ὑποτάσσω: Difference between revisions
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
(T21) |
(44) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=1st aorist ὑπεταξα; [[passive]], [[perfect]] ὑποτεταγμαι; 2nd aorist ὑπεταγην; 2future ὑποταγήσομαι; [[present]] [[middle]] ὑποτάσσομαι; to [[arrange]] [[under]], to [[subordinate]]; to [[subject]], [[put]] in [[subjection]]: τίνι τί or τινα, [[διά]] B. II:1b.): τινα or τί [[ὑπό]] [[τούς]] πόδας τίνος, [[ὑποκάτω]] [[τῶν]] ποδῶν τίνος, to [[subject]] [[oneself]], to [[obey]]; to [[submit]] to [[one]]'s [[control]]; to [[yield]] to [[one]]'s [[admonition]] or [[advice]]: [[absolutely]], Buttmann, § 151,30); τινα, G T WH [[text]] [[omit]]; Tr marginal [[reading]] brackets ὑποτάσσεσθε); to [[obey]] (R. V. [[subject]] [[oneself]], Buttmann, 52 (46)), [[obey]], be [[subject]]: Sept.; ([[Aristotle]]), [[Polybius]], [[Plutarch]], Arrian, Herodian) | |txtha=1st aorist ὑπεταξα; [[passive]], [[perfect]] ὑποτεταγμαι; 2nd aorist ὑπεταγην; 2future ὑποταγήσομαι; [[present]] [[middle]] ὑποτάσσομαι; to [[arrange]] [[under]], to [[subordinate]]; to [[subject]], [[put]] in [[subjection]]: τίνι τί or τινα, [[διά]] B. II:1b.): τινα or τί [[ὑπό]] [[τούς]] πόδας τίνος, [[ὑποκάτω]] [[τῶν]] ποδῶν τίνος, to [[subject]] [[oneself]], to [[obey]]; to [[submit]] to [[one]]'s [[control]]; to [[yield]] to [[one]]'s [[admonition]] or [[advice]]: [[absolutely]], Buttmann, § 151,30); τινα, G T WH [[text]] [[omit]]; Tr marginal [[reading]] brackets ὑποτάσσεσθε); to [[obey]] (R. V. [[subject]] [[oneself]], Buttmann, 52 (46)), [[obey]], be [[subject]]: Sept.; ([[Aristotle]]), [[Polybius]], [[Plutarch]], Arrian, Herodian) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὑποτάσσω]], ΝΜΑ, και [[υποτάζω]] Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α [[τάσσω]] / [[τάζω]]]<br /><b>1.</b> [[θέτω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[κάτω]] από την [[εξουσία]] ή την [[επίδραση]], τη δική μου ή κάποιου άλλου, [[καθυποτάσσω]], [[υποδουλώνω]] (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό [[κράτος]]» β. «[[πάντα]] ὑπέταξας [[ὑποκάτω]] τῶν ποδῶν αὐτοῡ», ΠΔ<br />γ. «ὧν μὲν ἐκεῑνος τὸν μὲν ἐξέβαλε, τὸν δὲ ὑπέταξε, τοὺς δὲ ἀπέκτεινε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>υποτάσσομαι</i><br />με τη [[θέληση]] μου τίθεμαι [[κάτω]] από την [[εξουσία]] κάποιου, [[υπακούω]] σε κάποιον (α. «έχει υποταχθεί [[τελείως]] στη [[γυναίκα]] του» β. «αἱ γυναῑκες ὑποτασσόμεναι τοῑς ἰδίοις ἀνδράσιν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (σχετικά με ψυχική [[κατάσταση]]) [[ελέγχω]], [[κατανικώ]] («κατόρθωσε να υποτάξει το [[πάθος]] του για [[εκδίκηση]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> [[συντάσσω]], [[εισάγω]] [[ρήμα]] σε [[υποτακτική]] («[[ἰστέον]] ὅτι τὸ ἵνα [[σύνδεσμος]] ὑποτάσσει, [[ὅταν]] δὲ κεῑται ἀντὶ τοῡ [[ὅπου]] οὐχ ὑποτάσσει», Μέγα Ετυμολογικόν)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]] [[κάτι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «ταῑς θείαις ἀρχαῑς ὑπέταξε τὰς φυσικὰς ἀνάγκας», <b>Πλούτ.</b><br />β. «τοὺς τοιούτους ὑπὸ τὸ τῆς προδοσίας [[ὄνομα]]... ἄν τις ὑποτάττοι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]], [[βάζω]] [[κάτω]] ή [[πίσω]] από κάποιον ή από [[κάτι]] («οἱ δὲ... [[ὄπισθεν]] ὑποτέτακται τῷ παρασίτῳ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(λογ.)</b> [[λαμβάνω]] ως ελάσσονα [[πρόταση]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ ὑποταττόμενοι</i><br />οι υπήκοοι<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>οἱ ὑποτεταγμένοι</i><br />α) οι εξαρτώμενοι από κάποιον<br />β) οι [[εξής]], τα πρόσωπα τών οποίων τα ονόματα ακολουθούν<br /><b>6.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ ὑποτεταγμένα</i><br />τα επόμενα, τα ακόλουθα<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «αἱ ὑποτεταγμέναι ἀρεταί» — οι υποδιαιρέσεις τών τεσσάρων βασικών αρετών <b>(Στωικ.)</b><br />β) «ἡ ὑποτεταγμένη [[διάνοια]]» — το [[περιεχόμενο]], η [[ιδέα]] που βρίσκεται [[κάτω]] από τις λέξεις ενός κειμένου <b>(Φιλόδ.)</b><br />γ) «αἱ ὑποτεταγμέναι κῶμαι» — οι επόμενες κώμες, τα ονόματα τών οποίων ακολουθούν <b>(Πτολ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὑποτεταγμένως]] ΜΑ<br />με [[υποταγή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. ὑποτάττω, Pass., fut.
A ὑποτᾰγήσομαι Cyran.15: aor. 2 ὑπετάγην [ᾰ] Phryn.Com. (v. infr.), etc.:—place or arrange under, assign, τινί τι Plb.3.36.7, Plu.Nic.23, etc.; ὑ. ὑπὸ τὸ τῆς προδοσίας ὄνομα Plb.18.15.4:—Pass., τὸ ὑποτεταγμένον (sc. ὀστέον) the inferior bone, i. e. the ulna, Hp.Off.16. II post in the shelter of, ὑποτάσσεσθαι τινι Luc.Par.49; draw up behind, Ael.Tact.15.1 (Pass.), Arr. Tact.26.7. 2 subject, ἑαυτοὺς οὐδενί Phld.Rh.2.204 S., cf. Plu.Pomp.64; subdue, make subject, Θηβαΐδα OGI654.7 (Egypt, i B. C.), cf. 199.10, al. (Adule, i A. D.); ἔθνη Hdn.7.2.9; αὐτῷ τὰ πάντα Ep.Phil.3.21; πάντα ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ Ep.Eph.1.22:—Pass., to be obedient, τινι Ep.Col. 3.18, al.; ὑποτάγητε τῷ θεῷ Ep.Jac.4.7, cf. Arr.Epict.3.24.65; ἄγρια θηρία ὑποταγήσεται αὐτῷ Cyran.15; ὑποτάξονται they will submit, Hdn.2.2.8; τὸ πλῆθος -όμενον Onos. 1.17, cf. Palaeph.38: abs., κοὐχ ὑποτᾰγεὶς ἐβάδιζεν ὥσπερ Νικίας dejectedly, timidly, Phryn.Com.59 (s. v. l.); οἱ ὑποταττόμενοι subjects, Plb.3.13.8, etc.; ὑποτεταγμένοι subordinates, Phld.Oec. p.72 J.; ἐδούλευσας, ὑπετάγης Arr.Epict.4.4.33; ὑποτεταγμέναι ἀρεταί subordinate virtues, i. e. the sub-divisions of the four cardinal (πρῶται) virtues, Stoic.3.64. 