Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψευδής: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(T22)
(47c)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ψευδές ([[ψεύδομαι]]), from [[Homer]], Iliad4,235 [[down]], [[lying]], [[deceitful]], false: μάρτυρες, οἱ ψευδεῖς (A. V. liars), [[ψεύστης]], [[which]] [[see]]).
|txtha=ψευδές ([[ψεύδομαι]]), from [[Homer]], Iliad4,235 [[down]], [[lying]], [[deceitful]], false: μάρτυρες, οἱ ψευδεῖς (A. V. liars), [[ψεύστης]], [[which]] [[see]]).
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />(<b>για πράγμ.</b>) αυτός που δεν ανταποκρίνεται στην [[αλήθεια]], στην [[πραγματικότητα]], [[αναληθής]] ή [[ανύπαρκτος]], [[ψεύτικος]] (α. «ψευδείς πληροφορίες» β. «ψευδῆ φήμην ἡμῶν κατὰ θεοῡ ὑμνούντων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανειλικρινής]], [[προσποιητός]], [[υποκριτικός]] (α. «[[ψευδής]] [[φιλία]]» β. «[[ψευδής]] [[διαβεβαίωση]]»)<br /><b>2.</b> [[τεχνητός]], μη [[φυσικός]] («[[ψευδής]] [[κόμη]]» — η [[περούκα]])<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ψευδής]] [[καταμήνυση]]»<br /><b>(νομ.)</b> <b>βλ.</b> [[καταμήνυση]]<br />β) «[[ψευδής]] [[δήλωση]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[δήλωση]] στην οποία ένα [[πρόσωπο]] δηλώνει ή βεβαιώνει εν γνώσει του ψευδή στοιχεία ή αρνείται ή κρύβει τα αληθινά<br />γ) «[[ψευδής]] [[καρπός]]»<br /><b>βοτ.</b> [[καρπός]] στον σχηματισμό του οποίου συμμετέχουν δύο ή περισσότερα καρπόφυλλα του ίδιου άνθους, το [[περιάνθιο]] ή ο [[ανθικός]] [[άξονας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που λέει ψέματα<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) εξαπατημένος («[[ψευδὴς]] γενομένη καὶ παθοῡσ' ἀνάξια», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ψευδής]]<br />ο [[ψεύτης]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ψευδῆ</i><br />τα ψέματα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ψευδὴς]] [[φαίνομαι]]» — αποκαλύπτομαι να λέω ψέματα, να [[ψεύδομαι]] (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «ψευδῆ ἐπιδεικνύω τινὰ» — [[αποδεικνύω]] ότι [[κάποιος]] λέει ψέματα (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «ψευδεῑς λόγοι» — τα σοφίσματα (<b>Πλάτ.</b>)<br />δ) «ἐπὶ ψευδῆ ὁδὸν τρέπομαι» — [[καταφεύγω]] στο [[ψεύδος]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ε) «ψευδέων [[ἀγορή]]»<br />(στην Αθήνα) [[μέρος]] της αγοράς όπου γινόταν η [[πώληση]] πιθήκων, τους οποίους θεωρούσαν κίβδηλες απομιμήσεις του ανθρώπου <b>(Ιπποκρ.)</b><br />στ) «ἥδε ἡ [[ψευδὴς]] [[οὐσία]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> ο [[κόσμος]] τών αισθήσεων <b>(Πλωτ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ψευδώς]] / <i>ψευδῶς</i>, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αντίθετα [[προς]] την [[αλήθεια]] ή την [[πραγματικότητα]]<br /><b>2.</b> εσφαλμένα<br /><b>αρχ.</b><br />[[χωρίς]] [[λογική]] [[βάση]], [[χωρίς]] λόγο («ψευδῶς [[γενέσθαι]] τὸν φόβον», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψεῦδος]], [[κατά]] το [[ἀληθής]].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδής Medium diacritics: ψευδής Low diacritics: ψευδής Capitals: ΨΕΥΔΗΣ
Transliteration A: pseudḗs Transliteration B: pseudēs Transliteration C: psevdis Beta Code: yeudh/s

English (LSJ)

ές (the neut. sg. ψευδές is not found in early writers, ψεῦδος being used instead, cf.

