πιστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(32)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, και -ιά, -ό / [[πιστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πίστη]], [[πιστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το αρσ. και το θηλ. ως ο υ σ.) <i>ο [[πιστικός]] και <i>η πιστικιά</i><br />ο [[μπιστικός]], [[μισθωτός]], [[βοσκός]], τσοπάνος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[έμπιστος]] [[υπάλληλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γνήσιος]]<br /><b>2.</b> [[πειστικός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[πλοίαρχος]] εμπορικού πλοίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πιστικῶς Α</i><br />με [[πίστη]], [[εμπιστοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίστις]]. Ο νεοελλ. τ. [[πιστικός]] «[[βοσκός]]» <span style="color: red;"><</span> [[πιστός]] [[κατά]] το [[σχήμα]] [[αφέντης]]: <i>αφεντικός</i>].———————— <b>(II)</b><br />-ή, -όν, Α [[πιστός]] (II)]<br /><b>1.</b> [[πόσιμος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που βρίσκεται σε υγρή [[κατάσταση]], [[υγρός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, και -ιά, -ό / [[πιστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πίστη]], [[πιστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το αρσ. και το θηλ. ως ο υ σ.) <i>ο [[πιστικός]] και <i>η πιστικιά</i><br />ο [[μπιστικός]], [[μισθωτός]], [[βοσκός]], τσοπάνος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[έμπιστος]] [[υπάλληλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γνήσιος]]<br /><b>2.</b> [[πειστικός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[πλοίαρχος]] εμπορικού πλοίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πιστικῶς Α</i><br />με [[πίστη]], [[εμπιστοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίστις]]. Ο νεοελλ. τ. [[πιστικός]] «[[βοσκός]]» <span style="color: red;"><</span> [[πιστός]] [[κατά]] το [[σχήμα]] [[αφέντης]]: <i>αφεντικός</i>].———————— <b>(II)</b><br />-ή, -όν, Α [[πιστός]] (II)]<br /><b>1.</b> [[πόσιμος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που βρίσκεται σε υγρή [[κατάσταση]], [[υγρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πιστικός:''' (Α), -ή, -όν ([[πίνω]]), [[υγρός]], σε Καινή Διαθήκη· άλλοι αποδίδουν τη [[λέξη]] στο [[πίστις]], με την [[έννοια]] του [[γνήσιος]], [[αυθεντικός]], [[αγνός]].<br /><b class="num">• [[πιστικός]]:</b> (Β), -ή, -όν ([[πίστις]]),<br /><b class="num">1.</b> [[πιστός]], αφοσιωμένος· επίρρ., [[πιστικῶς]] ἔχειν τινί, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[γνήσιος]], βλ. το επόμ.
}}
}}

Revision as of 20:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιστικός Medium diacritics: πιστικός Low diacritics: πιστικός Capitals: ΠΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pistikós Transliteration B: pistikos Transliteration C: pistikos Beta Code: pistiko/s

English (LSJ)

(A), ή, όν, (πίνω)

   A liquid, νάρδος Ev.Marc.14.3, Ev.Jo.12.3.
πιστικός (B), ή, όν, (πίστις)

   A faithful, Vett.Val.10.14, Cat.Cod. Astr.8(4).169 ; γυνὴ π. καὶ οἰκουρός Artem.2.32. Adv. -κῶς, ἔχειν πρὸς ἀλλήλους Plu.Pel.8 : Sup. -ώτατα Hld.3.9.    2 late spelling of πειστικός (q.v.).

German (Pape)

[Seite 620] 1) zum Glauben, zur Treue gehörig, treu, πιστικῶς ἔχειν τινί, Plut. Pelop. 8. – 2) = πειστικός, überzeugend, überredend; ῥήτωρ, Plat. Gorg. 455 a; λόγοι, Xen. Cyr. 1, 6, 10; Arist. rhet. 1, 2. trinkbar, flüssig, N. T., νάρδος, was Andere erklären = Vertrauen erweckend, sich als echt ankündigend.

Greek (Liddell-Scott)

πιστικός: (Α), ή, όν, (πίνω) ὑγρός, ῥευστός, νάρδος Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 3, κ. Ἰω. ιβ΄, 3· πρβλ. πιστός (Α)· ― ἕτεροι ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὸ πίστις, γνήσιος, καθαρός, ἄμικτος.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
fidèle.
Étymologie: πιστός¹.
2ή, όν :
potable ; liquide.
Étymologie: πιστός².

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

from πίστις; trustworthy, i.e. genuine (unadulterated): spike-(nard).

English (Thayer)

πιστικη, πιστικον (πιστός), pertaining to belief;
a. having the power of persuading, skillful in producing belief: Plato, Gorgias, p. 455a. b. trusty, faithful, that can be relied on: γυνή πιστικη καί οἰκουρός καί πειθομενη τῷ ἀνδρί, Artemidorus Daldianus, oneir. 2,32; often so in Cedrenus (also (of persons) in Epiphanius, John Moschus, Sophronius of Damascus; cf. Sophocles' Lexicon, under the word); of commodities equivalent to δόκιμος, genuine, pure, unadulterated: so νάρδος πιστικη (but A. V. spike-(i. e. spiked) nard, after the nardi spicati of the Vulg. (in Mark)), Pliny, h. n. 12,26; Dioscorides (100 A.D.>?) de mater. med. 1,6,7); hence, metaphorically, τό πιστικον τῆς καινῆς διαθήκης κρᾶμα, Eusebius, dem. evang. 9,8 (p. 439d.). Cf. the full discussion of this word in Fritzsche on Mark , p. 596ff; Lücke on Winer's Grammar, 97f (92 f); (especially Dr. James Morison on Mark , the passage cited).

Greek Monolingual

(I)
-ή, και -ιά, -ό / πιστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστη, πιστός
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ο υ σ.) ο πιστικός και η πιστικιά
ο μπιστικός, μισθωτός, βοσκός, τσοπάνος
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. έμπιστος υπάλληλος
αρχ.
1. γνήσιος
2. πειστικός
3. το αρσ. ως ουσ. πλοίαρχος εμπορικού πλοίου.
επίρρ...
πιστικῶς Α
με πίστη, εμπιστοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίστις. Ο νεοελλ. τ. πιστικός «βοσκός» < πιστός κατά το σχήμα αφέντης: αφεντικός].———————— (II)
-ή, -όν, Α πιστός (II)]
1. πόσιμος
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που βρίσκεται σε υγρή κατάσταση, υγρός.

Greek Monotonic

πιστικός: (Α), -ή, -όν (πίνω), υγρός, σε Καινή Διαθήκη· άλλοι αποδίδουν τη λέξη στο πίστις, με την έννοια του γνήσιος, αυθεντικός, αγνός.
πιστικός: (Β), -ή, -όν (πίστις),
1. πιστός, αφοσιωμένος· επίρρ., πιστικῶς ἔχειν τινί, σε Πλούτ.
2. γνήσιος, βλ. το επόμ.