3 Pass., c. dat., underlie, to be implied in or associated with, τὰ -τεταγμένα τοῖς φθόγγοις Epicur.Ep. 1p.4U., cf. Nat.28p.13V.; τὰ -τεταγμένα, ἡ -τεταγμένη διάνοια, of the content or meaning which underlies a writer's words, Phld.Po.5.26,27. III put after, Plu.2.737f; subjoin, append, ὑποτετάχαμέν σοι . . τὸ ἀντίγραφον SIG664.11 (Delos, ii B. C.), cf. POxy.34v iv 7 (ii A. D.):—Pass., τὰ -τεταγμένα what follows, OGI629.6 (Palmyra, ii A. D.); οἱ -τεταγμένοι [ἀριθμοί] the numbers that follow, Plu.2.1020a, etc.; οἱ ὑποτεταγμένοι the following persons, SIG880.11 (Pizus, iii A. D.); κῶμαι αἱ ὑποτεταγμέναι the following villages, Ptol. Geog.6.7.27. 2 take as a minor premiss, Arr.Epict.4.1.61. IV govern the subjunctive, EM471.16.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω. Τοποθετῶ ἢ τακτοποιῶ ὑποκάτω, τινί τι Πολύβ. 3. 36, 7, Πλουτ. Νικ. 23, κλπ.· ὑπ. εἰς..., Λατ. referre in numerum, Πολύβ. 17. 15, 4. ΙΙ. τάσσω ὑποκάτω ἢ ὀπίσω, ὑποτάσσεσθαί τινι Λουκ. Παράσ. 49· ὑποτεταγμένος τινί, ὑποκείμενος αὐτῷ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 392. 2) ὑποτάσσω, ὑποβάλλω, ἑαυτόν τινι Πλουτ. Πομπ. 64· καθυποτάσσω, φέρω ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου, ἔθνη Ἡρῳδιαν. 7. 2, ἐν τέλει· ἑαυτῷ τὰ πάντα Ἐπιστ. πρὸς Φιλ. γ΄ 21· πάντα ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. α΄, 22. - Μέσ., κάμνω τινὰ ὑπόδουλον εἰς ἐμαυτόν, Ἡρῳδιαν. 2. 2 - Παθ. ὑποτάσσομαι, τινι, Ἐπιστ. πρὸς Κολ. γ΄, 18. κ. ἀλλ.· - ἀπολ., κοὐχ ὑποταγεὶς ἐβάδιζεν ὥσπερ Νικίας, δειλῶς, ἀθύμως, Φρύν. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 3· οἱ ὑποτεταγμένοι, οἱ ὑπήκοοι, Πολύβ. 3. 13, 8, κλπ.· ἐδούλευσας, ὑπετάγης Ἀρριαν. Ἐπίκτ. 5. 4, 33. ΙΙΙ. τάσσω κατόπιν, θέτω μετὰ ταῦτα, Πλούτ. 2. 737F· λαμβάνω ὡς ἐλάσσονα πρότασιν, Ἀρριαν. Ἐπίκτ. 4. 1, 61. - Παθ., ἕπομαι, ἀκολουθῶ, Πλούτ. 2. 1020Α, κλπ.· κῶμαι αἱ ὑποτεταγμέναι, αἱ ἑπόμεναι..., Πτολ. IV. συντάσσομαι ὑποτακτικῇ, «ἰστέον ὅτι τὸ ἵνα σύνδεσμος ὑποτάσσει, ὅταν δὲ κεῖται ἀντὶ τοῦ ὅπου οὐχ ὑποτάσσει» Ἐτυμ. Μέγ. 471, 16. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σ. 311.
French (Bailly abrégé)
ranger sous :
1 subordonner, soumettre : ἑαυτόν τινι se soumettre à qqn;
2 ranger derrière ; Pass. se ranger derrière, venir à la suite de, s’abriter derrière, τινι ;
3 t. de gramm. subordonner ; intr. gouverner le subjonctif.
Étymologie: ὑπό, τάσσω.
