•neutr. τὸ ἄ. inclinación a no combatir Ael.Tact.2.2, D.C.78.28.4.
2 fig. no discutidor, pacífico de pers. Ep.Tit.3.2, 1Ep.Ti.3.3, ἄ. ἄζηλος χρόνος IC 325.
III adv. -ως
1 irresistiblemente σπῶντα Luc.Merc.Cond.3.
2 indiscutiblemente S.E.M.8.266, PMasp.151.15 (VI d.C.).
3 pacíficamente ἄ. ἐβίωσα GVI 1113a.6 (Apamea, Frigia III d.C.).
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and μάχη; peaceable: not a brawler.
English (Thayer)
(μάχη), in Greek writings (from Pindar down) commonly not to be withstood, invincible; more rarely abstaining from fighting (Xenophon, Cyril 4,1, 16; Hell. 4,4, 9); in the N. T. twice metaphorically, not contentious: Titus 3:2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄμαχος, -ον)
1. αυτός που δεν παίρνει ή δεν πήρε μέρος σε μάχη ή σε πόλεμο
2. ο μη επιρρεπής προς τη μάχη, φιλειρηνικός, απόλεμος
3. ο μη μάχιμος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) ακαταμάχητος, ακαταγώνιστος, αήττητος
2. (για τόπους ή τοποθεσίες) απόρθητος
3. (για πράγματα) ακαταπολέμητος, ακατάσχετος
4. (απρόσωπη έκφραση) ἄμαχόν ἐστι (+ απαρέμφ.)
είναι αδύνατον να...
5. φρ. «ἄμαχον πρᾱγμα», για γυναίκα της οποίας η ομορφιά είναι ακαταμάχητη, που κανείς δεν μπορεί να της αντισταθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μάχη.