μεγαίρω: Difference between revisions
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
(Autenrieth) |
(24) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[μέγας]]), aor. μέγηρε, subj. μεγήρῃς: [[properly]], to [[regard]] [[something]] as [[too]] [[great]], [[grudge]], [[begrudge]], [[hence]], [[refuse]], [[object]]; [[with]] acc.; [[also]] [[part]]. gen., Il. 13.563; and foll. by inf., Od. 3.55. | |auten=([[μέγας]]), aor. μέγηρε, subj. μεγήρῃς: [[properly]], to [[regard]] [[something]] as [[too]] [[great]], [[grudge]], [[begrudge]], [[hence]], [[refuse]], [[object]]; [[with]] acc.; [[also]] [[part]]. gen., Il. 13.563; and foll. by inf., Od. 3.55. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεγαίρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως μεγάλο ή ως [[πάρα]] πολύ μεγάλο<br /><b>2.</b> [[ζηλεύω]], [[φθονώ]] [[κάτι]] που έχει [[κάποιος]] [[επειδή]] το [[θεωρώ]] ως πολύ μεγάλο γι' αυτόν (α. «μέγηρε γὰρ οἱ το γ' [[Ἀπόλλων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[μηδὲ]] μεγήρῃς ἡμῑν εὐχομένοισι τελευτῆσαι [[τάδε]] ἔργα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἀμφὶ δὲ νεκροῑσιν κατακαιέμεν οὔ τι [[μεγαίρω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βασκαίνω]], [[ματιάζω]] («ἐχθοδοποῑσιν ὄμμασι χαλκείοιο Τάλω ἐμέγηρεν ὀπωπάς», Απολλ.Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μεγαίρω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μεγαρ</i>-<i>jω</i>) με [[επένθεση]] του -<i>j</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[γεραίρω]], [[εχθαίρω]]) συνδέεται με αρμ. <i>mecarem</i> «[[εκτιμώ]]». Το ρ. έχει παραχθεί πιθ. από ένα αμάρτυρο <i>μεγαρ</i> ή <i>μεγαρός</i> <span style="color: red;"><</span> [[μέγας]] (για τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] του ρήματος από «[[θεωρώ]] [[κάτι]] μεγάλο, [[θαυμάζω]]» σε «[[ζηλεύω]], [[φθονώ]], [[ματιάζω]]» <b>βλ.</b> και λ. [[άγαμαι]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:45, 29 September 2017
English (LSJ)
aor. ἐμέγηρα, (from μέγας, cf. γεραίρω from γεραρός (γέρας) prop.
A regard as too great: hence, I grudge one a thing as too great for him, μέγηρε γάρ οἱ τό γ' Ἀπόλλων Il.23.865; ἐγὼ δέ τοι οὔ τι μεγαίρω Orac. ap. Hdt.1.66. 2 c. inf. pro acc. rei, μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα grudge us not the accomplishment... Od.3.55, cf. h.Merc.465: c. acc. et inf., μνηστῆρας . . οὔ τι μεγαίρω ἔρδειν ἔργα βίαια I complain not that... Od.2.235; ὃν οὐδέ κεν αὐτὸς ἀείδειν Φοῖβος . . μεγαίροι Theoc.7.101: c. inf. only, ἀμφὶ δὲ νεκροῖσιν κατακαιέμεν οὔ τι μεγαίρω I object not to [your] burning them, Il.7.408: with inf. understood, τάων οὔ τοι ἐγὼ πρόσθ' ἵσταμαι, οὐδὲ μεγαίρω (sc. διαπέρσαι) 4.54, cf. Call.Del.163. 3 c. dat. pers. only, feel a grudge towards, Δαναοῖσι μεγήρας Il.15.473. 4 abs., ἢ πὺξ ἠὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσίν, οὔ τι μεγαίρω I care not which, Od.8.206. 5 c. gen. rei, ἀμενήνωσεν δέ οἱ αἰχμὴν . . Ποσειδάων, βιότοιο μεγήρας Poseidon baffled his spear grudging him the life [of Antilochus, Il.13.563; οὐ μ. τοῦδέ σοι δωρήματος A.Pr.626; μοι . . ἐμέγηρε τόκοιο A.R.1.289. 6 Pass., to be envied, AP9.645.10 (Maced.). II = βασκαίνειν, bewitch, ὄμμασι . . ἐμέγηρεν ὀπωπάς A.R.4.1670. (Said to be a Salaminian word, Sch.Il.13.563: in late Prose, as etym. of Μέγαιρα, Corn.ND 10.)