English (Strong)
from ὑπό and τάσσω; to subordinate; reflexively, to obey: be under obedience (obedient), put under, subdue unto, (be, make) subject (to, unto), be (put) in subjection (to, under), submit self unto.
English (Thayer)
1st aorist ὑπεταξα; passive, perfect ὑποτεταγμαι; 2nd aorist ὑπεταγην; 2future ὑποταγήσομαι; present middle ὑποτάσσομαι; to arrange under, to subordinate; to subject, put in subjection: τίνι τί or τινα, διά B. II:1b.): τινα or τί ὑπό τούς πόδας τίνος, ὑποκάτω τῶν ποδῶν τίνος, to subject oneself, to obey; to submit to one's control; to yield to one's admonition or advice: absolutely, Buttmann, § 151,30); τινα, G T WH text omit; Tr marginal reading brackets ὑποτάσσεσθε); to obey (R. V. subject oneself, Buttmann, 52 (46)), obey, be subject: Sept.; (Aristotle), Polybius, Plutarch, Arrian, Herodian)
Greek Monolingual
ὑποτάσσω, ΝΜΑ, και υποτάζω Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α τάσσω / τάζω]
1. θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από την εξουσία ή την επίδραση, τη δική μου ή κάποιου άλλου, καθυποτάσσω, υποδουλώνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό κράτος» β. «πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῡ», ΠΔ
γ. «ὧν μὲν ἐκεῑνος τὸν μὲν ἐξέβαλε, τὸν δὲ ὑπέταξε, τοὺς δὲ ἀπέκτεινε», Πλούτ.)
2. παθ. υποτάσσομαι
με τη θέληση μου τίθεμαι κάτω από την εξουσία κάποιου, υπακούω σε κάποιον (α. «έχει υποταχθεί τελείως στη γυναίκα του» β. «αἱ γυναῑκες ὑποτασσόμεναι τοῑς ἰδίοις ἀνδράσιν», ΚΔ)
νεοελλ.
μτφ. (σχετικά με ψυχική κατάσταση) ελέγχω, κατανικώ («κατόρθωσε να υποτάξει το πάθος του για εκδίκηση»)
μσν.-αρχ.
γραμμ. συντάσσω, εισάγω ρήμα σε υποτακτική («ἰστέον ὅτι τὸ ἵνα σύνδεσμος ὑποτάσσει, ὅταν δὲ κεῑται ἀντὶ τοῡ ὅπου οὐχ ὑποτάσσει», Μέγα Ετυμολογικόν)
αρχ.
1. κατατάσσω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «ταῑς θείαις ἀρχαῑς ὑπέταξε τὰς φυσικὰς ἀνάγκας», Πλούτ.
β. «τοὺς τοιούτους ὑπὸ τὸ τῆς προδοσίας ὄνομα... ἄν τις ὑποτάττοι», Πολ.)
2. τοποθετώ, βάζω κάτω ή πίσω από κάποιον ή από κάτι («οἱ δὲ... ὄπισθεν ὑποτέτακται τῷ παρασίτῳ», Λουκιαν.)
3. (λογ.) λαμβάνω ως ελάσσονα πρόταση
4. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ ὑποταττόμενοι
οι υπήκοοι
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) οἱ ὑποτεταγμένοι
α) οι εξαρτώμενοι από κάποιον
β) οι εξής, τα πρόσωπα τών οποίων τα ονόματα ακολουθούν
6. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ ὑποτεταγμένα
τα επόμενα, τα ακόλουθα
7. φρ. α) «αἱ ὑποτεταγμέναι ἀρεταί» — οι υποδιαιρέσεις τών τεσσάρων βασικών αρετών (Στωικ.)
β) «ἡ ὑποτεταγμένη διάνοια» — το περιεχόμενο, η ιδέα που βρίσκεται κάτω από τις λέξεις ενός κειμένου (Φιλόδ.)
γ) «αἱ ὑποτεταγμέναι κῶμαι» — οι επόμενες κώμες, τα ονόματα τών οποίων ακολουθούν (Πτολ.).
επίρρ...
ὑποτεταγμένως ΜΑ
με υποταγή.