   A ψεῦδος 111; it is found in later Gr., OGI669.54 (Egypt, i A.D.), Palaeph.6, al., Gal.18(2).782); gen. sg. ψευδοῦς Id.15.168; old Att. acc. pl. ψευδᾶς IG12.700: (ψεύδομαι):— lying, false, untrue, of things, opp. ἀληθής, ψ. λόγοι Hes.Th.229; μῦθοι A.Pr.685, E.Hipp.1288 (anap.); τρέπεσθαι ἐπὶ ψευδέα ὁδόν to betake oneself to falsehood, Hdt.1.117; ψ. κατηγορία, αἰτίαι, false charges, Aeschin.2.183, Isoc. 15.138, Plb.5.41.3; λόγοι S.OT526; λόγος Pl.Sph.240e, Cra.385b: ψ. λόγοι are also fallacies, in Logic, Arist.Top.162b3 sqq.; ἥδε ἡ ψ. οὐσία this unreal Being (sc. the world of sense), Plot.5.8.9: irreg. Sup. ψευδίστατος, εἴδη Ael.VH14.37.    2 of persons, lying, false, and as Subst., liar, οὐ γὰρ ἐπὶ ψευδέσσι πατὴρ Ζεὺς ἔσσετ' ἀρωγός Il.4.235 (only here in Hom.; perh. ψεύδεσσι from ψεῦδος is the true accent; so Hermappias ap.Hdn.Gr.2.45 against Aristarch. and Ptol.Asc. ibid.); τοὺς θεοὺς ψευδεῖς τίθης S. Ph.992, cf. Ant.657; ψ. ἔφυς E.Or.1608; ψ. φανήσεσθαι to be detected in falsehood, Th.4.27, cf. Pl.Tht.148b; Κριτίαν ψευδῆ ἐπιδείξω Id.Chrm.158d: irreg. Sup. ψευδίστατος arrant liar, EM 110.29, cf. Eust.1441.25.    3 τὰ ψευδῆ falsehoods, lies, οὐ ψευδῆ λέγω A.Ag.625, cf. Antipho 1.10, etc.; οὐκ ἔσθ' ὅπως λέξαιμι τὰ ψευδῆ καλά A.Ag.620; τινὰς ψ. διαβάλλειν Ar.Eq.64; ψευδῶν συγκολλητής Id.Nu.446 (anap.).    4 ψευδέων ἀγορή, in Hp.Epid.3.1. ή, ιβ, said to be a name of the monkey-market, perhaps as being villanous counterfeits of humanity.    II Pass., beguiled, deceived, E.IA852.    III Adv. ψευδῶς falsely, λέγειν Id.IT1309 codd.; προσποιήσασθαι Th.1.137; mistakenly, ψ. δοξάζειν Pl.Phlb. 40d; ψ. γενέσθαι τὸν φόβον groundlessly, Plb.5.110.7.

German (Pape)

[Seite 1393] ές, lügend, lügenhaft; Il. 4, 235; täuschend, λόγοι Hes. Th. 229; μῦθοι Aesch. Prom. 688; τοὺς θεοὺς ψευδεῖς τίθης Soph. Phil. 980; Ant. 653; Eur. Or. 1608 u. öfter; – pass. erlogen, falsch, unwahr; Her. 1, 117; οὐ ψευδῆ λέγω Aesch. Ag. 611, wie Soph. Phil. 100 u. öfter; Eur. u. in Prosa: λόγος ψ., im Ggstz von ἀληθής, Plat. Crat. 385 b; ὀρθὴ ἢ ψευδὴς δόξα Theaet. 161 d; τὸ ψευδῆ ἔχειν δόξαν καὶ ἐψεῦσθαι περὶ τῶν πραγμάτων Prot. 358 c, u. öfter; – betrogen, getäuscht, Eur. I. A. 852 u. Sp.; – att. superl. ψευδίστατος, E. M., der Erzlügner, Erzbetrüger. – Adv. ψευδῶς, z. B. λέγω, Eur. I. T. 1309; προσποιεῖσθαι Thuc. 1, 137.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. 1 menteur, trompeur ; ψευδὴ ἑαυτὸν καθιστάναι SOPH se démentir (en agissant autrement qu’on a dit) ; ψευδῆ τινα τιθέναι SOPH faire de qqn un menteur ; ψευδῆ φαίνεσθαι THC être pris en flagrant délit de mensonge ; en parl. de choses (paroles, nouvelles, récits, etc.);
2 faux, erroné : ψευδὴς ὁδός HDT fausse route, càd mensonge ; δόξα ψευδής fausse réputation, fausse gloire ; ou manière de voir ou opinion fausse ; τὰ ψευδῆ, τὸ ψευδές, le mensonge;
II. à qui on a menti ; trompé, abusé;
Sp. ψευδίστατος.
Étymologie: ψεύδω.