German (Pape)
[Seite 104] (von μέγας, vgl. γέρας – γεραίρω und s. Buttm. Lexil. I, 259), eigtl. Etwas für groß od. für zu groß halten; – dah. Einem Etwas mißgönnen, als sei es zu groß für ihn, μέγηρε γάρ οἱ τόγε Ἀπόλλων, Il. 23, 865; Orak. bei Her. 1, 66; u. c. inf., μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα, Od. 3, 55, vgl. H. h. Merc. 465; auch mit acc. c. inf., μνηστῆρας οὔτι μεγαίρω ἔρδειν ἔργα βίαια, Od. 2, 235. Dah. = aus Neid verweigern, versagen, beneiden, Δαναοῖσι μεγήρας, Il. 15, 473, κατακαιέμεν οὔτι μεγαίρω, die Todten zu verbrennen verweigere ich nicht, 7, 408, vgl. Od. 8, 206; οὐ μεγαίρω τοῦδέ σοι δωρήματος, ich beneide dich nicht um dieses Geschenk, Aesch. Prom. 629; ἐμέγηρέ μοι τόκοιο, Ap. Rh. 1, 289. In der Verbindung ἀμενήνωσεν δέ οἱ αἰχμὴν Ποσειδάων βιότοιο μεγήρας, Il. 13, 563, er misgönnte ihm das Leben des Antilochos, wollte ihm das Leben des Antilochos nicht preisgeben, fassen es Andere = er entkräftete das Geschoß, es von dem Leben des Antilochos abwehrend, weil er ihm die Erlegung desselben nicht gestatten wollte, dem Sinne nach richtig, aber an die Form des Satzes bei Hom. sich nicht anschließend; u. so ist auch Il. 4, 54, τάων (πόλεων) οὔτι ἐγὼ πρόσθ' ἵσταμαι οὐδὲ μεγαίρω, zu nehmen, wie der folgende Vers zeigt, εἴπερ γὰρ φθονέω τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι, οὐκ ἀνύω, aber der gen. hängt nur von πρόσθε ab, und zu μεγαίρω ist τὰς διαπέρσαι zu ergänzen. – Ap. Rh. 4, 1670, ὄμμασιν ἐμέγηρεν ὀπωπάς, vom neidischen Blicke, dem zauberische Kraft zugeschrieben wird. – Sp. haben auch das pass., beneidet werden; so von Sardes gesagt πολὺς δέ με πολλάκις αἰὼν ἄστεσιν ὀλβίστοις εὗρε μεγαιρομένην, Maced. 32 (IX, 645).
Greek (Liddell-Scott)
μεγαίρω: ἀόρ. ἐμέγηρα, (ἐκ τοῦ μέγας, ὡς τὸ γεραίρω ἐκ τοῦ γέρας)· - κυρίως, βλέπω ἐπί τι πρᾶγμα ὡς μέγα ἢ παραπολὺ μέγα· ὁπόθεν λαμβάνομεν τὰς ἐννοίας τῆς κακῆς διαθέσεως καὶ τοῦ φθόνου, αἵτινες ταχέως προσεκολλήθησαν εἰς τὴν λέξιν· ὅθεν, I. δὲν παρέχω τι εἴς τινα ὡς καθ’ ὑπερβολὴν μέγα δι’ αὐτόν, ἐκ φθόνου δὲν ἀφίνω αὐτὸν νὰ τὸ ἔχῃ, φθονῶ, μέγηρε γὰρ οἱ τόγ’ Ἀπόλλων Ἰλ. Ψ. 865· ἐγὼ δέ τοι οὔ τι μεγαίρω Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66. 2) μετ’ ἀπαρ. ἀντὶ αἰτ. πράγμ., μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα, μηδὲ φθονήσῃς ἡμῖν..., Ὀδ. Γ. 55, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 465· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μνηστῆρας... οὔτι μεγαίρω ἔρδειν ἔργα βίαια, δὲν παραπονοῦμαι ὅτι..., Ὀδ. Β. 235· ἀκολούθως ἁπλῶς μετ’ ἀπαρ., ἀμφὶ δὲ νεκροῖσι - κατακαιέμεν οὔ τι μεγαίρω, δὲν ἀντιλέγω εἰς τὴν κατάκαυσιν τῶν νεκρῶν, Ἰλ. Η. 408· οὕτω πιθ., τάων οὔ τι ἐγὼ πρόσθ’ ἵσταμαι, οὐδὲ μεγαίρω (ἐνν. διαπέρσαι, πρβλ. στίχ. 53) Δ. 54· - ἂν καὶ ἠδύνατο τοῦτο νὰ ὑπαχθῇ εἰς τὴν διαίρεσιν 5. 