English (Autenrieth)

ές: false; as subst., liar, Il. 4.235†.

English (Slater)

ψευδής
   1 false, unreal πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου πάντες ἴσᾳ νέομεν ψευδῆ πρὸς ἀκτάν (as a result of wine-drinking) fr. 124. 7.

English (Strong)

from ψεύδομαι; untrue, i.e. erroneous, deceitful, wicked: false, liar.

English (Thayer)

ψευδές (ψεύδομαι), from Homer, Iliad4,235 down, lying, deceitful, false: μάρτυρες, οἱ ψευδεῖς (A. V. liars), ψεύστης, which see).

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
(για πράγμ.) αυτός που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, στην πραγματικότητα, αναληθής ή ανύπαρκτος, ψεύτικος (α. «ψευδείς πληροφορίες» β. «ψευδῆ φήμην ἡμῶν κατὰ θεοῡ ὑμνούντων», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ανειλικρινής, προσποιητός, υποκριτικός (α. «ψευδής φιλία» β. «ψευδής διαβεβαίωση»)
2. τεχνητός, μη φυσικόςψευδής κόμη» — η περούκα)
3. φρ. α) «ψευδής καταμήνυση»
(νομ.) βλ. καταμήνυση
β) «ψευδής δήλωση»
(νομ.) δήλωση στην οποία ένα πρόσωπο δηλώνει ή βεβαιώνει εν γνώσει του ψευδή στοιχεία ή αρνείται ή κρύβει τα αληθινά
γ) «ψευδής καρπός»
βοτ. καρπός στον σχηματισμό του οποίου συμμετέχουν δύο ή περισσότερα καρπόφυλλα του ίδιου άνθους, το περιάνθιο ή ο ανθικός άξονας
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που λέει ψέματα
2. (με παθ. σημ.) εξαπατημένος («ψευδὴς γενομένη καὶ παθοῡσ' ἀνάξια», Ευρ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ψευδής
ο ψεύτης
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ψευδῆ
τα ψέματα
5. φρ. α) «ψευδὴς φαίνομαι» — αποκαλύπτομαι να λέω ψέματα, να ψεύδομαι (Θουκ.)
β) «ψευδῆ ἐπιδεικνύω τινὰ» — αποδεικνύω ότι κάποιος λέει ψέματα (Πλάτ.)
γ) «ψευδεῑς λόγοι» — τα σοφίσματα (Πλάτ.)
δ) «ἐπὶ ψευδῆ ὁδὸν τρέπομαι» — καταφεύγω στο ψεύδος (Ηρόδ.)
ε) «ψευδέων ἀγορή»
(στην Αθήνα) μέρος της αγοράς όπου γινόταν η πώληση πιθήκων, τους οποίους θεωρούσαν κίβδηλες απομιμήσεις του ανθρώπου (Ιπποκρ.)
στ) «ἥδε ἡ ψευδὴς οὐσία»
(φιλοσ.) ο κόσμος τών αισθήσεων (Πλωτ.).
επίρρ...
ψευδώς / ψευδῶς, ΝΜΑ
1. αντίθετα προς την αλήθεια ή την πραγματικότητα
2. εσφαλμένα
αρχ.
χωρίς λογική βάση, χωρίς λόγο («ψευδῶς γενέσθαι τὸν φόβον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψεῦδος, κατά το ἀληθής.