3) μόνον μετὰ δοτ. προσ., αἰσθάνομαι φθόνον ἐναντίον τινός, Δαναοῖσι μεγήρας Ο. 473. 4) ἀπολ., ἢ πύξ, ἠὲ πάλῃ, ἢ καὶ ποσὶν - οὔτι μεγαίρω, δέν μοι μέλει πῶς, Ὀδ. Θ. 206. 5) μετὰ γεν. πράγμ., ἀμενήνωσεν δὲ οἱ αἰχμήν... Ποσειδάων, βιότοιο μεγήρας, ὁ Ποσειδῶν ἐματαίωσε τὴν αἰχμὴν «φθονήσας Ἀδάμαντι μὴ τὸν βίον Ἀντιλόχου ἀφέληται» (Σχόλ.) Ἰλ. Ν. 563· οὐ... μ. τοῦδέ σοι δωρήματος Αἰσχύλ. Πρ. 626· μοι... ἐμέγηρε τόκοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 289· πρβλ. φθονέω I. 3. 6) Παθ., φθονοῦμαι, Ἀνθ. Π. 9. 645. II. παρ’ Ἀπ. Ροδ., μεταχειρίζομαί τινα ὡς ἐχθρόν, καὶ ἔτι μᾶλλον ὡρισμένως, θέλγω, μαγεύω, Λατ. fascinare, ὄμμασιν ἐμέγηρεν ὀπωπὰς Δ. 1670. - Πλείονα ἴδε ἐν Buttm.-Lexil. ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
f. μεγαρῶ, ao. ἐμέγηρα, pf. inus.
regarder comme trop grand, trop beau, d’où
1 porter envie, envier : τινί, qqn, être malveillant pour qqn;
2 refuser par jalousie, mettre obstacle à : τινός, à qch, refuser qch (à qqn) ; τινί τι ou τινί τινος, être jaloux de qqn pour qch, envier ou refuser qch à qqn ; μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν τελευτῆσαι τάδε ἔργα OD et ne nous refuse pas d’accomplir cette œuvre ; μνηστῆρας οὔτι μεγαίρω ἔρδειν ἔργα βίαια OD et je ne m’oppose pas à ce que les prétendants mettent en œuvre leur entreprise violente ; κατακηέμεν οὔτε μεγαίρω IL je ne m’oppose pas à ce qu’on brûle (les morts) ; abs. οὔ τι μεγαίρω OD je ne refuse rien, je consens à tout.
Étymologie: μέγας ; pour la formation cf. γεραίρω de γέρας.
English (Autenrieth)
(μέγας), aor. μέγηρε, subj. μεγήρῃς: properly, to regard something as too great, grudge, begrudge, hence, refuse, object; with acc.; also part. gen., Il. 13.563; and foll. by inf., Od. 3.55.
Greek Monolingual
μεγαίρω (Α)
1. θεωρώ κάτι ως μεγάλο ή ως πάρα πολύ μεγάλο
2. ζηλεύω, φθονώ κάτι που έχει κάποιος επειδή το θεωρώ ως πολύ μεγάλο γι' αυτόν (α. «μέγηρε γὰρ οἱ το γ' Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ.
β. «μηδὲ μεγήρῃς ἡμῑν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα», Ομ. Οδ.
γ. «ἀμφὶ δὲ νεκροῑσιν κατακαιέμεν οὔ τι μεγαίρω», Ομ. Ιλ.)
3. βασκαίνω, ματιάζω («ἐχθοδοποῑσιν ὄμμασι χαλκείοιο Τάλω ἐμέγηρεν ὀπωπάς», Απολλ.Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μεγαίρω (< μεγαρ-jω) με επένθεση του -j- (πρβλ. γεραίρω, εχθαίρω) συνδέεται με αρμ. mecarem «εκτιμώ». Το ρ. έχει παραχθεί πιθ. από ένα αμάρτυρο μεγαρ ή μεγαρός < μέγας (για τη σημασιολογική εξέλιξη του ρήματος από «θεωρώ κάτι μεγάλο, θαυμάζω» σε «ζηλεύω, φθονώ, ματιάζω» βλ. και λ. άγαμαι)].